Ας ξεκινήσουμε από το τέλος: κάθε επανάσταση είναι παράταιρη, μια παράδοξη συνάντηση του «θέλω» με το «μπορώ». Ο Γιάννης Χλιουνάκης κλείνει με αυτήν τη διαπίστωση το βιβλίο του, που εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Τόπος και αφορά την κοινωνική σύγκρουση στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό την περίοδο 1943-1945 με κορύφωση τις μάχες των Δεκεμβριανών του 1944.
Όπως και στο πρώτο του βιβλίο Ικάρια πτήση, που αφορούσε τη Ρώσικη Επανάσταση (εκδόσεις Τόπος, 2017), ο Χλιουνάκης εξετάζει πρωτίστως την επανάσταση ως ιστορικό-κοινωνικό- πολιτική διαδικασία και δευτερευόντως ως μια στρατιωτική σύγκρουση.
Όμως μπορούμε να μιλάμε για ελληνική επανάσταση με την έννοια της ρωσικής του 1917 ή της ισπανικής του 1936; Σίγουρα έχουμε να κάνουμε, όπως αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο, με μια πολιτική-κοινωνική-ταξική σύγκρουση, η οποία κλιμακώνεται ήδη από το δεύτερο μισό του 1943. Όσο η έκβαση του πολέμου ξεκαθαρίζει και ο ορίζοντας της απελευθέρωσης γίνεται ορατός, τίθεται επιτακτικά το ζήτημα της εξουσίας αλλά και της πορείας που θα ακολουθήσει ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Τα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που έδωσαν τη μάχη της αντίστασης στον κατακτητή έχουν τις δικές τους προσδοκίες για την ελεύθερη Ελλάδα για την οποία αγωνίστηκαν. Από την άλλη, όσοι συνδέσανε τον πλουτισμό ή την πολιτική τους επιβίωση με τον κατακτητή ,τα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας, η αστική τάξη, το παλάτι και φυσικά οι Βρετανοί, δεν είναι διατεθειμένοι στο παραμικρό να παραιτηθούν από τη διεκδίκηση της εξουσίας και την προάσπιση των συμφερόντων τους.
Ο συγγραφέας στέκεται κριτικά απέναντι στην προσπάθεια των εγχώριων εκφραστών του ιστορικού αναθεωρητισμού να υποτιμήσουν τον ρόλο της εαμογενούς αντίστασης και να συμψηφίσουν τη δράση του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ με αυτήν των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών. Αντιμετωπίζει όμως με κριτική διάθεση και την κυρίαρχη αφήγηση της Αριστεράς μέχρι τώρα, η οποία υπερτόνιζε τον εθνικό χαρακτήρα της Αντίστασης και αποσιωπούσε το ταξικό της υπόβαθρο και τις κοινωνικές συγκρούσεις που αυτή εξέφραζε ενσωματώνοντας στα οργανωτικά της σχήματα τα υποκείμενα-φορείς τους. Όπως φαίνεται και από τις αναφορές του, μπορούμε να πούμε ότι η οπτική του είναι πολύ κοντά σε εκείνους τους νέους ιστορικούς και συγγραφείς οι οποίοι, εκκινώντας από μια αριστερή οπτική, προσπαθούν να αναδείξουν τον χαρακτήρα της κοινωνικής-ταξικής αντιπαράθεσης που διαπερνά την περίοδο 1941-1945. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, τον Τάσο Κωστόπουλο, τον Δημήτρη Κουσουρή, τον Πολυμέρη Βόγλη, τον Δημήτρη Μαριόλη και πολλούς ακόμα.
