Στην πιο γνωστή σκηνή του πρώτου ρημέικ της ταινίας Ένα Αστέρι Γεννιέται του 1954, ο James Mason ως Νόρμαν Μέιν, ένας σταρ του Χόλιγουντ του οποίου η καριέρα έχει αρχίσει να παίρνει την κατηφόρα, παρακολουθεί την άσημη Judy Garland να τραγουδά σ’ένα άδειο μπαρ πλαισιωμένη από μια τζαζ μπάντα. Η Garland δίνει την διάσημη ερμηνεία του The Man that Got Away, των Harold Arlen και Ira Gershwin. H Garland απογειώνει αμέσως, με το χαρακτηριστικό εκρηκτικό “belting” της φωνής της, την πρώτη μουσική φράση, πάνω στον τίτλο του τραγουδιού: η νύχτα είναι πικρή/ τ’αστέρια έχουν χάσει τη λάμψη τους/ οι άνεμοι γίνονται πιο κρύοι/ ξαφνικά έχεις μεγαλώσει/ κι όλα αυτά εξ’αιτίας του άντρα που ξέφυγε.” Η ανοδική πορεία της φωνής της συνεχίζεται πριν η μελωδία καθήσει σε μια τελευταία ατονική λέξη:τα όνειρά που ονειρεύτηκες έχουν όλα ξεστρατίσει.”

Ο σκηνοθέτης George Cukor γύρισε την ερμηνεία της Garland σ’ένα συνεχόμενο πλάνο, ακολουθώντας την ανεπαίσθητα με την κάμερα καθώς κινείται ανάμεσα στους μουσικούς. Αυτό που χαράζεται στη μνήμη είναι η λάμψη του προσώπου της μέσα στο ιμπρεσιονιστικό σινεμασκόπ κάδρο, και η εντυπωσιακή ορμή του ήχου που απελευθερώνεται απ’το μικροσκοπικό της σώμα.

Το ρημέικ αυτό έδωσε τέλος στην κινηματογραφική καριέρα της Garland ως εμπορικής πρωταγωνίστριας. Η ταινία ήταν ένα προσωπικό στοίχημα τόσο για εκείνη, όσο και για τον τότε σύζυγο και συμπαραγωγό της Sid Luft. Ήταν επίσης μια από τις παραγωγές που σημάδεψαν το τέλος της λεγόμενης χρυσής εποχής” του Χόλυγουντ. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με την ιστορική απόφαση του 1948 για την υπόθεση ΗΠΑ εναντίον Paramount Inc., είχε υποχρέωσει τα μεγάλα στούντιο να εκχωρήσουν τα σινεμά που είχαν στην ιδιοκτησία τους, εγκαταλείποντας έτσι τον τρίτο κρίκο της αλυσίδας στο μονοπώλιο παραγωγής-διανομής-προβολής ταινιών. Ανεξάρτητοι παραγωγοί όπως ο Luft, μπορούσαν πλέον να συνεργάζονται με τα στούντιο διατηρώντας ένα μέρος του δημιουργικού ελέγχου. Οι κανόνες όμως δεν είχαν αλλάξει εντελώς. Οι περικοπές που έκανε στο τελικό μοντάζ της ταινίας ο Harry Warner της Warner Brothers προκειμένου να αυξηθούν οι προβολές και άρα τα έσοδα- μετέτρεψαν το εγχείρημα του ζευγαριού σε κριτική και εμπορική αποτυχία. Η Garland βρέθηκε χρεοκοπημένη και εκτός του σταρ σύστεμ που είχε στίψει το ταλέντο της για δεκαετίες.

H υπόθεση του Ένα Αστέρι Γεννιέται, όπου μια νεαρή τραγουδίστρια εκτοξεύεται στη στρατόσφαιρα της διασημότητας με τη βοήθεια του χαρισματικού αλκοολικού Mason, αποτέλεσε έτσι μια αντίστροφη αντανάκλαση της ζωής της Garland, η οποία μετά την αποτυχία της συνεργασίας με τον πραγματικό σύζυγό της, βυθίστηκε η ίδια στην απογοήτευση και τον εθισμόΗ Judy Garland, το πιο τρανταχτό παράδειγμα της κακοποίησης που τα στούντιο ασκούσαν στα παιδιά-θαύματα επιβάλλοντάς τους χρήση αμφεταμινών προκειμένου να αντέχουν τα ατέρμονα γυρίσματα με μουσικοχορευτικά νούμερα, δεν ξεπέρασε ποτέ τα τραύματα που της κληροδότησε η επιτυχία της και πέθανε σε ηλικία 47 χρονών.

