της Αρετής Μουσουλιώτη
Στέκομαι με την πλάτη ελαφρά κυρτωμένη προς τα εμπρός και τα χέρια στεριωμένα πάνω στα πλαϊνά του νεροχύτη. Μέσα στην πέτρινη ταλαιπωρημένη γούρνα περιμένουν τα ζοχιά που μας φιλέψανε χθες να πλυθούν. Πίσω μου, στο τραπέζι με τις παλιές, χοντρές, γδαρμένες τάβλες από πευκόξυλο είναι ανοιχτή η εφημερίδα – πάνω της τα υπολείμματα από τα χόρτα που καθάριζα. Έζησε πολλές ζωές αυτό το τραπέζι, του εύχομαι μετά τη δική μας να βρεθούν κι άλλες να απλώσουν στις ρωγμές του τα πιατικά και τα ποτήρια τους. Δεν χρειάζεται να στραφώ, ξέρω ακριβώς την εικόνα. Στο πλάι της εφημερίδας, άκρη άκρη, ο καπνός και το τασάκι με τα πρωινά αποτσίγαρα –δυο τρία, είπα να το περιορίσω λίγο το ρημάδι–, στη γωνία ακουμπισμένες οι κούπες του πρωινού καφέ, διπλού τούρκικου δυνατού, σκέτου για κείνον, με μια κουταλιά ζάχαρη ο δικός μου. Σε λίγο θα πάω να αδειάσω στη δικιά μου τον καφέ που άφησε, προσέχοντας μη ρίξω κατά λάθος και τον πηχτό ντελβέ του· μου καρφώθηκε ότι το κάνω όπως σ’ εκείνη την παλιά ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, όπου το ζευγάρι έχει το συνήθειο, χρόνια πια, να πίνει τον απογευματινό καφέ του από το ίδιο φλιτζάνι και το σταματάει όταν η σχέση τους περνάει κρίση. Στ’ αριστερά μου η βαθιά κατσαρόλα γεμάτη νερό περιμένει κι αυτή με τη σειρά της να τη βάλω στη φωτιά για να βράσουν τα χόρτα, λίγο πιο πέρα η ξυλόσομπα – μοναδική πολυτέλεια, δώρο του όταν μπήκαμε στο σπίτι, και στην κοιλιά της ψήνεται το ψωμί μας, όλος ο τόπος γεμίζει από το ξινούτσικο άρωμά του, σαν μυρωδιά από βρεγμένο χώμα. Νωρίτερα, όσο χάζευε στο λάπτοπ, μίλαγα ακατάπαυστα, άλλοτε στο κινητό κι άλλοτε σ’ εκείνον. Συγκατάβαση, δεν με παρακολουθούσε, εγώ συνέχισα: «Πεθαίνω για τα πικρά ζοχιά». «Εσύ, τόσο γλυκό κορίτσι;» σήκωσε τα μάτια του από την οθόνη. «Και πάντα με μπόλικο ξινό λεμόνι κι εκείνο το αψύ φρέσκο λάδι· αυτό που έχουμε δεν είναι σαν το δικό μας, αλλά τι να κάνουμε, μέχρι να βγει το κορωναίικο…» του αντιγύρισα, έτσι, αιχμηρό σχόλιο για τον ξινόπικρο εαυτό που βγάζω άμα συννεφιάζω, κι ήταν αυτή η απάντησή μου στο κοινότοπα τρυφερό του πείραγμα. Δεν είπε τίποτα, με κοίταξε λοξά με το υπομειδίαμα της ανοχής: τα πρωινά δεν με κοντράρει ποτέ, με αφήνει να έχω την τελευταία κουβέντα, μοιάζει να χτίζει την κάθε μέρα μας απ’ την αρχή και να μου δίνει μέχρι το απόγευμα χρόνο για να αλωνίζω και να γκρεμίζω τα τουβλάκια του, μετά όμως τα υπερασπίζεται με μεγαλύτερο σθένος, μέχρι το βράδυ με έχει κερδίσει. Ξέρει πως παίζω παιχνίδια κυριαρχίας αλλά δεν φοβάται, είναι απλώς παιχνίδια, κι εγώ, η ανόητη, πολλές φορές τα απολαμβάνω σαν συντελεσμένες πραγματικότητες, και κάνω πως δεν αναγνωρίζω τις ήττες της ψευδαίσθησης. Ωραία, αυτό μου αρκεί.