Παρόλο που ο ίδιος δεν είναι ιστορικός, το βιβλίο του δεν υστερεί καθόλου σε τεκμηρίωση, αν και εκείνο που θεωρώ ότι το χαρακτηρίζει είναι η πολιτική του οξυδέρκεια. Ο Χλιουνάκης πραγματεύεται τα γεγονότα και το πολιτικό τους δια ταύτα περισσότερο ως πολιτικό υποκείμενο και δευτερευόντως ως ιστορικός. Εστιάζει σε εκείνες τις πτυχές της ιστορίας, της σύνθεσης των κοινωνικών τάξεων, της συγκρότησης των πολιτικών φορέων, προκειμένου να μπορέσει να ερμηνεύσει τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίσσεται η δράση τους, να κατανοήσει τα κίνητρα και τις προσδοκίες των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων που μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο συστρατεύθηκαν με την Αριστερά. Η διαπραγμάτευση του βιβλίου ξεκινάει προσπαθώντας μέσα από ένα πολύ σύντομο χρονολόγιο να δει την ελληνική ιδιαιτερότητα του μεσοπολέμου εντός του οποίου ενηλικιώνεται το εργατικό κίνημα και το Κομουνιστικό Κόμμα. Ακόμα και ο τρόπος προσέγγισης του ρόλου που έπαιξε σε αυτήν τη διαδικασία το προσφυγικό στοιχείο –με τις έντονες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στην Αθήνα και στη νότια Ελλάδα από την μια και στη Θεσσαλονίκη και στην βόρεια Ελλάδα από την άλλη– είναι χαρακτηριστικός της πολιτικής οξυδέρκειας του συγγραφέα. Έτσι, πέρα από τη βίαιη προλεταριοποίηση των προσφύγων ο συγγραφέας προσπαθεί να εντοπίσει σε ό, τι αφορά τη σχέση των προσφυγικών πληθυσμών με το ΚΚΕ και την Αριστερά ένα φάσμα παραγόντων που έδρασαν είτε υπέρ είτε κατά αυτής της σχέσης. Η θέση του ΚΚΕ από το 1924 ως το 1935 για ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη, η ύπαρξη της μαζικής κοινότητας των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και των σλαβικής καταγωγής Μακεδόνων στην υπόλοιπη Μακεδονία θα κάνουν πιο δύσκολη την σχέση ΚΚΕ-προσφύγων στη βόρεια Ελλάδα. Στον αντίποδα των παραπάνω δυσκολιών το ΚΚΕ θα βρει γόνιμο έδαφος για την παρέμβασή του όχι μόνο στα εργοστάσια αλλά και στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου κυριαρχούν έντονοι κοινοτικοί δεσμοί. Η χωρική εγγύτητα του εργοστασίου με το συνοικισμό εμπλουτίζει την ταξική ταυτότητα και της προσδίδει πολυεπίπεδα χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα την επεκτείνει καθώς σε αυτήν αναγνωρίζουν την υλική τους συνθήκη άνθρωποι που απασχολούνται σε ένα σωρό παράπλευρες δραστηριότητες (δουλειές του ποδαριού, μικροεμπόριο κλπ). Ο μεσοπόλεμος για το ΚΚΕ, παρά τα οργανωτικά πλήγματα που θα δεχθεί από τη μεταξική δικτατορία, είναι και η περίοδος που θα του προσφέρει σημαντικές εμπειρίες ταξικής αλληλέγγυας δράσης, οι οποίες θα αξιοποιηθούν σημαντικά στην ανάδειξη του ΕΑΜ ως παλλαϊκής οργάνωσης όχι μόνο της αντίστασης αλλά και της επιβίωσης του λαού (βλ. Ευθυμίου, Κώστας, «Εργατική Βοήθεια» και «Εργατική Αλληλεγγύη». Δύο παραδείγματα ταξικής αλληλέγγυας δράσης στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Αθήνα, Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2014).