Η στροφή που κατάφερε παρ’όλα αυτά να κάνει την τελευταία δεκαετία της ζωής της στις συναυλίες και την τηλεόραση, την έκανε γνωστή σε μια νέα γενιά Αμερικανών, ανάμεσά τους και drag περφόρμερς που ανακάλυψαν στο συνδιασμό εύθραυστης θηλυκότητας και εκρηκτικής φωνής και σκηνικής παρουσίας, ένα ατόφιο camp υποκείμενο.

Η θεατρολόγος Sue-Ellen Case γράφει πως το camp έχει τη δύναμη να ειρωνεύεται το “καθεστώς τρόμου του ρεαλισμού” που επιβάλλει ο ετεροσεξισμός. 1 O gay Αμερικανός συνθέτης Ned Rorem έχει πει σε συνέντευξή του: “το θέατρο είναι artifice και το artifice είναι θηλυκό.”2 Το Ένα Αστέρι Γεννιέται μας παραδίδει τη Garland ως ένα σύμβολο Χολιγουντιανού artifice, μια ιέρεια του camp, μια μεγάλη γυναικεία φωνή που αγγίζει το απόγειο της τέχνης της τη στιγμή ακριβώς που η βιομηχανία ταλέντων που την ανέδειξε την εξορίζει οριστικά.

****

Περισσότερα από εξήντα χρόνια μετά την ταινία του Cukor, το τέταρτο στη σειρά ρημέικ της ταινίας Ένα Αστέρι Γεννιέται φέρνει τη Lady Gaga στο ρόλο της Garland. Η Gaga έγινε διάσημη το 2008 για εμφανίσεις που συνδύαζαν avant-garde εικονογραφία, disco μαξιμαλισμό, χριστιανικά σύμβολα και έντονο queer στοιχείο. Το τελευταίο γίνεται ενίοτε, στα βίντεο των τραγουδιών της, αντικείμενο διακωμώδησης. Στο Τelephone, η Gaga οδηγείται σε μια φαντασιακή φυλακή με BDSM συμβολισμό όπου δυο γυναίκες δεσμοφύλακες τη γδύνουν στο κελί της σχολιάζοντας: “-Στο είπα εγώ ότι δεν έχει πούτσο. –Κρίμα.”

Η Gaga εναλάσσει τον αυτοσαρκασμό για την ανδρόγυνη παρουσία της με τολμηρές δημόσιες εμφανίσεις. Για να υποστηρίξει τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα στον Αμερικανικό στρατό, εμφανίστηκε μ’ένα φόρεμα ραμμένο από κομμάτια κρέατος – χωρίς ίχνος ειρωνείας για τους προβληματικούς συνειρμούς τηs επιλογής της. Παρ’ότι η σεξουαλική της ταυτότητα είναι ανοιχτή σε εικασίες, αναφέρεται στους θαυμαστές της ως “τερατάκια” και στον εαυτό της ως “Μαμά Τέρας,” αναλαμβάνοντας έτσι ηγετικό ρόλο σ’έναν υποτιθέμενο στρατό διαφορετικότητας. Eν τω μεταξύ, συζητά δημόσια τα προσωπικά της τραύματα και δίνει ομιλίες αυτοενίσχυσης δίπλα στον Δαλάι Λάμα. Το μήνυμα της Gaga –η οποία έχει φοιτήσει σε ιδιωτικά σχολεία και το πανάκριβο μουσικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης- φαίνεται να είναι ότι ο δρόμος για την επιτυχία είναι ανοιχτός, αρκεί να πιστέψει κανείς στο “τερατάκι” εντός του. Η πραγματική Gaga, σε αντίθεση με την περσόνα, δεν διακωμωδεί τη διασημότητά της.

Το νέο ρημέικ του Ένα Αστέρι Γεννιέται θέτει τη Lady Gaga στην υπηρεσία ενός στρέιτ ρομάντζου. H απογύμνωση της ιστορίας από τη σεξουαλική αμφισημία της περσόνας Gaga γίνεται από νωρίς. Όταν ο σκηνοθέτης-συμπρωταγωνιστής της Bradley Cooper την πρωτοβλέπει να τραγουδά στο drag show ενός μικρού κλαμπ, ρωτά ένα φίλο της αν είναι αγόρι ή κορίτσι. H απάντηση είναι, “κορίτσι.” H ανταλλαγή αυτή παραπέμπει στο Telephone, κλείνοντας το μάτι στο ΛΟΑΤΚΙ κοινό της Gaga, την ίδια στιγμή που ο σκηνοθέτης καθησυχάζει το συντηρητικό κοινό ότι ο χαρακτήρας του θα την ερωτευτεί ετεροκανονικά.

