Αντιφασιστική κουίρ ταινία είδους με ζόμπι ως πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, το μικρού μήκους ντεμπούτο της Βασιλικής Λαζαρίδου, Hopepunk, είναι μια απολαυστικά πολιτική δουλειά.

Μετά την ελληνική της «πρώτη» πριν από μερικές εβδομάδες στη Δράμα προβάλλεται στις 31ες Νύχτες Πρεμιέρας. Μια συνάντηση με την δημιουργό.

Η έντονα πολιτικοποιημένη διάσταση του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας σε σχέση με τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της κινηματογραφικής κοινότητας και τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη με χαροποίησε.

Πώς βίωσες προσωπικά αυτήν τη διάσταση;

Πράγματι, από όλα τα στόματα ανεξαιρέτως ακουγόταν το σύνθημα «Αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη» και διατυπώνονταν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ των πρωτοβουλιών για τα εργασιακά μας δικαιώματα στον κινηματογραφικό κλάδο. Κι αυτό με χαροποίησε.

Από την άλλη -και χωρίς να θεωρώ αυτήν τη διαδικασία ανειλικρινή ή performative-, δεν ξέρω αν μου φτάνει πια προσωπικά. Πρέπει να κάνουμε κάτι πιο δραστικό από το να λέμε δυο λογάκια στα βάθρα ή στις παρέες.

Μήπως όλη αυτή η -σε πολλές περιπτώσεις όψιμη- ένταση στην έκφραση αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη κρύβει κι ένα στοιχείο υποκρισίας ή υπολογισμού;

Αν και σαφώς υπάρχει ένα performative στοιχείο στον ακτιβισμό, ξέρω ότι πολλά από τα άτομα τα οποία σηκώνονται και μιλάνε πρώτα κάνουν πράγματα και όλη την υπόλοιπη χρονιά, όχι μόνο στη διάρκεια κάποιου φεστιβάλ.

Υπάρχει, επομένως, ένα υπόβαθρο. Το γεγονός αυτό με παρηγορεί και με κάνει να είμαι αισιόδοξη και να θέλω να συνεχίσω να συμμετέχω σε πρωτοβουλίες.

Από εκεί και πέρα, και τα «πηγαδάκια» είναι σημαντικά, η ζύμωση δηλαδή η οποία προκύπτει μεταξύ ατόμων μετά από τη δημόσια έκφραση απόψεων.

Σε κάθε περίπτωση, με εξέπληξε ευχάριστα που η φετινή Δράμα ήταν τόσο ανοιχτά πολιτική εξωκινηματογραφικά. Δεν την είχα συνηθίσει -ούτε την ανέμενα- έτσι.

Κι εγώ περίμενα πως φέτος θα ήταν λιγότερο, αλλά τελικά ήταν πολύ περισσότερο. Κι αυτό είναι αισιόδοξο.

Το Hopepunk, το μικρού μήκους φιλμικό σου ντεμπούτο το οποίο έκανε την ελληνική του πρεμιέρα στη Δράμα, είναι βαθιά πολιτική δουλειά.

Πριν, ωστόσο, φτάσουμε σ’ αυτήν και παραμένοντας στο πεδίο της πολιτικής, πόση πολιτική «χωράει», τελικά, στο πλαίσιο ενός Φεστιβάλ που, όσο αξιόλογο κι αν είναι, παραμένει μια θεσμική διοργάνωση;

Μιλώντας για ανθρώπους όπως εγώ και άλλους -είτε συμμετέχουν στην κινηματογραφική κοινότητα είτε όχι- νομίζω ότι γνωρίζουμε μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι θεσμικές διοργανώσεις. Οπότε δεν έχουμε ψευδαισθήσεις.

Όταν ζητάς από έναν θεσμικό φορέα να πάρει θέση για ένα ζήτημα, δεν τον καλείς να πάρει τα όπλα και να βγει στον δρόμο, αλλά να τοποθετηθεί σαφώς για κάτι που αφορά την κοινωνία.

