«Αντίδοτο» στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, το ελεγειακό, ποιητικό μυθιστόρημα του Βέλγου Αντουάν Γουοτέρς, Μαχμούντ ή Η Άνοδος της στάθμης των υδάτων, καταπιάνεται με την αγάπη, την μνήμη, την ποίηση και την απώλεια.
Πρωταγωνιστής του ο Μαχμούντ, ένας ηλικιωμένος Σύρος ποιητής που βουτά στα νερά μιας αχανούς λίμνης ξαναβλέποντας την ζωή του και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Συνομιλώντας με τον συγγραφέα.
«Οι σκέψεις μου πηγαίνουν στον σκηνοθέτη Omar Amiralay, του οποίου τα ντοκιμαντέρ για το φράγμα της Τάμπκα με σημάδεψαν βαθιά, με έθρεψαν και με ενέπνευσαν», γράφεις στην εισαγωγή του βραβευμένου τέταρτου μυθιστορήματός σου, Μαχμούντ ή Η Άνοδος της στάθμης των υδάτων.
Εξαιτίας αυτής της κινηματογραφικής σύνδεσης αποφάσισες για πρώτη φορά να ασχοληθείς με τον πόλεμο στην Συρία τόσο σε μυθοπλαστικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο;
Χωρίς το έργο του Omar Amiralay, δε θα είχα γράψει το ίδιο βιβλίο.
Ήταν το ντοκιμαντέρ του, A Flood in Baath Country, που με ενέπνευσε να συνθέσω τον χαρακτήρα του Mαχμούντ και με έκανε να θέλω να γράψω ένα «υδάτινο» βιβλίο, μια «βουτιά» στην Ιστορία της Συρίας και την μνήμη ενός ηλικιωμένου άντρα.
Επί μήνες, διάβαζα πολλά για την χώρα, είχα συγκεντρώσει πολλά έγγραφα, αλλά τα αφηγηματικά μου κομμάτια ήταν πολύ διαφορετικά.
Αφού, όμως, είδα τα ντοκιμαντέρ του, είπα στον εαυτό μου:
«Θα μπορούσες να γράψεις ένα βιβλίο που θα διαδραματιζόταν αποκλειστικά γύρω από αυτή την λίμνη.
Σε τελική ανάλυση, αυτό το φράγμα, αυτή η εικόνα κατάρρευσης, αυτό το παρελθόν που καλύπτεται από μια σειρά βίαιων πράξεων, όλα αυτά συνοψίζουν πολύ καλά την κατάσταση και την πολιτική της φατρίας του αλ Άσαντ».
Με αυτόν τον τρόπο, περιορίζοντας το εύρος του βιβλίου σε μια πολύ συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, είχα την αίσθηση μεγαλύτερης ελευθερίας.
Αντί να στρέφω την κάμερά μου προς όλες τις κατευθύνσεις, βρέθηκα να κινηματογραφώ όχι χώρους, αλλά χρονικά επίπεδα, στρώσεις, θαμμένα συναισθήματα.
Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που θα μπορούσε να διαβαστεί δύο φορές:
Ως ιστορικό και τεκμηριωμένο ντοκουμέντο κι ως ένα κείμενο που μας μιλάει από την εποχή της αφήγησης και της ποίησης, για να μας κάνει λιγότερο αδιάφορους απέναντι σε όσα συμβαίνουν σε αυτήν την περιοχή. του κόσμου.
Ο Μαχμούντ Ελμάσι, ο κύριος αφηγητής και πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός σου, είναι ένας ηλικιωμένος ποιητής συριακής καταγωγής που αναλογίζεται την ζωή του ενώ βουτά στα απέραντα νερά της λίμνης Άσαντ.
Γιατί είναι ποιητής και πώς συνδέεσαι προσωπικά με την ποίηση;
Μου άρεσε η ιδέα τού να είναι ποιητής, γιατί η ποίηση είναι ένας θαυμάσιος τρόπος να αφηγηθεί κάποιος την Ιστορία διαφορετικά, να αντικρούσει τις δημοσιογραφικές ιστορίες και την λογική των «ειδήσεων».
Η ποίηση, όταν μας μιλάει, μας αγγίζει βαθιά. Μας αφήνει ζωντανές εντυπώσεις και αναμνήσεις.
