Μια ομάδα βετεράνων των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία συναντιούνται στο πλαίσιο ενός εργαστηρίου δραματοθεραπείας προσπαθώντας να επουλώσουν τα τραύματά τους στο συγκλονιστικό αντιπολεμικό ντεμπούτο μυθοπλασίας του Βόσνιου σκηνοθέτη Alen Drljević Οι άντρες δεν κλαίνε.
Η ταινία του προβάλλεται την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα στο πλαίσιο της παρουσίασης του δεύτερου τεύχους του αναρχικού περιοδικού Antipolitika. Συζητώντας με τον ιδιαίτερα αγαπητό σκηνοθέτη.
Το ντεμπούτο σου μυθοπλασίας τιτλοφορείται Οι άντρες δεν κλαίνε. Παραμένει θέμα «ταμπού» ή αποτελεί ένδειξη αδυναμίας για έναν άντρα στη Βοσνία να κλαίει, ιδίως αν πρόκειται για βετεράνο του πολέμου;
Δε θα έλεγα ότι πρόκειται για ταμπού, αλλά δεν είναι καθόλου συνηθισμένο.
Η κυρίαρχη αντίληψη εξακολουθεί να είναι πως οι άντρες πρέπει να είναι δυνατοί, αναμένεται να υπερασπίζονται την τιμή τους, να τιμούν την οικογένειά τους, την εθνότητα και το κράτος.
Το να κλαις ή να εκφράζεις τα συναισθήματά σου επιφυλάσσεται για τις γυναίκες και τα παιδιά, όχι για τον πατριαρχικό και macho Βαλκάνιο- κι όχι μόνο τον Βόσνιο.
Αλλά, ασφαλώς, είναι μια μη ρεαλιστική κατασκευή. Είδα πολλούς να κλαίνε, ιδίως βετεράνους του πολέμου.
Η αρχική σου σκέψη ήταν να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ, αν δεν κάνω λάθος.
H αρχική ιδέα ήταν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για το θέμα, γιατί υπάρχουν πραγματικά εργαστήρια για τους βετεράνους του πολέμου από τις διάφορες αντιμαχόμενες πλευρές.
Πήγα, λοιπόν, σε ένα από αυτά, στο πλαίσιο της διεξαγωγής έρευνας για το ντοκιμαντέρ. Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο ως στρατιώτης του βοσνιακού στρατού.
Μετά από μόνο λίγες ώρες, ωστόσο, η ατμόσφαιρα με συνεπήρε τελείως και ξέχασα τα περί ντοκιμαντέρ. Νόμιζα πως ο πόλεμος ήταν ένα γεγονός που είχε συμβεί πολύ παλιά κι ήταν ένα «κεφάλαιο» της ζωής μου που είχε κλείσει.
Συνειδητοποίησα, όμως, ότι είχα τόσα άλυτα ζητήματα βαθιά μέσα μου κι αυτό το εργαστήρι είχε πραγματικά καθαρτική επίδραση πάνω μου.
Μιλώντας έπειτα με τους παραγωγούς, την Γιάσμιλα Ζμπάνιτς και τον Ντάμιρ Ιμπραχίμοβιτς, συμπεράναμε πως πρόκειται για σημαντικό ζήτημα που πρέπει να προσεγγιστεί μυθοπλαστικά.
Ένιωσες ότι το θέμα του πολέμου και των τραυμάτων που συσσώρευσε ήταν υπερβολικά απαιτητικό κι η ευθύνη σου απέναντί του ήταν κάτι δύσκολο να διαχειριστείς υπό την έννοια της κατασκευής μιας αφήγησης και της σκηνοθεσίας μιας ταινίας;
Υπήρχε κάτι βαθιά μέσα μου που με οδήγησε στο να κάνω την ταινία. Μια ανάγκη. Αυτός ήταν ο πιο σημαντικός λόγος. Ήξερα ασφαλώς πως δε θα ήταν εύκολο να συνθέσω μια ιστορία και πάντοτε ελλόχευε ο κίνδυνος να προκύψει κάτι παθητικό.
Το εργαστήρι ήταν απλώς μια βάση. Οι χαρακτήρες βασίζονταν σε πραγματικά πρόσωπα, ενώ και κάποιοι από τους ηθοποιούς είχαν εμπειρία από τον πόλεμο.
Στο φιλμ συμμετείχαν, εξάλλου, και ορισμένοι πραγματικοί βετεράνοι πολέμου κι αυτό ήταν σημαντικό και για εκείνους και για τους ηθοποιούς.
Άντλησες στοιχεία κι από τη δικιά σου εμπειρία, τις δικές σου μνήμες από τον πόλεμο;
Υπάρχουν πολλά στοιχεία και από τη δικιά μου εμπειρία. Σε όλους τους χαρακτήρες υπάρχει κάτι από μένα. Είναι κατ’ αρχήν ένα φιλμ για την κατανόηση του άλλου, όχι για την αλήθεια ή τη συμφιλίωση.