Αν ή όταν, λοιπόν, μια φεστιβαλική διοργάνωση αρνηθεί να κάνει αυτό το ελάχιστο, απογοητεύει όχι μόνο εσένα, αλλά και την ίδια της την Ιστορία.

Γι’ αυτό και είναι τόσο εμφανείς η ματαιοδοξία και η χαζομάρα των ανθρώπων της εξουσίας, όταν μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε παιδιά, σαν να μην είμαστε εργαζόμενοι άνθρωποι που γνωρίζουμε τι συμβαίνει παγκοσμίως και εγχωρίως.

Ήταν εξαιρετικά αλαζονικός και πατερναλιστικός ο τρόπος με τον οποίο ο υφυπουργός Πολιτισμού, Φωτήλας, σας απευθύνθηκε στην τελετή λήξης του φετινού Φεστιβάλ Δράμας.

Ο κόσμος της εγχώριας κινηματογραφικής κοινότητας, παρά τους εσωτερικούς διαχωρισμούς του, συσπειρώνεται εδώ και χρόνια γύρω από έναν σκοπό.

Όταν, λοιπόν, έχεις απέναντί σου ένα κίνημα το οποίο έχει γίνει πανελλαδικό -αν όχι παγκόσμιο- πρέπει να το αντιμετωπίσεις ως κάτι πολιτικό.

Γιούλα Μπούνταλη (αριστερά)/ Reject aka Lex (δεξιά)

Επιστρέφοντας στο Hopepunk, πέρα από πολιτική είναι και μια κουίρ ταινία είδους – πολύ ταλαιπωρημένος όρος κοινωνικά, κινηματικά και κινηματογραφικά. Πώς αντιλαμβάνεσαι το κουίρ σινεμά προσωπικά;

Οι όροι έχουν «θολώσει», κι αυτό είναι σημείο των καιρών.

Κουίρ σινεμά είναι αυτό που με έχει διαμορφώσει ως παιδί και με έχει μεγαλώσει ως κουίρ άτομο.

Με βάση τη συγκεκριμένη ανάγνωση των φιλμ διαμορφώνεται η οπτική ατόμων όπως εγώ ακόμα και των χολιγουντιανών ταινιών ανεξαρτήτως των αρχικών προθέσεων των ταινιών αυτών.

Είναι ένας πολύπλοκος όρος που υποκλέπτει από τις βιομηχανίες μικρά στοιχεία, τα οικειοποιείται και τα μετατρέπει σε σινεμά άλλου είδους. Ο κινηματογράφος του Γουότερς και του Αράκι είναι από τις σημαντικές αναφορές μου.

Υπάρχουν κι άλλες αναφορές που σου έδωσαν κατευθύνσεις τόσο στο επίπεδο της θέασης όσο και -κατόπιν- της δημιουργίας φιλμ;

Αυστηρά μιλώντας, θα μπορούσα να σου απαριθμήσω δέκα αναφορές.

Από τις πιο εμφανείς, για παράδειγμα το σινεμά του Κάρπεντερ ή του Σκορσέζε, μέχρι μικρές ανεξάρτητες αμερικανικές παραγωγές τις οποίες έβλεπα μικρή κρυφά.

Το Bound των αδερφών Γουατσόφσκι, για παράδειγμα, είναι, για μένα, πολύ κουίρ σινεμά, ένα subversive κινηματογραφικό «διαμάντι».

Παρακολουθώντας τέτοιες ταινίες άνοιξαν σύμπαντα μέσα μου.

Με την πάροδο του χρόνου και με τη συνδρομή μιας ομάδας ανθρώπων -το γύρισμα φιλμ είναι, άλλωστε, στην Ελλάδα πάντα μια συλλογική περιπέτεια- κατόρθωσες να συγκροτήσεις ένα άρτια κινηματογραφημένο σύμπαν.