Μου άρεσε που ο χαρακτήρας, ο Μαχμούντ, ήταν λίγο πολύ στην ηλικία της Συρίας και ότι οι μεγάλες στιγμές της ζωής του συνέπεσαν με εκείνες της χώρας του.
Στα περισσότερα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι ποιητές φυλακίζονται επειδή η φωνή τους προκαλεί φόβο. Όπως πολλοί Σύροι ποιητές, έτσι κι ο Μαχμούντ βίωσε την φυλακή.
Αρχικά ήταν ένας δάσκαλος ο οποίος ακολουθούσε όσα υπαγόρευε το καθεστώς και μετά προέβη σε μια πράξη διαφωνίας, τολμώντας να γράψει αυτό που πραγματικά είχε βαθιά μέσα του.
Προσωπικά, είμαι πεπεισμένος ότι η ποίηση μπορεί να μας βοηθήσει να ξαναβρούμε μια αίσθηση συμπόνιας και μια μορφή αδελφοσύνης.
Είναι μια πρωτότυπη λέξη, μια λέξη που μας συνδέει με τους άλλους, και επομένως έχει καίρια σημασία στις ταραγμένες στιγμές της ιστορίας μας.
Το υδάτινο στοιχείο κυριαρχεί στην αφήγηση. Λόγω της αρχέγονης, ακόμη και αρχαϊκής του ποιότητας, που μας επιστρέφει στις απαρχές μας;
Το νερό είναι εδώ σαν το αμνιακό υγρό, ο τόπος της παιδικής ηλικίας, των χαρούμενων ωρών. Είναι, όμως, κι αυτό που καλύπτει και κάνει απρόσιτη αυτή την περασμένη ευτυχία. Είναι ένα διφορούμενο στοιχείο.
Βουτώντας, ο Μαχμούντ μπορεί να δει ξανά το παιδικό του σπίτι, ν’ αγγίξει την οροφή του μιναρέ του παλιού τζαμιού.
Από την άλλη, πρέπει να διακόπτει συνεχώς τις βουτιές του και να παίρνει ανάσες όταν επιστρέφει στην επιφάνεια.
Εν ολίγοις, ο Μαχμούντ είναι ένας άνθρωπος διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία να μη βλέπει πια τίποτα από το παρόν, τον πόλεμο και την βία του και την ανάγκη να συμβιβαστεί μαζί του.
Το να ζεις σημαίνει το να πρέπει να βγαίνεις στην επιφάνεια πιο συχνά από όσο θα ήθελες, σωστά;
Είμαι επίσης πολύ ευαίσθητος απέναντι στις απλές εικόνες, με την έννοια ότι πιστεύω πως όσο πιο απλή είναι μια εικόνα, τόσο πιο πιθανό είναι να μας στοιχειώσει.
Τίποτα δεν εξέφραζε καλύτερα την σχέση μας με τον χρόνο και την μνήμη από αυτό το χωριό, το θαμμένο κάτω από το νερό μετά την κατασκευή του φράγματος της Τάμπκα.
Όλοι έχουμε εκατοντάδες αναμνήσεις κάτω από την «βάρκα» του παρόντος. Κι αυτές οι αναμνήσεις μάς καλούν, μάς μιλάνε.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: πόσο μακριά μπορούμε να βουτήξουμε χωρίς να χαθούμε στο παρελθόν; Πόσο μακριά είναι δυνατόν να θυμηθούμε, χωρίς το παρελθόν να μας φυλακίσει και να καταστήσει κάθε παρόν αδύνατο;
Νομίζω ότι αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα στο βιβλίο.
«Γηρατειά είναι να γίνεσαι το παιδί που κανείς δε βλέπει πια», αναλογίζεται ο Μαχμούντ. Με ποια έννοια τα γηρατειά και η παιδική ηλικία επικαλύπτονται;
Υπάρχει ένα πεδίο, νομίζω, όπου η παιδική ηλικία και τα γηρατειά αγγίζονται.
Ένας από τους παππούδες μου, που πέθανε από την νόσο του Αλτσχάιμερ, είχε χάσει την μνήμη των ονομάτων μας κι ένα ολόκληρο μέρος της ζωής του, αλλά θυμόταν τέλεια τα παιδικά του χρόνια και τα μέρη όπου μεγάλωσε.