Ο πόλεμος και η Κατοχή, οι τεράστιες δυσκολίες επιβίωσης τον χειμώνα του ’41 (ειδικά στην Αθήνα και στα αστικά κέντρα), η αναγκαιότητα της αυτοπεριφρούρησης των αγροτικών κοινοτήτων από το πλιάτσικο των κατακτητών – και όχι μόνο, το κενό που αφήνει ο αστικός πολιτικός κόσμος (επιλέγοντας είτε να εγκαταλείψει τη χώρα και να ακολουθήσει την εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο είτε να συνεργαστεί με τους κατακτητές είτε και να αποσυρθεί περιμένοντας τις εξελίξεις) δημιουργούν μια αποσάθρωση της ηγεμονίας των παλιών πολιτικών δυνάμεων και ιδεών. Τα λαϊκά στρώματα αποδεσμεύονται από παλιές συνήθειες, συμπεριφορές και κοινωνικές ιεραρχίες. Έτσι, εμφανίζονται κατά τον συγγραφέα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αποτελούν προϋποθέσεις κάθε επαναστατικής κατάστασης: οι από πάνω δεν μπορούν να εφαρμόσουν μια προπολεμικού τύπου διαχείριση και οι από κάτω δεν θέλουν να την υποστούν. Δημιουργείται λοιπόν ένα κενό που το ΚΚΕ καλείται να το καλύψει, και το κάνει άμεσα με τη δημιουργία του ΕΑΜ τον Σεπτέμβρη του ’41. Δυο είναι οι βασικοί πυλώνες στήριξης της ανάπτυξης του εαμικού κινήματος: ο πρώτος, όπως είναι πολύ φυσικό, είναι οι ορεινές αγροτικές κοινότητές, το έδαφος όπου αναπτύσσεται τόσο ο αντάρτικος απελευθερωτικός στρατός όσο και τα προπλάσματα της λαϊκής εξουσίας. Ο άλλος πυλώνας, στον οποίο ο συγγραφέας στέκεται πιο διεξοδικά, είναι οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Αθήνας και του Πειραιά. Για τον Χλιουνάκη εξίσου σημαντικοί με τη δράση του αντάρτικου στα βουνά και στην ύπαιθρο είναι οι μαζικοί πολιτικοί αγώνες που δίνει το ΕΑΜ στα αστικά κέντρα, αγώνες με πολύ σημαντικό ρόλο, όπως η οργάνωση του επισιτισμού στις λαϊκές γειτονιές, η αποτροπή της επιστράτευσης και της αποστολής εργατών στη Γερμανία, απεργίες με αιτήματα που αφορούν την επιβίωση καθώς σε αυτά συγκαταλέγεται και η πληρωμή σε τρόφιμα. Για να δούμε το μέγεθος αυτών των αγώνων, αρκεί να αναφέρουμε ότι η συγκυριακή διαδήλωση ενάντια στην επιστράτευση στις 5 Μάρτη του ’43 είναι η μεγαλύτερη που έγινε σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.
Σ’ αυτές τις συνοικίες είναι που ο συγγραφέας αφουγκράζεται την επαναστατική δυνατότητα. Το πυκνό δίχτυ σχέσεων αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης δημιουργεί μια ισχυρή ασπίδα για τους αγωνιστές. Το περίγραμμα μιας άλλης οργάνωσης της ζωής εγγράφεται μέσα στην καθημερινότητα – σχηματισμένη αυτή τη φορά εντός του νέου εξεγερτικού πλαισίου που θρυμματίζει παλιούς δεσμούς και ιεραρχίες. Η πρώτη εμφάνιση του ΕΛΑΣ στον Πειραιά είναι μια δυναμική επιδρομή στις μπαρμπουτιέρες και στους τεκέδες της Κοκκινιάς, προμηνύοντας τη σύγκρουση που θα ακολουθήσει καθώς στους χώρους αυτούς γίνεται αργότερα μαζική στρατολόγηση από τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι Λαϊκές Επιτροπές του ΕΑΜ στις γειτονιές προσπαθούν να ελέγξουν τις τιμές των τροφίμων εκφοβίζοντας τους μεγαλομαυραγορίτες. Με μια χρονική υστέρηση σε σχέση με την έναρξη των μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων αρχίζει στην Αθήνα και στον Πειραιά μια σειρά από μπλόκα, επιδρομές και μάχες, που δείχνουν την προσπάθεια του κατακτητή να ανακτήσει τον έλεγχο των συνοικισμών.
Στην περίπτωση τόσο των ορεινών αγροτικών κοινοτήτων όσο και των προσφυγικών συνοικισμών οι νέοι αλλά και οι γυναίκες μπαίνουν με ορμή στο προσκήνιο του αγώνα διεκδικώντας έναν πιο ενεργό κοινωνικό ρόλο.
Ο Χλιουνάκης διαβλέπει μέσα σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες την οξύτατη κοινωνική πόλωση ακριβώς επειδή η πείνα και η εξαθλίωση δεν είναι κοινή μοίρα για όλους. Ένα μεγάλο τμήμα της μεσαίας τάξης φτωχαίνει και υποφέρει δίπλα στα πληβειακά στρώματα. Από την άλλη όμως ένα μεγάλο μέρος της αστικής τάξης, λούμπεν στοιχεία, άνθρωποι γενικά αποφάσισαν να συνεργαστούν σε διάφορα επίπεδα με τους κατακτητές και να αξιοποιήσουν τις «ευκαιρίες» που έδινε μια τόσο έκρυθμη και ρευστή κατάσταση. Οι παραπάνω αποτέλεσαν ένα μάγμα κοινωνικών υποκειμένων τα οποία είτε πλούτισαν είτε στήριξαν την επιβίωση τους στη νέα κατάσταση: είναι οι μεγαλομαυραγορίτες και όσοι –λόγω της θέσης τους στην κατοχική κυβέρνηση ή εξαιτίας των υπηρεσιών τους προς τους κατακτητές– κατάφεραν να υφαρπάξουν κινητές και ακίνητες περιουσίες από τους νόμιμους κατόχους τους αλλά και να εκμεταλλευτούν για προσωπικό τους όφελος μεγάλο μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας που έφτανε από το εξωτερικό. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και αυτοί που ιδιοποιήθηκαν τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και όσοι μεγαλοαστοί έκαναν «δουλειές» για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των γερμανικών στρατευμάτων. Στη διάρκεια της Κατοχής δημιουργήθηκαν 6.500 επιχειρήσεις – οι περισσότερες σε τομείς ενδιαφέροντος της Wehrmacht. Το 1942 το 1/3 των αναγκών του γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας καλύπτεται από εισαγωγές από την Ελλάδα. Από την άνοιξη του 1943 στο Χρηματιστήριο της Αθήνας δημοπρατούνται σημαντικές ποσότητες χρυσού, ο οποίος προέρχεται από τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε μιαν ιδιότυπη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης που συντελείται κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αν μάλιστα δίπλα στις παραπάνω διεργασίες βάλουμε και τη σχέση μισθών- τιμών, με την εκτόξευση των τιμών των βασικών ειδών διατροφής να είναι πολλαπλάσιου μεγέθους συγκρινόμενη με την αύξηση των μισθών. Δίπλα σε όλους αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων παρεμφερών αυτόνομων παραστρατιωτικών ομάδων, που δρουν σε όλη την επικράτεια, και οι οποίοι ξεπερνούν τις είκοσι χιλιάδες.
Βλέπουμε λοιπόν πως ήδη μέσα στην Κατοχή έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ φάσμα αντιεαμικών δυνάμεων, με διαταξική κοινωνική σύνθεση, πρόθυμο να αλλάξει αφεντικό εν μια νυκτί: να περάσει από τη συνεργασία με τους Γερμανούς στην προσκόλληση στους Άγγλους. Προς το τέλος του πολέμου γίνεται φανερό ότι οι συγκρούσεις των οργανώσεων ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΟΠΛΑ και με τους Γερμανούς και με τα Τάγματα Ασφαλείας έχουν ως διακύβευμα το πώς θα διαμορφωθεί η πολιτική κατάσταση την επόμενη της απελευθέρωσης.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να συνδέσει την εικόνα του παζλ της πολιτικοκοινωνικής σύγκρουσης, σκιαγραφώντας όχι μόνο τα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία του ΚΚΕ αλλά και το περιβάλλον των διεθνών συσχετισμών δύναμης μέσα στο οποίο διεξάγονται εντέλει τα Δεκεμβριανά.
Αποφεύγοντας τελείως τις προσωποκεντρικές ερμηνείες, επιχειρεί να κατανοήσει το ΚΚΕ ως ένα κόμμα συγκροτημένο εντός του ασφυκτικού πλαισίου της Κομουνιστικής Διεθνούς και το οποίο μετατρεπόταν –μέσα από μια σειρά εσωκομματικών συγκρούσεων– σε αρτηριοσκληρωτικό και κλεινόταν ολοένα και περισσότερο απέναντι στην ανεξάρτητη σκέψη και στον κριτικό στοχασμό. Ο κομματικός μηχανισμός του, για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες σκληρών διώξεων, παρατεταμένης παρανομίας, μακροχρόνιων εξοριών και φυλακίσεων, γινόταν όλο και πιο άκαμπτος, δεσποτικός και εσωστρεφής.
