Κουβεντιάζοντας με την Ιταλίδα ντοκιμαντερίστρια Αντέλε Τούλι, το φιλμικό δοκίμιο της οποίας πάνω στην ετεροκανονικότητα και την κοινωνική κατασκευή του φύλου Νορμάλ προβάλλεται σε ελληνική πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στις 4 και 5 Μαρτίου.
Είναι το Νορμάλ, το «χορογραφημένο» φιλμικό σου δοκίμιο πάνω -ως επί το πλείστον- στην ετεροκανονικότητα και την κοινωνική κατασκευή του φύλου, μια συνέχιση των ακαδημαϊκών, ανθρωπολογικών και -υποθέτω- κοινωνικών ενδιαφερόντων σου;
Ναι, στην πραγματικότητα το Νορμάλ είναι ένα φιλμ που ξεκίνησα να αναπτύσσω ως τμήμα ενός διδακτορικού βασισμένου στην πρακτική στο Πανεπιστήμιο Roehampton του Λονδίνου, το οποίο εστίαζε στην εξερεύνηση της ανατρεπτικής δυνατότητας του φιλμ ως μέσου και της ικανότητάς του να αμφισβητεί τους κυρίαρχους πολιτισμικούς κώδικες που σχετίζονται με το φύλο και τη σεξουαλικότητα.
Και ναι, και η ακαδημαϊκή και η δημιουργική δουλειά μου είναι ουσιωδώς βασισμένες στη φεμινιστική πολιτική και πρακτική, επομένως ο διαχωρισμός ανάμεσα στην έρευνα, τον ακτιβισμό και την πολιτισμική παραγωγή είναι πολύ θολός.
Στρέφεις το βλέμμα και την κάμερά σου προς τις καθημερινές πράξεις, εκδηλώσεις, τελετουργίες και σκηνές, χρησιμοποιώντας μακρά στατικά πλάνα χωρίς κανένα σχολιασμό. Υπαγορεύτηκε αυτή η επιλογή από την προσέγγισή σου στο ντοκιμαντέρ, γενικότερα;
Όχι γενικά, νομίζω ότι υπαγορεύτηκε από αυτή τη δουλειά συγκεκριμένα. Η πρόθεσή μου με αυτή την ταινία ήταν να αρθρώσω ένα στοχασμό πάνω στον αντίκτυπο των κανονικοτήτων του φύλου στη ζωή μας. Ένα στοχασμό με ανοιχτό τέλος, αφοσιωμένο στο να διαλεχθεί με τους θεατές, όχι να τους παράσχει απαντήσεις και κλειστά νοήματα. Δεν ήθελα το φιλμ να έχει ένα ακαδημαϊκό, διδακτικό ή παιδαγωγικό τόνο. Ήθελα να είναι μια ανοιχτή και στοχαστική οπτικοακουστική εμπειρία.
Μια εμπειρία που, μέσω ενός πεδίου συμβιοτικών συνδέσεων και συνειρμών και χωρίς καθόλου λεκτική και κειμενική γλώσσα να σχολιάζει τις εικόνες, αποσκοπεί στο να παραγάγει μια αίσθηση αποξένωσης και σύγχυσης στο να κοιτάζεις το συνηθισμένο, που να δίνει το περιθώριο στην αμφισβήτησή του.
Ουσιαστικά, πρόθεση της ταινίας ήταν να αντικρίσει το καθημερινό θέαμα της κανονικότητας του φύλου μέσω μιας ελαφρώς αφύσικης οπτικής, μετατρέποντας εν τέλει το οικείο ή «φυσιολογικό» σε κάτι ανοίκειο και ανησυχαστικό. Με αυτή την έννοια, αντανακλά τη γενικότερη προσέγγισή μου στο ντοκιμαντέρ, το οποίο νομίζω πως μπορεί -και πρέπει- να αμφισβητεί και να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως πρόβλημα αντί απλά να την αναπαράγει.
Σε ποιο βαθμό είχαν τα υποκείμενά σου επίγνωση ότι κινηματογραφούνταν και σε ποιο βαθμό είναι η πραγματικότητα που αποτυπώνεται αντιπροσωπευτική της κυρίαρχης νοοτροπίας στη σύγχρονη ιταλική κοινωνία; Θα έλεγες επίσης πως η κατάσταση είναι παρόμοια όπου η πατριαρχία έχει το πάνω χέρι;
Οι άνθρωποι που κινηματογραφούνται έχουν πάντα επίγνωση της παρουσίας της κάμερας. Συχνά, οι σκηνές αποτυπώνουν δημόσιες εκδηλώσεις όπου ήταν παρόντα τηλεοπτικά συνεργεία, καθώς και συνεργεία από μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η ταινία επινοήθηκε ως ένα καλειδοσκοπικό μωσαϊκό σκηνών γυρισμένων σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις: σε γυμναστήριο ή σε παραλία, σε ντίσκο, σε λούνα παρκ, σε δημόσια πάρκα, σε κέντρα ομορφιάς και εκκλησίες.
Όλες, όμως, αυτές οι φαινομενικά ασύνδετες σκηνές διατηρούν την ενότητά τους μέσω της ιδέας του στοχασμού πάνω στα κυρίαρχα στάνταρ και τις προσδοκίες που συνδέονται με το φύλο, και πώς αυτές επιδρούν στη ζωή μας, επηρεάζοντας τις χειρονομίες, τις επιθυμίες, τις συμπεριφορές και τις φιλοδοξίες μας.
Το φιλμ, λοιπόν, εκ προθέσεως εστιάζει, στις κυρίαρχες νόρμες του φύλου, που νομίζω ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα. Είναι γυρισμένο στην Ιταλία γιατί εδώ μεγάλωσα, κι έχω μια προσωπική σύνδεση με τη χώρα και μια βαθύτερη κατανόηση της κοινωνικής και πολιτισμικής δυναμικής της.
Νομίζω, όμως, ότι η ταινία μπορεί να επικοινωνήσει με ένα διεθνές κοινό, επειδή στην τελική στοχάζεται πάνω στο πώς οι κοινωνικές νόρμες, τα στάνταρ και οι προσδοκίες επηρεάζουν τη ζωή μας.
Πώς αξιολογείς την τρέχουσα κατάσταση της παραγωγής ντοκιμαντέρ στην Ιταλία, δεδομένης της ανόδου της Ακροδεξιάς στην εξουσία; Πώς εξασφαλίζεις χρηματοδότηση σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο και ποιες είναι οι προοπτικές εμπορικής κυκλοφορίας ενός φιλμ όπως το δικό σου;
Η παραγωγή ντοκιμαντέρ στην Ιταλία πάντα έδινε αγώνα ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, γιατί εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ένα μη μέινστριμ είδος και λαμβάνει λιγότερη χρηματοδότηση και πιο περιορισμένη διανομή συγκριτικά με το σινεμά μυθοπλασίας, παρά τη διεθνή φεστιβαλική επιτυχία πολλών ιταλικών ντοκιμαντέρ.
Στην περίπτωσή μου, νιώθω ότι υπήρξα πολύ τυχερή που συνάντησα τους παραγωγούς μου Laura Romano, Luca Ricciardi, Valeria Adilardi και Mauro Vicentini που πρόσφατα ίδρυσαν την εταιρεία FilmAffair, γιατί υποστηρίζουν φορμαλιστικά πειραματικά, τολμηρά και πολιτικά πρότζεκτ, τα οποία αντιμετωπίζονται ως «δύσκολα» στη χρηματοδότηση.
Ξεκινήσαμε με μια πολύ μικρή καλλιτεχνική υποτροφία και σταδιακά καταφέραμε να βρούμε συνεργάτες όπως το AAMOD, το Οπτικοακουστικό Αρχείο του Δημοκρατικού και Εργατικού Κινήματος, και το Istituto Luce Cinecittà, το οποίο παρήγαγε από κοινού την ταινία. Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε επίσης το γεγονός πως κερδίσαμε το χρηματικό βραβείο του Eurimages Lab Project Award και η υποστήριξη του RAI Cinema.
Το ντοκιμαντέρ της Αντέλε Τούλι Νορμάλ προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τη Δευτέρα 4 (αίθουσα Ολύμπιον, 16:00) και την Τρίτη 5 Μαρτίου (αίθουσα Φρίντα Λιάππα, 18:30).