Στο τέλος της ζωής του έμοιαζε με ένα παιδί χαμένο στο σώμα ενός ηλικιωμένου, ένα παιδί που κανείς δεν το έβλεπε πια ως τέτοιο, παρόλο που ήταν φανερό ότι είχε μείνει ή ήταν ένα. Φεύγουμε ποτέ από την χώρα της παιδικής ηλικίας; Δεν το ξέρω.
Είμαι, όμως, βέβαιος πως αυτό που οι γιατροί μας επιμένουν να αποκαλούν «λήθη», «Αλτσχάιμερ», ή ακόμα και «κενά μνήμης», δεν είναι ίσως τίποτα άλλο από μια άλλη μορφή μνήμης:
Eξαιρετικά προσανατολισμένη και επιλεκτική, αλλά -παρ’ όλα αυτά- μνήμη.
«Για να γράψεις θέλει τρέλα και πίστη», καταλήγει αλλού, και συνεχίζει: «Η γραφή σαν μια βάρκα ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη». Θα ήθελες να αναλύσεις αυτούς τους βαθείς ορισμούς της συγγραφικής διαδικασίας;
Ζούμε σε έναν τρελό κόσμο, έναν κόσμο εξαιρετικής ταχύτητας όπου οι πληροφορίες ρέουν χωρίς να αφήνουν ίχνη. Τα βιβλία που γράφουμε δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα: μόλις κυκλοφορήσουν, τα αντικαθιστούν άλλα, που τα σπρώχνουν στην λήθη.
Επομένως, υπάρχει ένα τρελό στοίχημα στο να συνεχίσουμε να γράφουμε γνωρίζοντας ότι η διάρκεια ζωής των βιβλίων μας είναι τόσο περιορισμένη.
Αλλά η πίστη μου είναι να το κάνω ούτως ή άλλως, υποθέτοντας πως τα βιβλία παρακάμπτουν αυτή την ταχύτητα και μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε τον κόσμο διαφορετικά, με μια εντελώς διαφορετική σχέση με τον χρόνο.
Το να γράφεις σημαίνει να είσαι σαν τον Μαχμούντ, εγκατεστημένος σε μια βάρκα η οποία ακουμπάει στην πραγματικότητα και το όνειρο, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενηλικίωση.
Είναι ένας εντελώς ξεχωριστός χωροχρόνος, όπου διαλέγονται στοιχεία του παρελθόντος και πολύ σύγχρονα ζητήματα.
Αν κάνουμε τον κόπο να ψάξουμε αυτό το μέρος και μείνουμε εκεί αρκετό καιρό, συνειδητοποιούμε ότι η γραφή ανοίγει τα μάτια μας σε μια κρυφή διάσταση του χρόνου:
Ένα μέρος όπου το ορατό και το αόρατο μπορούν να αντηχήσουν και όπου τα εξαφανισμένα όντα ίσως δεν έχουν εξαφανιστεί τελείως
«Η γραφή μάς συνδέει μ’ αυτό που δε βλέπουμε», ισχυρίζεται ο αφηγητής. Λειτουργεί και ως ένα είδος αποκάλυψης, άρα;
Με τον ίδιο τρόπο που ο Μαχμούντ βουτάει για να κρατήσει έναν δεσμό με ό,τι έχασε, γράφω για να μείνω σε διάλογο με αυτό που δεν υπάρχει πια στη ζωή μου:
Τον παππού και την γιαγιά μου, μέρη και τρόπους να αισθάνομαι συγκεκριμένα στην παιδική ηλικία…
Αντί για αποκάλυψη, περιμένω πως η γραφή δεν θα σπάσει το νήμα. Πριν γίνει μια πράξη έκφρασης, νομίζω ότι η συγγραφή είναι μια πράξη ακρόασης. Απόλυτη ακρόαση. Πολλή σιωπή, ακρόαση για πολύ καιρό και μετά μόνο ομιλία.
Ο Μαχμούντ, όσο μιλάει και όσο γράφει, παραμένει συνδεδεμένος με τη γυναίκα και τα παιδιά του, που δεν τα βλέπει πια και που δεν ξέρει αν είναι ακόμα ζωντανά.
