Της Μαρίας Μυλωνάκη

Πήγα στο δωμάτιό μου, άνοιξα τη ντουλάπα, άρπαξα ένα τζην κι ένα μπλουζάκι, που μου το είχε φέρει δώρο από την Αργεντινή ο θετός μου πατέρας. Είχε πάρει τρία μπλουζάκια όλα στο μέγεθός του και με έβαλε να διαλέξω. Πήρα αυτό με τα πιο σκοτεινά χρώματα. Άλλαξα κάλτσες, πέταξα τις παλιές κάτω από το κρεβάτι και φόρεσα τα αθλητικά μου παπούτσια. Έβαλα την πράσινη μακριά μου ζακέτα, την κουκούλα και κράτησα για πέντε δευτερόλεπτα το χερούλι της πόρτας. Άνοιξα και βγήκα έξω. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και προχώρησα στο διάδρομο. Όταν έφτασα στην αυλή είδα μια γυναίκα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ήταν ξανθιά, λεπτή και κοντή και κρατούσε ένα λουρί με το σκύλο της, έτοιμη να περάσει απέναντι. Γύρισα πίσω, έβαλα το κλειδί στην πόρτα και μπήκα ξανά μέσα στο σπίτι ασθμαίνοντας. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβγώ έξω με το φως της μέρας. Θα έβγαινα το βράδυ με τις τρείς σακούλες γεμάτες σκουπίδια και θα τα πετούσα όταν θα ήταν ο δρόμος εντελώς άδειος. Θα κοιτούσα δυο τρεις φορές το δρόμο δεξιά κι αριστερά κι όταν δε θα έβλεπα κανέναν θα άρπαζα τις σακούλες, θα άνοιγα την πόρτα της αυλής και θα έβγαινα γρήγορα να πάω και να πετάξω τα σκουπίδια και με ταχύτητα φωτός να επιστρέψω στο σπίτι, να βγάλω όλα μου τα ρούχα και να τα βάλω στο πλυντήριο και μετά να πλύνω τα χέρια μου πολύ καλά, να μπω στη μπανιέρα και μετά να βγω να ντυθώ ξανά και να καθίσω στον καναπέ ή στην καρέκλα της κουζίνας και να περιμένω να περάσει η ώρα μέχρι να κοιμηθώ ξανά.

Πόσο θα ήθελα να ήταν τώρα εδώ η μαμά μου. Όσο ένα παιδί μικρό που πάει πρώτη φορά στο σχολείο και σπαράζει στο κλάμα και δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο αυτό από τη μαμά του. «Μαμά είσαι καλά;». Και μετά θα με ρωτούσε και η μαμά μου αν είμαι καλά και θα αγκαλιαζόμασταν πολλή ώρα. «Μαμά όλοι έχουν φτιάξει τις ζωές τους, με καλό ή με κακό τρόπο κι εγώ μαμά είμαι μόνη μου. Δεν έχει αλλάξει τίποτα εδώ μέσα από τη μέρα που έφυγες. Δεν έχω μετακινήσει ούτε τη θέση της πολυθρόνας σου. Οι άνθρωποι μαμά έχουν αλλάξει, έχουν κουραστεί πια. Δε μιλάμε με κανέναν. Μόνο μαθαίνουμε ποιος ζει και ποιος πέθανε και δεν πάμε πια ούτε και στις κηδείες. Απλά βλέπουμε το νέο του θανάτου κι ίσως για κάποιους να έχουμε ευχάριστες αναμνήσεις και να τους σκεφτούμε για λίγο, ίσως μια δυο φορές να έχω κλάψει για κάποιους κιόλας. Αλλά έχει περάσει καιρός και τώρα και να τους ξαναθυμηθώ κάποτε είναι πολύ σπάνιο και δύσκολο πια να ανακαλέσω στη μνήμη μου πολλά πράγματα γι’ αυτούς. Σίγουρα τώρα μαμά θα ρωτήσεις ποιοι έχουν πεθάνει κι εγώ θα αρχίσω να σου λέω.