Και για την ενσυναίσθηση, μέχρι να φτάσεις σε κάποιο επίπεδο κατανόησης του άλλου. Όλοι οι χαρακτήρες, εξάλλου, έχουν ελαττώματα, είναι ευάλωτοι και παραμένουν ανθρώπινοι μέχρι το τέλος της ταινίας. Δεν πέφτεις, πάντως, στην παγίδα να πάρεις την οποιαδήποτε θέση. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν αυτό;
Το είπες κι εσύ. Η ενσυναίσθηση είναι το πρώτο βήμα για την κατανόηση. Αν δεν υπάρχει, δεν μπορείς να καταλάβεις τον άλλο, δεν μπορείς να τον νιώσεις ως άνθρωπο.
Προσπαθώ να βιώνω ενσυναίσθηση για όλους τους χαρακτήρες. Γι’ αυτό και δεν παίρνω θέση. Είμαστε όλοι ευάλωτοι κι εύκολοι στο να χειραγωγηθούμε, ιδίως σε καιρό πολέμου. Oι πιο πολλοί από αυτούς ήταν νέοι. Κι εγώ νέος ήμουν.
Πόσο νέος; Μεγαλύτερος από 20;
Ήμουν 22. O γιος μου είναι τώρα 22. Δεν μπορώ να τον δω στο πλαίσιο ενός πολέμου. Είναι μια φρικτή σκέψη.
Είδε την ταινία σου;
Βεβαίως. (Γέλια)
Είναι ένα θαυμάσια «ενορχηστρωμένο» φιλμ. Αισθάνθηκες σαν μαέστρος μιας ορχήστρας ή επρόκειτο περισσότερο για μια συλλογική εμπειρία;
Υπήρξε μια πραγματικά συλλογική εμπειρία. Συναντηθήκαμε με τους ηθοποιούς ένα χρόνο πριν τα γυρίσματα επί τρεις μέρες στο ίδιο θέρετρο μαζί με έναν δραματοθεραπευτή.
Τον υπόλοιπο χρόνο διατηρήσαμε επαφή μιλώντας για την εμπειρία μας και πριν την κινηματογράφηση περάσαμε άλλες δέκα μέρες και πάλι μαζί με τον ίδιο θεραπευτή. Ήμασταν όλοι απολύτως μέσα στην ιστορία.
Άλλωστε, οι ηθοποιοί προέρχονταν από όλες τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Τα γυρίσματα στο ξενοδοχείο διήρκεσαν δεκαοκτώ μέρες, κατά τις οποίες ήμασταν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Τα γυρίσματα ήταν η καθημερινότητά μας.
Η τελευταία σκηνή αποπνέει μια ήρεμη, καθαρτήρια αισιοδοξία, αν και με υπαινικτικό τρόπο. Έτσι νιώθεις κι εσύ σχετικά με το μέλλον της περιοχής ή της βοσνιακής κοινωνίας, δεδομένων της αστάθειας, των δυσκολιών και των προβλημάτων που κυριαρχούν επί του παρόντος;
Ζούμε σε πραγματικά δύσκολους καιρούς, ίσως τους πιο δύσκολους μετά τον πόλεμο. Κι όχι μόνο στη Βοσνία.
Γι’ αυτό κι αναφέρομαι στην ευρύτερη περιοχή.
Μόνο στην ευρύτερη περιοχή; Σε όλη την Ευρώπη. Το τέλος του φιλμ είναι ανοιχτό, ξέρεις.
Στη φεστιβαλική της πρεμιέρα στο Σαράγεβο το 2017, όπου την παρακολούθησα, η ταινία σου έγινε δεκτή με standing ovation. Πέρα από αυτό, πώς ήταν η πρόσληψή της στη Βοσνία;
Καλύτερη από ό,τι περίμενα. Νόμιζα πως οι απόψεις θα ήταν περισσότερο διχασμένες. Είμαι ικανοποιημένος που έλαβε το βραβείο νεολαίας. Υπήρξε πολύ μεγάλη έκπληξη για μένα, γιατί δεν ήμουν σίγουρος πώς θα αντιδρούσε το νεανικό κοινό.
Αυτός ίσως ήταν ο κύριος λόγος που δε θέλαμε να πούμε την αλήθεια.
Το πιο μεγάλο πρόβλημα με τις περισσότερες ταινίες εδώ είναι ότι θέλουν να μας πουν την αλήθεια. Δε νομίζω πως πρέπει να κάνουν αυτό. Γνωρίζω την αλήθεια, δε θέλω να την πω.
Θέλω να εγείρω ένα ερώτημα, ώστε οι άνθρωποι να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις δικιές τους αλήθειες. Νομίζω ότι το πετύχαμε.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε μέσω Skype στις 6 Σεπτεμβρίου του 2017.
Η πρώτη δημοσίευσή της έγινε στο μπλογκ Εναντιοδρομίες. Αναδημοσιεύεται εδώ ελαφρώς επικαιροποιημένη.
Η ταινία του Alen Drljević Οι άντρες δεν κλαίνε προβάλλεται την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 20:00, στο πλαίσιο της παρουσίασης του δεύτερου τεύχους του αναρχικού περιοδικού από τα Βαλκάνια Antipolitika.
Διοργάνωση: μπλογκ Our Baba doesn’t say fairy tales.