Θα ήθελα να μου μιλήσεις για την παραγωγή του Hopepunk.

Όταν είσαι ταυτόχρονα σκηνοθέτις και σεναριογράφος, καμιά φορά δεν μπορείς να δώσεις εξ αρχής το στίγμα σου στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι. Απαιτείται ζύμωση, τριβή και καλοί συνεργάτες – τους οποίους έχω.

Το πρώτο θετικό feedback ότι αυτό το σύμπαν είναι ολοκληρωμένο το αποκόμισα ήδη από το στάδιο του σεναρίου. Είχε βάθος, επίπεδα και συμβολισμούς, μού μετέφεραν. Κι επειδή μου μεταφέρθηκε, μπόρεσα να το δουλέψω στη συνέχεια περισσότερο.

Αν, όμως, η ομάδα των παραγωγών (Μαρία Δρανδάκη, Φαίδρα Βόκαλη, Κυβέλη Short, Marie-Gabrielle Peaucelle) δεν πίστευε από την αρχή πως αυτό το σεναριακό συνονθύλευμα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι εντυπωσιακό, δε θα κατέβαλλε ούτε το ένα δέκατο από την προσπάθεια την οποία κατέβαλλε.

Η βασική καινοτομία στο work process ήταν, άρα, ότι μπορούσα να πάρω feedback οποτεδήποτε μου χρειαζόταν.

Χρήστος Σύλλας, Γιούλα Μπούνταλη

Το Hopepunk αποπνέει και κέφι και χιούμορ. Είναι το τελευταίο αρχή για σένα;

Το πρώτο μου μέλημα είναι να περνάμε καλά.

Aυτό δε σημαίνει, ωστόσο, πως έλειψαν οι τριβές ή τα λάθη. Το ζήτημα για μένα και για το μέλλον, σε όποια δουλειά κάνω, είναι να τα βλέπουμε, να τα διορθώνουμε και κατόπιν να γελάμε μ’ αυτά.

Στη διαδικασία της επιδιόρθωσης με ακολούθησαν όλοι οι συνεργάτες και οι συνεργάτριες και μου επέτρεψαν να την πραγματοποιήσω όπου χρειαζόταν.

Ως όρος, το «hopepunk» σε τι αναφέρεται;

Αντιστέκεται στη ματαίωση του μηδενισμού προτάσσοντας τη συλλογική διαχείριση και του πιο βαθέος σκοταδιού.

Αντιστέκεται, όμως, και στη βάναυση ελπίδα του νεοφιλελευθερισμού. Εκεί υπεισέρχεται το πανκ στοιχείο.

Ζεις στο τώρα -εν προκειμένω το τώρα της πόλης- και η Ιστορία σου είναι ένα projection τού τώρα. Αυτό με ενδιαφέρει και κινηματογραφικά και ψυχοθεραπευτικά, γι’ αυτό και η ταινία εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας ημέρας.

Το βίωμα, η έννοια, η συνθήκη της κοινότητας που αναδεικνύονται μέσα από την ταινία σου αναδύοναι μέσα και από άλλα φιλμ της φετινής εγχώριας «μικρομηκάδικης» παραγωγής.

Όταν ακούνε τον όρο «κοινότητα», οι άνθρωποι σκέφτονται κάτι ουτοπικό.

Για μένα, η κοινότητα εμπεριέχει ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται στο ίδιο μέρος την ίδια στιγμή βιώνοντας κοινά πράγματα ανεξαρτήτως της θέσης που κατέχουν.

Πολλές φορές, λοιπόν, μπορεί να είμαι «κοινοτική» με ανθρώπους με τους οποίους δε βρισκόμαστε στην ίδια θέση, αλλά κάτι μας συνδέει. Όλα συμβαίνουν παράλληλα: το μίσος, η αγάπη, η σύνδεση, η αποσύνδεση.

Και ο αντιφασισμός, που διατρέχει το Hopepunk, με (όχι συμβατικούς) κινηματογραφικούς όρους.