Η φίλη σου η Βάσω που έμενε απέναντι σίγουρα μαμά για τη φίλη σου αυτή θα λυπόσουν πιο πολύ απ’ όλους. Ήταν από τους πρώτους που έφυγαν. Θυμάσαι μαμά όταν πέθανε ο άντρας της που ξύπνησα ένα μεσημέρι και δεν μπορούσα να αναπνεύσω; Είχα ανοίξει την πόρτα για να πάρω την ανάσα μου, είχα καθίσει στο μπαούλο δίπλα στην πόρτα, εκείνο το καφέ το σκαλιστό με τη γοργόνα που πάντα λέγαμε πόσο παράταιρο και κιτς είναι, το θυμάσαι μαμά το μπαούλο; Είχα καθίσει λοιπόν στο μπαούλο και είχα δει ένα τόσο τρομακτικό όνειρο πως γκρίζα περιστέρια είχαν γεμίσει τη γειτονιά και επιτίθονταν σε όλο τον κόσμο. Την ώρα λοιπόν που έπαιρνα την ανάσα μου και προσπαθούσα να ηρεμήσω λέγοντας στον εαυτό μου πως δεν ήταν παρά ένα τρομακτικό όνειρο, εκείνη τη στιγμή άκουσα τις φωνές της Βάσως από απέναντι, άναρθρες κραυγές και «γιατί». Βγήκα έξω ξυπόλυτη. Στο πεζοδρόμιο ήταν και ο Μανώλης που δούλευε δίπλα και κοιτούσε κι εκείνος απέναντι. Αμέσως σκέφτηκα ότι κάποιος είχε πεθάνει και την ίδια στιγμή με κυρίευσε ο φόβος μήπως ήταν κάποιο από τα παιδιά της, παιδικοί μου φίλοι και οι δύο. Είπα στον Μανώλη να πάει να δει τι έγινε όμως μου είπε ότι φοβόταν. Πήρα τον πατέρα μου τηλέφωνο να έρθει να προσέχει τη μικρή που ήταν τότε τριών. Κοιμόταν κι εκείνη. Τον περίμενα στην αυλή, πήγαινα πάνω κάτω μην τυχόν και ξυπνήσει το παιδί και μετά έβγαινα πάλι έξω κι άκουγα τις φωνές της. Ο πατέρας μου ήρθε. «Μπαμπά γρήγορα, απέναντι στης Βάσως κάτι έγινε και ουρλιάζει, έλα γρήγορα». Έφτασε στο σπίτι και πήγα πάνω. Ήταν η Βάσω με τον ένα της γιο. Με αγκάλιασε «Έχασα παιδί μου τον Τάκη μου, τον άντρα μου». Με αγκάλιασε και ο γιος της τόσο δυνατά και σφιχτά. «Έχασα τον πατέρα μου Μαρία, το μπαμπά μου». Θυμάσαι μαμά πόσες φορές ερχόταν στο σπίτι μας η Βάσω και μ’ έβαζε και της έλεγα ξανά και ξανά την ίδια αυτή ιστορία και μετά για να μην κλαίει έβγαζα από το ντουλάπι τις φωτογραφίες της νιότης σας –είχατε μεγαλώσει μαζί- και σας ρωτούσα τα πιο ακατάλληλα πράγματα και σκάγατε στα γέλια, φαντάζομαι μαμά τα μισά μου λέγατε και τα άλλα μισά τα εννοούσατε με τα μάτια σας, ε; Ήσασταν μαζί από έξι χρονών, τα σπίτια σας ήταν τα πρώτα στη γειτονιά κι όσο κι αν καμιά φορά μπορεί και να παραξηγιόσασταν, πάντα τα βρίσκατε πάλι και ήσασταν καλύτερα κι από αδερφές. Και μετά πάλι μου έλεγε η Βάσω να ξαναπώ εκείνη την καλή κουβέντα που έλεγα για τον Τάκη της και της έλεγα: Να είσαι χαρούμενη που έζησε κι έζησε μαζί σου, γιατί δεν έζησε άδικα γιατί όλο τον κόσμο αγαπούσε και έδινε σε όλους τους ανθρώπους και το χαμόγελό του μόνο έσβησε μαζί με την τελευταία του πνοή».

