της Μαρίας Μυλωνάκη

Όλα όσα ήθελε ήταν εκεί. Την περίμεναν κι όμως δεν μπορούσε να πλησιάσει. Ήξερε πως ήταν αδύνατον να επαναλάβει. Αν έβγαινε έξω κινδύνευε να μη μπορέσει ποτέ ξανά να επιστρέψει. Κι αν έμενε μέσα, για πόσο. Είχε απομνημονεύσει ακόμα και τις πιο μικρές φθορές του χρόνου, στα πατώματα, στους τοίχους, στα ταβάνια. Εκείνος ήταν εκεί. Κάθε βράδυ το έπαιρνε απόφαση πως όταν ξυπνούσε το πρωί θα του έλεγε να προχωρήσει, να φύγει γιατί εκείνη φοβόταν μια ζωή, έτσι ήταν η φτιαξιά της, μια ζωή να φοβάται τα πάντα. Να προνοεί κι όσο και να προνοεί, να της πηγαίνουν στραβά. Να σκέφτεται και να προετοιμάζεται. Και πάλι όλα στραβά.

Και το πρωί που ξυπνούσε και ήταν ακόμα εκεί, δεν ήθελε να του πει τίποτα. Ήθελε μόνο να μπορούσε να πιστέψει και να προσευχηθεί, να προσευχηθεί να τον κρατήσει και η προσευχή να πιάσει όπως νομίζουν οι ονειροπαρμένοι πιστοί πως οι προσευχές τους πιάνουν. Ονειρευόταν ύστερα πως έβγαινε έξω. Και ξαφνικά μύριζε λεβάντα που αγαπούσε και έβλεπε τον ήλιο να σαρώνει το τοπίο και τη μνήμη πάνω στους δρόμους, όπου οι άνθρωποι είχαν γράψει τις ιστορίες τους με τα βήματά τους. Και ξαφνικά βρισκόταν στα χέρια του, σε μια τέτοια ζεστασιά, όπως ένας ναυτικός που ναυαγεί και ξαφνικά ξυπνά σε μια ζεστή αμμουδιά κι από το φρικτό και μαύρο θάνατο βρίσκεται ξανά στη ζεστασιά μιας ηλιόλουστης αμμουδιάς. Έτσι φανταζόταν την πρώτη τους συνάντηση. Σαν ένα πέρασμα από το θάνατο στη ζωή και πάλι.

Πονάει πολύ γιατί φοβόταν και πιο πολύ πονάει γιατί θυμήθηκε που της έλεγε ο νονός της, ο καπετάν -Μάρκος, όποιος πνίγηκε μετάνιωσε. Τον καιρό που τον έβλεπε να χοροπηδάει στα σκαλιά από την πάνω Μέρα για να κατέβει στον καφενέ με το ένα πόδι και με το δεκανίκι και με το χαμόγελο να ακουμπά από τον ήλιο στη γη, τον θυμάται ακόμα αυτόν τον καιρό και πονάει γιατί τον έβλεπε που όσο και να τον έλουζαν μανιασμένα τα κύματα της ζωής, να τα παλεύει και να βγαίνει από πάνω από τον αφρό τους με αυτό το απέραντο, παράφορο χαμόγελό του. Τι έβλεπε, τι άκουγε, τι μύριζε, τι άγγιζε, τι ένιωθε πια στον καφενέ εκείνο. Λες κι ήταν ο κήπος κανενός θεού, αίθουσα αναμονής γι’ αυτούς που είναι προορισμένοι για κάποιο παράδεισο. Όταν τον πείραζα, καλέ νονέ λες κι είσαι ερωτευμένος λάμπεις, μου απαντούσε σοβαρός, γιατί απ’ το δικό σου μερτικό σου κόβω χαρά μου και να μην είμαι; Τον βρήκαν ακουμπισμένο στο βράχο τέλος καλοκαιριού με ένα χαμόγελο να σκίζει την αμμουδιά και στη συνέχεια τη θάλασσα που έφτανε ως τον ήλιο. Όχι, σ’ αυτόν ο θάνατος δεν είχε τον τελευταίο λόγο. Στον καφενέ έγραψαν τ’ όνομά του κι από κάτω ζωγράφισε ένας ζωγράφος λαϊκός το χαμόγελό του.

Αφού σκεφτόταν το νονό της έναν αιώνα, μάζευε με σθένος τα πράγματά της, μια σακούλα νάιλον με ένα διαβατήριο κι ένα πορτοφόλι άδειο από χρήματα και γεμάτο με φωτογραφίες. Κι ύστερα βάδιζε αργά αλλά αποφασιστικά προς την πόρτα και όταν έφτανε στο ξεφτισμένο μπαμπού χαλί που έγραφε καλώς ήρθατε, ίδρωνε, έτρεμε, της ερχόταν εμετός κι όταν της ερχόταν ο εμετός, έτρεχε γρήγορα προς την τουαλέτα και έβγαζε ότι είχε βάλει μέσα της. Ένα ρήμαγμα, έπεφτε δίπλα στο πάτωμα και λιποθυμούσε μέχρι την επόμενη μέρα.

Ένα βράδυ το είδε στο όνειρό της. Το νονό της σοβαρό, χωρίς το απέραντο χαμόγελο, να κάθεται στο βράχο και το ήξερε πως ήταν πεθαμένος. Αλλά παρ’ όλα αυτά άνοιξε τα μάτια του και της είπε, όποιος πνίγηκε μετάνιωσε χαρά μου. Σηκώθηκε από το στρώμα που κοιμόταν και πετάχτηκε απάνω. Δεν πήρε ούτε τη νάιλον σακούλα. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στη μαύρη νύχτα. Κι εκείνος ήταν ακουμπισμένος στο βράχο με τα μάτια του κλειστά. Κι όσο και αν τον σκούντησε κι όσο κι αν τον τράνταξε τα μάτια του δεν άνοιξαν ξανά.

Προηγούμενο ΆρθροΚλοέ Μεντί: «Η νουάρ αφήγηση περιγράφει τις κοινωνικές ανισότητες»
Επόμενο ΆρθροΗ κουλτούρα της στέγασης στους/στις πρόσφυγες.
Η πόλη Κ φιλοδοξεί να είναι ένα σάιτ ποικίλης ύλης για την πολιτική από τα κάτω και την τέχνη, στην εγχώρια και τη διεθνή τους διάσταση. Η συντακτική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τις τέχνες, την πολιτική και κοινωνική θεωρία, και συμμετέχουν σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα . Οι αναζητήσεις της ομάδας εκτείνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των φυλακών, και της αποδόμησης των συστημικών ΜΜΕ και της αστικής δικαιοσύνης Η πόλη Κ είναι ο προορισμός στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Για μας προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας και όλες τις χίμαιρες τις οποίες μπορεί αυτή να εμπεριέχει. Μερικά μονοπάτια προς μια ελευθεριακή ουτοπία θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ιχνηλατήσουμε μέσα από το εγχείρημά μας, με οδηγούς την κριτική πληροφόρηση, τη φαντασία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα ελεύθερο διαδίκτυο.