Για μένα ήταν αυτονόητη επιλογή. Ελπίζω να ήμουν σαφής, αλλά όχι εξόφθαλμα σαφής.

Πάντα προσπαθώ να τονίσω ότι τα μονοπάτια της σκέψης μας είναι συμβατικά, αν δεν τα σπρώξουμε παραπέρα.

Οπότε, η έννοια της «κανονικότητας» στην καθημερινότητα έχει αποτελέσει φρίκη για πολλούς ανθρώπους όπως εγώ. Είναι, επομένως, πολύ δύσκολο να μην την αναδείξουμε ως τέτοια. Από αυτή τη συνειδητοποίηση προκύπτει η πολιτικότητα της ταινίας.

Δεν είναι τυχαίο πως όσα θεωρούνται «κανονικά» μάς βγάζουν από τα ρούχα μας σε όλο τον κόσμο.

Εντός ενός κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που από τη μία αφομοιώνει και εμπορευματοποιεί ΛΟΑΤΚΙ+ καλλιτεχνικές εκφράσεις/διεκδικήσεις και από την άλλη αντιμάχεται τη ριζοσπαστικοποίησή τους, πώς φαντάζεσαι ότι θα πλοηγηθείς στο μέλλον ως άνθρωπος, πολιτικό υποκείμενο και καλλιτέχνις;

Μιλώντας ως θεατής, για μένα το κουίρ σινεμά διαχωρίζεται από γκέι και το λεσβιακό. Αν μια ταινία «τσιγκλάει» το κουίρνες μου, είναι κουίρ σινεμά. Αν αυτό δε συμβαίνει, τότε -για μένα- δεν είναι.

Οι καταβολές μου είναι πολύ DIY, τόσο όσον αφορά στα τέχνες όσο και σε σχέση με την ακαδημαϊκή μου πορεία.

Η πορεία αυτή δεν είναι ευθεία ακριβώς γιατί δεν μπορώ να συγκρουστώ απευθείας με όσα περιγράφεις. Μπορώ, όμως, να συγκρουστώ με ελιγμούς. Αυτό έχω μέχρι στιγμής κάνει, και φαίνεται να μου έχει πάει καλά.

Έχω, λοιπόν, πίστη ότι μπορώ να κάνω subversive πράγματα διά της τεθλασμένης, από το πώς γράφω το σενάριo μέχρι το πώς μιλάω για την ταινία όταν έρθει η ώρα.

Κάτι κρύβω, κάτι δίνω και πρoσπαθώ να συγκρουστώ, αλλά με τους δικούς μου όρους, γιατί με τους δικούς τους δε θα κερδίσω ποτέ.

Υποστηρίζεις παθιασμένα και συγκροτημένα αυτό το οποίο κάνεις, γεγονός χρήσιμο και ωφέλιμο προς όλες τις κατευθύνσεις. Κερδίζει «πόντους» το φιλμ σου έτσι.

Παρόλο που πρόκειται για μια «all over the place» δουλειά, είναι πολύ προσωπική γιατί είμαι εγώ μέσα από διάφορα κεκαλυμμένα παιχνίδια.

Μπορώ να την εξηγήσω και να την «προωθήσω» εύκολα επειδή πριν από αυτό μπόρεσα να εξηγήσω τον εαυτό μου, κάτι το οποίο έμαθα μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Ευχαριστώ την Βασιλική Λαζαρίδου για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.

Η μικρού μήκους ταινία της Βασιλικής Λαζαρίδου Hopepunk εκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο BFI Flare London LGBTQIA+ Film Festival και την ελληνική στο Εθνικό Διαγωνιστικό του 48ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Επόμενος σταθμός της, οι 31ες Νύχτες Πρεμιέρας,όπου προβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού των Ελληνικών Μικρών Ιστοριών (Παρασκευή 3 Οκτωβρίου, κινηματογράφος Άστορ, 17:00).