O Cooper την παρακολουθεί καθώς τραγουδά το La Vie en Rose, το τραγούδι-υπογραφή της Edith Piaf, φορώντας ένα απλό μαύρο φόρεμα. Από τη σκηνή απουσιάζει τόσο το camp όσο και ο σινεμασκόπ ρομαντισμός της αντίστοιχης σκηνής του Cukor. Απουσιάζει επίσης και μια μεγάλη φωνή. Η Gaga δεν είναι Garland (ούτε Piaf). Ο Cooper και το κοινό του κλαμπ την επιδοκιμάζουν κάθε φορά που στοχεύει μια ψηλή νότα σαν να προσπαθούν να μας παροτρύνουν να νιώσουμε θαυμασμό για τις φωνητικές της ικανότητες. Στην αντίστοιχη σκηνή του ρημέικ του 1954, η κάμερα του Cukor δεν έφυγε ποτέ απ’τη Garland ενώ τραγουδούσε, γνωρίζοντας πως το κοινό της δε χρειαζόταν να δει την αντίδραση του Mason για να συγκινηθεί. Η ανέλιξη της Garland σε σταρ γινόταν αντιληπτή ως ζήτημα δικαιοσύνης λόγω της θεόσταλτης φωνής της, όχι λόγω του βλέμματος ενός ερωτευμένου άντρα.

Η μινιμαλιστική εμφάνιση της Gaga, μοιάζει επίσης να υπονοεί ότι η υπερβολή των drag κλαμπ της Νέας Υόρκης (στα οποία έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα), είναι κάτι αντιθετικό προς την μουσική γνησιότητα. Οι drag queens εδώ εμφανίζονται να τραγουδούν στιγμιαία σε πλέιμπακ και να αστειεύονται στα καμαρίνια ενώ η Gaga και ο Cooper φλερτάρουν. Η κοινότητα δίπλα στην οποία η Gaga έχει τοποθετηθεί ως σύμμαχος υποβιβάζεται καλλιτεχνικά και βιωματικά εκεί που το Χόλυγουντ την ήθελε ανέκαθεν: ως κομπάρσους και γελωτοποιούς των στρέιτ.

Από αυτό το σημείο κι έπειτα, η ταινία πασχίζει να συνδέσει τη μουσική έμπνευση με την αρσενική ταυτότητα. Ο Cooper είναι ο αρρενωπός ροκ-country μουσικός, του οποίου ο εθισμός στα ναρκωτικά και το αλκοόλ είναι αλληλένδετος με μια ευαίσθητη καλλιτεχνική φύση, ενώ η Gaga προδίδει την αυθεντικότητα της καλλιτεχνικής τους συνεργασίας επιλέγοντας μια θηλυπρεπή ποπ περσόνα. Τα τραγούδια, τα κοστούμια και οι χορογραφίες της όταν ξεφεύγει απ’τη σκιά του άντρα της είναι ντεμοντέ, λες και η ταινία δεν μπορεί να αποφασίσει αν η μεταμόρφωσή της είναι ένδειξη αυτονόμησης ή δειλίας. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες της σειράς, η άνοδος της πρωταγωνίστριας στο σταρ σύστεμ δε μοιάζει με θρίαμβο αλλά με ευτελισμό.

****

Η επέλαση της Amazon και του Netflix στην παραγωγή, διανομή και προβολή ταινιών και τηλεοπτικών σειρών γεννά ένα νέο μονοπωλιακό καθεστώς. Τα δυο μεγαθήρια της ψυχαγωγίας ελέγχουν ένα αυξανόμενο αρχείο πνευματικής ιδιοκτησίας. Η δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν με αστρονομικά ποσά νέες παραγωγές προκειμένου να συντηρούν χιλιάδες ώρες streaming μετάδοσης περιεχομένου, ανατρέπει με ταχύτατους ρυθμούς το παραδοσιακό μοντέλο κινηματογραφικής διανομής και τηλεοπτικής προβολής. Tα στούντιο και οι τηλεοπτικοί κολοσσοί που κατάφεραν να επιβιώσουν από την οικονομική κρίση του 2008 και την ονλάιν πειρατεία, αντιμετωπίζουν έναν ακόμα πιο τρομακτικό ανταγωνιστή. Οι συνθήκες της περασμένης δεκαετίας, πόσο μάλλον της “χρυσής εποχής” του Χόλυγουντ, φαντάζουν συγκριτικά ομαλές.

Η ταινία του Cooper αποφεύγει να σχολιάσει τον τρόπο που κατασκευάζεται η διασημότητα μέσα σε αυτό το αχανές τοπίο, όπου το παζάρι εικόνας και πληροφορίας διαχέεται από τα “παλιά” μέσα στο ίντερνετ και τα σόσιαλ μήντια. Η Gaga λέει για παράδειγμα στον Cooper όταν πρωτογνωρίζονται, ότι δεν τραγουδά τα τραγούδια της δημόσια. Σε μια εποχή όπου χιλιάδες μουσικοί βρίσκουν το κοινό τους στο ίντερνετ έστω και σε ημι-ερασιτεχνικό επίπεδο, η ταινία επιλέγει να θέσει στο επίκεντρό της μια μουσικό που καταδικάζει τον εαυτό της στη σιωπή. Ανακυκλώνει έτσι παρωχημένες ιδέες περί ανάδυσης ταλέντων από μικρά κλαμπ με τη βοήθεια ενός μέντορα που μ’ένα απλό σπρώξιμο στα φώτα της σκηνής θα εξασφαλίσει την ορατότητα ενός τεράστιου και πάντα πρόθυμου κοινού.