Όταν γράφω, κατεβαίνω σε μια περιοχή του κόσμου όπου νιώθω την παρουσία και ακούω τις φωνές όσων έχω αγαπήσει. Η διατήρηση αυτού του συνδέσμου είναι ένα θαύμα, αλλά και μια αναγκαιότητα.
Τελικά, «Η γραφή δε βοηθάει. Δεν ανασταίνει τίποτα. Δε βοηθάει»,απελπίζεται. Προσωπικά εμπιστεύεσαι την μεταμορφωτική δύναμη της γλώσσας, και ειδικότερα των λέξεων;
Όταν είσαι στον πάτο της τρύπας, μπορείς να γράψεις όσο θέλεις. Τα πράγματα, βασικά, δε θ’ αλλάξουν: οι νεκροί δε θα αναστηθούν ξανά και ό,τι έχει χαθεί θα μείνει χαμένο για πάντα.
Ωστόσο, ξέρω ότι χωρίς την συγγραφή, η ζωή μου δε θα ήταν ολοκληρωμένη. Τη χρειάζομαι.
Και αν συνεχίζω να επιδεινώνω την υγεία μου συνεχίζοντας να γράφω και να εκδίδω βιβλία, είναι γιατί είμαι πεπεισμένος ότι πολλά πράγματα μπορούν να αλλάξουν χάρη στη δύναμη των λέξεων.
Δε λέω να αλλάξουν ριζικά, αλλά σιγά σιγά.
Το «κλειδί» είναι να προσφέρουμε αρκετές αντι-αφηγήσεις, παράλληλες ιστορίες ή άλλες εκδοχές αυτού που μας παρουσιάζουν ως αληθινό, προκειμένου να αναδείξουμε μια νέα πραγματικότητα και έναν άλλο τρόπο συμβίωσης μεταξύ μας.
Η άποψή μας για τον κόσμο διαμορφώνεται μέσα από την γλώσσα, αυτή της διαφήμισης, των κοινωνικών δικτύων, των ομιλιών.
Αν υποθέσουμε ότι η ποίηση, με έναν χαρούμενα απροσδόκητο τρόπο, αντικαθιστά ξαφνικά την διαφήμιση, ποια θα ήταν η σχέση μας με τον κόσμο, με τους άλλους και με τον εαυτό μας;
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η λογοτεχνία μπορεί να «διορθώσει» πράγματα, ωστόσο δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να πιστεύω στη μεταμορφωτική της δύναμη.
Και γιατί οι λέξεις «δεν είναι παρά τα οπλισμένα χέρια της σιωπής», ενώ «η λησμονιά είναι μια δεύτερη μνήμη», σύμφωνα με τον Μαχμούντ;
«Η λησμονιά ως δεύτερη μνήμη» είναι η ιδέα πως ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μας εμφανίζεται ή επανεμφανίζεται μόνο όταν αρχίζουμε να ξεχνάμε τα υπόλοιπα, όταν το παρόν και οι υποχρεώσεις του παύουν να ενεργούν πάνω μας.
Στο τέλος της ζωής του, όταν όλοι τον αποκαλούσαν «τρελό», είχα την εντύπωση πως ανακάλυψε ξανά ό,τι είχε μεγαλύτερη σημασία και πως αυτά τα πράγματα, κάπου, διέλαθαν της γλώσσας, ανάγονταν σε μια περίοδο της πρώιμης παιδικής του ηλικίας, όταν η γλώσσα δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.
Μια ποιητική, πρωταρχική και αισθητηριακή μνήμη, κάτι τέτοιο. Ό,τι περνάει από μέσα μας με την μεγαλύτερη ένταση, τις περισσότερες φορές διαδραματίζεται στην σιωπή. Οι μεγάλες χαρές, όπως και οι μεγάλες λύπες, δεν είναι πολύ ομιλητικές.
Αυτό που εννοώ είναι ότι όταν αρχίζουμε να σχολιάζουμε αυτό που μας συμβαίνει, δεν είμαστε πια εντός της ζωής. Είμαστε αλλού. Αυτό που είναι εκπληκτικό και συγκινητικό στην γραφή είναι πως θα είναι πάντα λίγο πίσω από την ζωή.