Ήδη από το 1931 η ηγεσία του απαρτίζεται από ανθρώπους διαμορφωμένους στις σχολές της Διεθνούς και όχι από μέλη που θα αναδεικνύονταν ως φυσική ηγεσία μέσα από τους αγώνες. Η αποδοχή της θεωρίας των σταδίων από το 1934 και μετά οδηγεί στο να παραγνωρίζονται οι διαθέσεις και οι διαθεσιμότητες των αγωνιστών, να αποσπάται το «τώρα» από το «μετά»: τώρα παλεύουμε για εθνική ανεξαρτησία, μετά για την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η διάσταση ανάμεσα στην εκτίμηση του Κόμματος από την μια και της διάθεσης του κόσμου του από την άλλη είναι χαρακτηριστική σε όλη την περίοδο που εξετάζει το συγκεκριμένο βιβλίο.
Η επαφή με το καθοδηγητικό κέντρο και ο έλεγχος της Διεθνούς διακόπηκε σχεδόν ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια του πολέμου, γεγονός που λειτούργησε θετικά καθώς άφησε χώρο για την πρωτοβουλία και την ανεξάρτητη δράση των μελών του – στη συντριπτική τους πλειοψηφία ενταγμένα μέσα στην Κατοχή και σε μεγάλο βαθμό εκτός «κομματικής κουλτούρας». Η αποκατάσταση του ελέγχου της κομματικής ηγεσίας και της Διεθνούς πάνω στο Κόμμα εντείνει την κρίση μεταξύ βάσης και ηγεσίας. Αυτή η αδυναμία του Κόμματος να αντιληφθεί τις προσδοκίες και τις διαθέσεις της εαμογενούς βάσης αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στη γενικότητα του αιτήματος για Λαοκρατία, το οποίο όμως δεν παίρνει τα χαρακτηριστικά του προγράμματος ενός, έστω, μεταρρυθμιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού.
Παράλληλα όλη αυτή η σύγκρουση διεξάγεται σε μια εντελώς αρνητική διεθνή συγκυρία, όταν τον Νοέμβρη του 1944 τα όρια των μελλοντικών σφαιρών επιρροής είχαν με σαφήνεια χαραχτεί. Την ίδια ώρα όμως και για τους δικούς τους λόγους τακτικής οι Σοβιετικοί δεν είναι ξεκάθαροι απέναντι στο ΚΚΕ για τις προθέσεις τους και δεν αποσαφηνίζουν ότι δεν πρόκειται να το συνδράμουν σε κανένα επίπεδο.
Ο Δεκέμβρης του ’44 ήταν μια σύγκρουση στην οποία δεν οδήγησαν μονάχα οι μεθοδεύσεις των Άγγλων αλλά –σε μεγάλο βαθμό– και η επαναστατική διάθεση σε τμήματα των λαϊκών στρωμάτων που ακολουθούσαν το ΕΑΜ και τα οποία είχαν από την μεριά του αντιδραστικού μπλοκ όλα εκείνα τα δείγματα γραφής για ό, τι τα περίμενε: είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στις αλυσίδες και στα όπλα.
Οι μέρες εκείνες κουβαλάνε πέντε χιλιάδες νεκρούς, το πάθος των νεαρών μαχητών που στάθηκαν αυτοσχεδιάζοντας απέναντι σε τανκ και αεροπλάνα, την ένταση της βίας που προφανώς πήρε και χαρακτήρα εκδίκησης. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι στην πραγματικότητα ο Δεκέμβρης για την μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου που είχε συστρατευθεί στο ΕΑΜ αποτέλεσε την αρχή και το τέλος της κορύφωσης μιας επαναστατικής διαδικασίας, το σημείο καμπής όπου οι αγώνες, οι θυσίες και οι προσδοκίες – γεννημένες μέσα στην αντίσταση, ζυγίστηκαν και ηττήθηκαν.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 17 Γενάρη στις 20.00 στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα (Ζ. Πηγής 95-97 & Ισαύρων). Στην εκδήλωση που διοργανώνει η συλλογικότητα ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ και θα μιλήσουν ο συγγραφέας και ο Φώτης Τερζάκης.