Πρόσφατες παραγωγές όπως Τα Σύννεφα του Σιλς Μαρία του Olivier Assayas και η Νιότη του Paolo Sorrentino, έχουν διεισδύσει με ευαισθησία στη σύγκρουση τέχνης και εμπορικότητας, στη δυσκολία επισύναψης σχέσεων εμπιστοσύνης στη σαρκοβόρα show business και τον τρόμο του τέλους της επιτυχίας που είναι, για όσους έχουν ζήσει για τη αναγνώριση των άλλων, κάτι σα θάνατος. Ο Cooper μιλά για αυτόν το θάνατο με προκάτ συναισθηματισμό αναπαράγοντας μια ιδέα του “σταρ” ως δοχείο συλλογικών φαντασιώσεων. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, η Gaga τραγουδά κλαίγοντας το “I’ll never love again” (=δε θα ξαναγαπήσω). Η ήχω της πληθωρικής ερμηνείας της Garland για τον “άντρα που ξέφυγε” βάζει φωτιά στη χλιαρή ποπ μπαλάντα της Gaga, από το μακρινό 1954.

****

Ακόμα κι έτσι, το Ένα Αστέρι Γεννιέται μιλά για κάτι ουσιαστικό και αυτό είναι μια υποσυνείδητη γυναικεία επιθυμία για αποδέσμευση από την καταπιεστική αντρική παρουσία. Τόσο η Gaga όσο και Garland, αλλά και η Barbra Streisand στο ρημέικ του 1976, μένουν μόνες στη σκηνή και τη ζωή αλλά με τη φωνή τους αλώβητη. Η ιστορία μιας γυναίκας που κερδίζει την επιτυχία με τη βοήθεια του άντρα-Πυγμαλίωνα πριν εκείνος οδηγηθεί με αυτοκαταστροφική ακρίβεια στην παρακμή, εμπεριέχει ψήγματα της υπόσχεσης ότι η χειραφέτηση μπορεί να συμβεί μόνο μετά το τέλος της αντρικής επιρροής.

H queer μουσικολογία των τελευταίων τριών δεκαετιών έχει χαρτογραφήσει εμμέσως αυτή τη χειραφέτηση, εξετάζοντας με ανατρεπτική διάθεση την ιστορία της γυναικείας φωνής. Γράφοντας για την όπερα, η λεσβία μουσικολόγος Elizabeth Wood, χρησιμοποιεί τον όρο “sapphonics,” για να περιγράψει ένα “λεσβιακό συνεχές” που όπως λέει, θέτει σε δοκιμασία το διπολισμό του φύλου και της σεξουαλικότητας.3 Στο ιστορικό αυτό συνεχές, η φωνή της τραγουδίστριας λειτουργεί “ως δοχείο, επιθυμίας” για τη γυναίκα ακροάτρια. Σε ένα δοκίμιό της για την k.d. lang –αυτή την butch ντίβα της country μουσικής, στην οποία εντάσσει τον χαρακτήρα του ο Cooper- η Martha Mockus επισημαίνει ότι με τις φωνητικές ακροβασίες της, η lang “αναταράσσει το άκαμπτο περίγραμμα της μελωδίας δημιουργώντας έτσι μια επαναστατικότητα που υπογραμμίζει” την queer επιθυμία.4 Η γυναικεία φωνή εξετάζεται έτσι ως μια δίοδος για την ερωτική επιθυμία που υπερβαίνει το άκαμπτο περίγραμμα του φύλου και της ετεροκανονικότητας.

Η τελευταία ταινία της σειράς Ένα Αστέρι Γεννιέται, θα μπορούσε στο κλίμα της εποχής, και με μια queer-friendly πρωταγωνίστρια, να έχει αγγίξει αυτήν τέτοια υπέρβαση. Ίσως ένα μελλοντικό ρημέικ, να διακωμωδήσει τις φαντασιώσεις του σταρ σύστεμ και τη μονοτονία του ετερόφυλου ρομαντισμού. Για να πετύχει κάτι τέτοιο όμως θα χρειαστεί -τουλάχιστον- μια queer φωνή.

1 SueEllen Case, Towards a Butch-Femme Aesthetic

2 Lawrence D. Mass, A Conversation with Ned Rorem

3 Elizabeth Wood, Sapphonics

4 Martha Mockus, Queer Thoughts on Country Music and k.d. lang