Η γραφή κυριολεκτικά κυνηγάει την ζωή. Στην θέση των σιωπηλών εντάσεων, βάζει λέξεις. Το βρίσκω όμορφο αυτό. Ναι, κάθε φορά που το γράψιμο μου φαίνεται σαν μια προσπάθεια να προσεγγίσω αυτό που είναι σιωπηλό στη ζωή, το βρίσκω όμορφο.
Παρά την φρίκη που εξιστορείται μέσα του, ο τόνος του βιβλίου είναι στοχαστικός και ήπια μελαγχολικός: μοιάζει με μια απαλή πινελιά σε καμβά, με την τρυφερή αγκαλιά ενός φίλου, με ένα στοργικό χάδι σε αυτόν που το χρειάζεται.
Προκειμένου να αντισταθμιστεί η φρίκη;
Ας πούμε ότι προσπάθησα να εξιστορήσω την φρίκη χωρίς να κάνω το θέμα αφόρητο. Ωστόσο, δεν έχω εξωραΐσει την κατάσταση. Μερικές σκηνές παραμένουν πολύ βίαιες.
Αλλά ήθελα η φωνή του Μαχμούντ να είναι αδελφική και χωρίς μνησικακία. Ένας λόγος ειρήνης, που βάζει τέλος στην επιθυμία για κυριαρχία, κατοχή και εκδίκηση. Ο Μαχμούντ είναι κάποιος που δε θέλει πλέον να «βαραίνει» τα πράγματα.
Ακόμα και το νερό της λίμνης, κυματίζει απαλά. Αλλά πίστεψέ με: χρειάστηκε να δουλέψω πολύ για να μετασχηματίσω αυτό που αρχικά ένιωσα ως μεγάλο θυμό σε τέτοια ανθρώπινα λόγια.
Το μυθιστόρημα Μαχμούντ ή Η Άνοδος της στάθμης των υδάτων αφορά, στην πραγματικότητα, την αγάπη: την βιωμένη αγάπη, την χαμένη αγάπη, την ξανακερδισμένη αγάπη.
Είναι, για σένα, η αγάπη –σε όλες τις υποδηλώσεις και τις διαστάσεις της– και η ικανότητα να ονειρευόμαστε τα «όπλα» ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που μας κυκλώνει;
Σ’ ευχαριστώ που επεσήμανες αυτή την διάσταση, γιατί έτσι φανταζόμουν το βιβλίο: σαν ένα ερωτικό γράμμα που ένας άντρας, απίστευτα ερωτευμένος, απευθύνει στην αποθανούσα γυναίκα του.
Αυτά λέει κάποιος απελπισμένος, ο οποίος δεν πιστεύει πια στην ανθρώπινη καλοσύνη, ούτε στην πολιτική, ούτε σε μεγάλες επαναστάσεις, αλλά που, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να ελπίζει.
Δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι η αγάπη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Θέλω, όμως, να πιστεύω πως η βαρβαρότητα του κόσμου δεν μπορεί να καταστρέψει εντελώς την αγάπη και την ικανότητα για καλοσύνη που μπορούμε να επιδεικνύουμε προς τους άλλους.
Η καπιταλιστική βαρβαρότητα αποτελεί την εκδήλωση της πίστης του ανθρώπου ότι είναι κύριος και κάτοχος των πάντων.
Αν, λοιπόν, υπάρχει ένας τομέας, στον οποίο πρέπει να εξασκηθούμε για να καταστήσουμε αυτή την βαρβαρότητα οριστικά παρωχημένη, είναι αυτός των σχέσεών μας με τους άλλους, με αφετηρία την αγαπητική σχέση.
Εφευρίσκοντας μια νέα αγάπη, ή πολλές νέες αγάπες που δε θα μας δέσμευαν, αλλά θα μας απελευθέρωναν.
Ευχαριστώ θερμά το λογοτεχνικό πρακτορείο Astier-Pécher που εκπροσωπεί τον συγγραφέα για την συνδρομή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και τον ίδιο για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.
Το μυθιστόρημα του Αντουάν Γουοτέρς Μαχμούντ ή Η Άνοδος της στάθμης των υδάτων κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου.