Του Σωτήρη Λυκουργιώτη

Η αγωνία του ιού μετατρέπεται σε ιό της αγωνίας. Τώρα «ιός» είναι ο άλλος· η κόλαση ενός μεταμοντέρνου υπαρξισμού. Ο πρόσφυγας-ξενιστής που θέλει να «μολύνει» τον πολιτισμό μας, ο συνάδελφος στην δουλεία που βήχει απειλητικά, το παιδάκι που χαϊδεύει τη γάτα και αγκαλιάζει τον παππού. Πλέον κρατάμε αποστάσεις, φοράμε μάσκες πάνω στις μάσκες. Η πάνδημη πίστη στην αόρατη πανδαισία της ελεύθερης αγοράς μετασχηματίζεται πολικά σε λατρεία του κρατικού ολοκληρωτισμού. Περιορισμοί κυκλοφορίας, συναθροίσεων, νόμος απαγόρευσης διαδηλώσεων, στρατός στους δρόμους, καταδότες δημόσιου συμφέροντος ολόγυρά μας.

Είναι καιρός τώρα που κάθε επικαιρότητα ανάγεται σε κρίση «εθνικής ασφάλειας» απαιτώντας εξουσίες έκτακτης ανάγκης· ένας διαρκής ασύμμετρος κίνδυνος, μια διαρκής κατάσταση εξαίρεσης, εντός της οποίας ο κυρίαρχος ορίζει και αναθεωρεί μονομερώς το ποια ζωή είναι άξια να βιωθεί, ποια δικαιώματα και ποιες ελευθερίες μπορούν αυτοστιγμεί να αρθούν. Η συνεχής επίκληση ενός αιμοσταγούς εξωτερικού εχθρού —με τον οποίο οι διαφορές σε πραγματικό επίπεδο είναι περί διαγραμμάτων— γίνεται το άλλοθι για την καταστολή του μόνου πραγματικού κινδύνου, για την κατάπνιξη κάθε κοινωνικής διαφωνίας.

Ο εχθρός μέσα στις πόλεις, στις γειτονιές, δίπλα μας, μέσα στο σώμα μας. Ας μην γελιόμαστε. Η μετάθεση ενοχής, τα ιδεολογήματα περί «ατομικής ευθύνης», αυτή η επιθετική στρατηγική της κρατικής προπαγάνδας ενάντια σε κάθε υποκειμενική ύπαρξη, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια συστηματική εκστρατεία κατάπνιξης των ενστίκτων, του υστερόγραφου κάθε ελευθερίας. Αν η εμπειρία των κοινωνικών αγώνων μας διδάσκει πως η διάχυση της ενοχής ως στρατηγική της δήθεν συνευθύνης δεν είναι τίποτα παραπάνω από το διαχρονικό υπερόπλο που εξασφαλίζει την έκβαση κάθε κοινωνικής κρίσης υπέρ του δυνατού, η σημερινή ολομέτωπη ομοβροντία ενάντια στην υποκειμενικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από το κύμβαλο του καλπάζοντος ολοκληρωτισμού.

Με τον ίδιο τρόπο που οι ζημιές της πιστωτικής επέκτασης φορτώθηκαν στους λαούς το 2008-2010 μέσω των γνωστών ιδεολογημάτων του «μαζί τα φάγαμε» ή «το κράτος είμαστε όλοι», έτσι και σήμερα η ενοχή της ατομικής ευθύνης γίνεται η ασπίδα απέναντι σε κάθε συνολική κοινωνική κριτική. Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε άσυλο κοινωνικής αγωνίας αίρεται μέχρι νεωτέρας. Οι πρόσφυγες κλείνονται ερμητικά σε κολαστήρια βασανιστηρίων, ενώ κάθε δομή αλληλεγγύης και ανθρωπιάς πυρπολείται από τα σύγχρονα φράικορπς.

Θα ήταν μάλλον ανώφελο να επισημάνουμε πως δεν ανήκουμε σε αυτούς που πιστεύουν πως ο «ιός είναι απλά το κόλπο των ισχυρών για να περιορίσουν τις ελευθερίες μας και τίποτα παραπάνω», αλλά ούτε και σε αυτούς που χρεώνουν στις θεσμικές εξουσίες «ατολμία σε πιο σκληρά περιοριστικά μέτρα, επειδή φοβούνται τις επιπτώσεις στην αγορά». Και οι δυο οπτικές εμπεριέχουν μισές αλήθειες. Και στις μέρες μας η μονοδιάστατη οπτική της «μισής αλήθειας» οδηγεί σε πολλαπλές συλλογικές και ατομικές παγιδεύσεις. Στις θεωρητικές διαμάχες των ημερών μας απουσιάζει εκείνο το χαρακτηριστικό που δίνει σε κάθε θεωρία το ριζοσπαστικό της στοιχείο: μια κριτικά υποψιασμένη διαλεκτική.

Γιατί όσοι μιλούν μόνο για βιοπολιτική επίθεση των κρατών στην ελευθερία στο όνομα ενός εν πολλοίς ανύπαρκτου ή «κατασκευασμένου» κινδύνου, αγνοούν την εντελώς πραγματική διάσταση της κρίσης: την κατάρρευση των δημόσιων συστημάτων υγείας, που οδηγεί με τη σειρά της σε πολλαπλασιασμό των θανάτων από άλλες αιτίες ή στην εξόντωση ευάλωτων ομάδων. Όσοι, φαινομενικά στον αντίποδα, στέκονται μόνο στη διάσταση της επιδημικής απειλής αγνοώντας πως στο όνομα αυτής τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί (εν μέρει αυτοσχεδιάζοντας στα τυφλά, εν μέρει από ένστικτο κυριαρχίας) επιδίδονται σε πρωτοφανείς ασκήσεις ολοκληρωτισμού, μαζικού ελέγχου και μονιμοποίησης της πανοπτικής εξουσίας, χάνουν την άλλη μισή αλήθεια.

Χωρίς μια λεπτή, σχεδόν χορευτική, διαλεκτική υποψία είναι αδύνατον στις μέρες μας να μην υποπέσεις ούτε στο βαλτώδη υλισμό της πραγματικότητας, ούτε στην αεροβασία ενός αγείωτου ιδεαλισμού. Μια ριζοσπαστική διαλεκτική υποψία είναι απαραίτητη για να συλλάβεις τις πολυεπίπεδες όψεις της σημερινής κρίσης: από την οικολογική υποβάθμιση και την άλωση των τελευταίων βιοτόπων της άγριας ζωής στο όνομα του γευστικού εγωισμού που επιστρέφει ως μόλυνση με νέους ξενιστές, την ιλιγγιώδη αστικοποίηση των βιομηχανικών γκούλαγκ που δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες υπερμετάδοσης, την εκθετικά εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα που πολλαπλασιάζει ο υγειονομικός αποκλεισμός των φτωχών, τους λυσσασμένους ανταγωνισμούς κρατών και πολυεθνικών φαρμάκων για τα μονοπώλια της θεραπείας, μέχρι τους αδιόρατους ακόμα ψυχικούς μετασχηματισμούς, τα υγειονομικά ταμπού και τις νέες απαγορεύσεις που η κρίση φορτώνει στο σώμα της κοινωνίας και κατακερματίζουν —όλο και περισσότερο— τον κοινωνικό δεσμό.

Εδώ και χρόνια άλλωστε, οι κοινωνίες του αγοραίου ολοκληρωτισμού έχουν μετατραπεί σε κοινωνίες της μαζικής εξατομίκευσης. Οι λαϊκές γιορτές έχουν «ξεπεραστεί» και ο οργιαστικός πανθεϊσμός της φύσης έχει δώσει τη θέση του στον πουριτανισμό του υγειονομικού απολυταρχισμού. Κι όμως υπήρχαν κάποιες ηχηρές υπενθυμίσεις. Η ζεστασιά που άφηνε ο άγνωστος συνεπιβάτης στην χειρολαβή του λεωφορείου ήταν η υπόσχεση μιας χειραψίας· μια ελπίδα ανθρώπινης κοινωνίας· η σπίθα για να χτίσουμε τον κόσμο από την αρχή. Τώρα αυτή η υπόγεια χειρονομία θεωρείται υγειονομική βόμβα και παραδίδεται στους μηχανισμούς της αποστείρωσης.

Η υγεία, έννοια εν πολλοίς ιδεολογικά προσδιορισμένη, εντοπίζεται σήμερα στην πλήρη ατομική απομόνωση. Δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα σε σκληρούς περιορισμούς. Οι περισσότεροι από αυτούς ελάχιστη σχέση έχουν με τη διάδοση του ιού, προκύπτουν περισσότερο ως αυταρχικό αντανακλαστικό απαγόρευσης μιας εξουσίας που σμίλεψαν τα ταμπού της πλατωνικής μεταφυσικής και ο θεολογίζων πουριτανισμός των σωματικών απαγορεύσεων. Οι φύλακες της Πολιτείας και οι πατέρες της θεολογίας, σε πλήρη ταύτιση, διαμόρφωσαν την για αιώνες απέχθεια κάθε ιδεολογίας για την αφή.

Αν τα κινήματά μας μιλούν ακόμα στο όνομα μιας χαμένης (αλλά ζώσας) κοινότητας, αν πιστεύουν ακόμα στην δύναμη της κοινωνικής επιθυμίας, αν διακηρύσσουν την κοινωνικής αυτοοργάνωση ενάντια στη μηχανική του πανοπτικού εργοστασίου, είναι σίγουρο ότι πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στο πρωταρχικό, στον θεμελιώδη κρίκο της ανθρώπινης επαφής. Γιατί αυτός, μέσα στις συνθήκες διαρκούς εξαίρεσης, κινδυνεύει σήμερα να σπάσει.

Ο Μαρξ αναστοχαζόμενος πάνω σε μια φράση του Χέγκελ έγραψε κάποτε, σχολιάζοντας τη δικτατορία του Λοδοβίκου Βοναπάρτη, ότι η ιστορία (όντως) επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα. Η φράση αυτή έχει πολλάκις λειτουργήσει ως καθησυχαστικό ανακουφιστικό: «ό,τι έγινε δεν μπορεί να επαναληφθεί». Κι όμως, με το τραγικό προνόμιο να ζούμε σχεδόν δυο αιώνες αργότερα και με τα γεγονότα του 20ου αιώνα μπροστά στα μάτια μας, η φράση θα πρέπει να διαβάζεται περισσότερο ως προειδοποίηση.

Μήπως η τραγωδία είναι ήδη εδώ και εμείς μάθαμε να την αντιλαμβανόμαστε ως φάρσα; Μήπως οι αρλεκίνοι ηγεμόνες που ορίζουν σήμερα τη μοίρα του κόσμου, ο life style οπτικός ρεαλισμός του τίποτα, η φαρσοκωμωδία της κοινοβουλευτικής οπερέτας και η δήθεν κανονικότητα της αγοραίας τηλεοπτικής ευωχίας, δεν συγκαλύπτουν το ουσιώδες πανδημικό γεγονός: πως κάθε μέρα που περνάει 15 χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από την πείνα, πως κάθε λεπτό που περνάει 30 εκατομμύρια δολάρια περνούν από τους φτωχούς στους πλούσιους, πως το χάσμα ανισοκατανομής του πλούτου είναι το μεγαλύτερο στην παγκόσμια ιστορία, πως σε κάθε χτύπο του ρολογιού 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερο από 2 δολάρια τη μέρα, πως σε κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου μερικές χιλιάδες γεωδαιτικοί δορυφόροι ξέρουν τη θέση σχεδόν κάθε ανθρώπου στον πλανήτη,

μήπως —τελικά— αυτή η φάρσα παρατράβηξε;

Προηγούμενο ΆρθροΊνγκαρ Γιόνσρουντ: «Μια ιστορία δεν είναι τίποτα χωρίς τους χαρακτήρες της»
Επόμενο ΆρθροΡομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα: «Η ποίηση καταστρέφει τα δόγματα»
Η πόλη Κ φιλοδοξεί να είναι ένα σάιτ ποικίλης ύλης για την πολιτική από τα κάτω και την τέχνη, στην εγχώρια και τη διεθνή τους διάσταση. Η συντακτική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τις τέχνες, την πολιτική και κοινωνική θεωρία, και συμμετέχουν σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα . Οι αναζητήσεις της ομάδας εκτείνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των φυλακών, και της αποδόμησης των συστημικών ΜΜΕ και της αστικής δικαιοσύνης Η πόλη Κ είναι ο προορισμός στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Για μας προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας και όλες τις χίμαιρες τις οποίες μπορεί αυτή να εμπεριέχει. Μερικά μονοπάτια προς μια ελευθεριακή ουτοπία θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ιχνηλατήσουμε μέσα από το εγχείρημά μας, με οδηγούς την κριτική πληροφόρηση, τη φαντασία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα ελεύθερο διαδίκτυο.