Η Βάσω μαμά ήταν από τους πρώτους που πέθαναν. Έμεινε τρεις μέρες νεκρή στο σπίτι. Την πήραν μετά. Είχαμε συνεννοηθεί μαμά να την παίρνω κάθε πρωί τηλέφωνο και το βράδυ πριν να κοιμηθεί να με παίρνει εκείνη και να μου λέει αν είναι όλα καλά. Κάθε μέρα μαμά στο τηλέφωνο και τις δύο φορές είχαμε την καλή σου την κουβέντα και μου είπε τόσα πράγματα για σένα που για να μην τα ξεχάσω ποτέ έκατσα μαμά και τα έγραψα όλα. Ηχογραφούσα τις συζητήσεις και μετά μέχρι το βαθύ ξημέρωμα τα έγραφα σε τετράδια. Κι έχω όλη σου τη ζωή γραμμένη στο χαρτί με το μελάνι. Έχει περάσει ούτε θυμάμαι πόσος καιρός από τότε που έγραψα τελευταία φορά. Ένα πρωί την πήρα τηλέφωνο και δεν απάντησε. Πήρα ξανά τίποτα. Μέτρησα τρία λεπτά μήπως ήταν στο μπάνιο από το ένα ως το εκατόν ογδόντα. Τα πόδια και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν όπως όταν ένας άνθρωπος έχει σαράντα πυρετό. Σχημάτισα μια φορά λάθος τον αριθμό, το έκλεισα και ξαναπήρα. Έκλεισα τα μάτια μου. Δεν απάντησε. Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Αυτό ήταν λοιπόν. Τι μου έμεινε. Έκλεισα το τηλέφωνο μετά από κάμποση ώρα που φάνηκε σαν αιωνιότητα ενώ στο χρόνο αυτό σχεδίαζα τις επόμενες κινήσεις. Τους γιούς της και όσους από τη γειτονιά την γνώριζαν. Μετά θα έγραφα κάτι για τη ζωή της, θα το διάβαζα δυνατά μόνη μου, θα φορούσα σαράντα μέρες μαύρα ρούχα στην μνήμη της και θα έβαζα τη φωτογραφία της δίπλα στη δική σου μαμά μου. Έψαξα τον αριθμό του Γιώργη. Τον πήρα, δεν απάντησε. Περίμενα να με καλέσει πίσω, μήπως και δούλευε. «Έλα Μαρία μου», είπε αλαφιασμένος. «Γιώργη, παίρνω τη μαμά και δεν απαντάει». «Τι εννοείς πήρες τη μαμά και δεν απαντάει; Ίσως να μην το πρόλαβε. Ξαναπάρε», μου είπε ενώ είχε ήδη αρχίσει να κλαίει. «Γιώργη μου, την πήρα ήδη τρεις φορές. Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο τηλεφώνημα μέτρησα εκατόν ογδόντα δευτερόλεπτα και πάλι δεν απάντησε. Το άφησα την τρίτη φορά να κτυπά πάνω από πέντε λεπτά και πάλι καμία απάντηση». Τώρα έκλαιγε δυνατά. «Κλείσε να δω τις κάμερες και σε παίρνω πίσω». Δεν ήξερα τι να κάνω μαμά. Είχα μείνει κοκκαλωμένη με το τηλέφωνο στο χέρι και δεν ήξερα τι να κάνω κι εσύ μαμά δεν ήσουν εκεί να μου πεις. Σκέφτηκα τι θα έκανες εσύ για να κάνω το ίδιο. Σηκώθηκα πάνω έβγαλα τις μύξες μου και αποφάσισα να παραμείνω δυνατή για το χατίρι των παιδιών. Εκείνων ήταν η μάνα τους και έπρεπε να τους παρηγόρησα όπως είχαν κάνει κι εκείνοι για μένα όταν έφυγες. Όταν με πήρε πίσω ο Γιώργης έκλαιγε ακόμα περισσότερο. «Δε θα το πιστέψεις. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τις παλάμες των χεριών της αγκαλιασμένες. Λες και το ήξερε. Λες και είχε προετοιμαστεί για τα πάντα. Δίπλα της ήταν ένα χαρτί κι ένα μολύβι». Είχε ειδοποιήσει για να πάνε να την πάρουν. Σε τρεις μέρες του είχαν απαντήσει. Και το γράμμα θα του το έστελναν λέει με μήνυμα.

Και το γράμμα έλεγε: «Έζησα μια ζωή χαρούμενη, με έναν καλό σύντροφο. Να μην ξεχάσετε ποτέ πως η γειτονιά ήταν η οικογένειά μου όλη μου τη ζωή κι έτσι να έχετε όλους τους ανθρώπους όπως ο πατέρας σας κι εγώ. Κι όπως έλεγε το Μαριό μας, άδικα δε ζήσαμε γιατί και δώσαμε και αγαπήσαμε. Ήταν η κόρη μου, να της το πείτε. Σας αγαπώ. Όλες αυτές οι ζωές μας δεν μπορεί έτσι απλά να πετιούνται στα σκουπίδια. Να αγαπάτε και να νοιάζεστε και να δίνετε. Σας αγαπώ. Μαμά».

Προηγούμενο ΆρθροΔιώξεις 11 Τούρκων και Κούρδων αγωνιστών και αγωνιστριών με βάση τον «τρομονόμο»
Επόμενο ΆρθροΤι Κάνουμε
Η πόλη Κ φιλοδοξεί να είναι ένα σάιτ ποικίλης ύλης για την πολιτική από τα κάτω και την τέχνη, στην εγχώρια και τη διεθνή τους διάσταση. Η συντακτική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τις τέχνες, την πολιτική και κοινωνική θεωρία, και συμμετέχουν σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα . Οι αναζητήσεις της ομάδας εκτείνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των φυλακών, και της αποδόμησης των συστημικών ΜΜΕ και της αστικής δικαιοσύνης Η πόλη Κ είναι ο προορισμός στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Για μας προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας και όλες τις χίμαιρες τις οποίες μπορεί αυτή να εμπεριέχει. Μερικά μονοπάτια προς μια ελευθεριακή ουτοπία θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ιχνηλατήσουμε μέσα από το εγχείρημά μας, με οδηγούς την κριτική πληροφόρηση, τη φαντασία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα ελεύθερο διαδίκτυο.