Μπροστά από το μεγάλο παράθυρο –αρνήθηκα να το κρύψουμε πίσω από κουρτίνες–, που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου, απλώνεται το πίσω μέρος της αυλής, στον ορίζοντα ένας δασώδης λόφος κατρακυλάει απαλά σχεδόν μέχρι τη μάντρα μας και από τη μέσα της πλευρά φουντώνει ο μικρός μπαξές, στην ακριανή απόληξή της, μια ανάσα από τις πέτρες της, υψώνεται η λεύκα με τα παραβλάσταρά της. Τα φύλλα της έπεσαν πια, φθινόπωρο προς το τέλος του, τα κλαριά της όμως στραφταλίζουν έτσι γυμνά γιατί σήμερα έχει εκπληκτική διαύγεια, φυσάει κι ένα βοριαδάκι κι αυτή χαζοχορεύει πριν την παγώσει ο χειμώνας – η αφελής. Είναι ακριβώς αυτό που θα έβλεπα αν κατοικούσα την κουζίνα που ερωτεύτηκα μια Καθαρή Δευτέρα, χρόνια πίσω, όταν μπήκαμε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κάπου στα Κύθηρα. Κι η άλλη μου αγάπη, που τότε με ανάσαινε και τώρα είναι ακριβή μου οικογένεια, το ένιωσε: «Το όνειρό σου, ε; Να μαγειρεύεις σε μια τέτοια κουζίνα!». Τώρα συνέβη, πλησίασα κυκλωτικά το παρελθόν. Πίσω μου η πόρτα ανοιχτή, τον ακούω να μουρμουρίζει τα δικά του τραγούδια ανάκατα με τις μουσικές που του παρήγγειλα. Το βοριαδάκι τράβηξε την υγρασία της βροχής των προηγούμενων ημερών, θα πονάνε λιγότερο τα χέρια του σήμερα, σκέφτηκα, κι έπειτα του πέταξα με αυθάδεια: «Λοιπόν, τεμπέλη, δεν θα συμμαζέψεις λίγο στο καθιστικό;» Ένιωθε καλά, σηκώθηκε κι έπιασε να τακτοποιεί. Εχθές περάσαμε το βράδυ με τα βινύλιά του και τα βιβλία μου. Συνεπαρμένη, στην αρχή τού διάβαζα αποσπάσματα διαταράσσοντας την ευταξία στα ράφια, έπειτα όμως για ώρα του σύστηνα τον Σαραμάγκου μέσα από την Πέτρινη σχεδία του, κι εκείνος στα διαλείμματα έπαιρνε βαθιές ανάσες με τα κομμάτια-σπαράγματα που απίθωνε στο πικάπ. Κι οι δικές μου αράδες, όσο κι αν ήμουν σίγουρη πως γέμιζαν το δωμάτιο, χωρίς τους ήχους του θα αιωρούνταν μέσα στην πλήξη της αυταρέσκειάς τους, ανολοκλήρωτες κι αφόρητα μόνες. Απ’ όταν μπήκαμε το σπίτι, χωρίς να το ομολογήσουμε, το κατοικήσαν τα βιβλία μου, κι οι δίσκοι του έφτιαξαν τη στέγη – τελικά εδώ, πέρα από μας, ζούνε οι λέξεις μου και οι νότες του. Έτσι πάει, και είμαστε και οι δύο πλήρεις που το μας κουβαλάει, φυλάει και προστατεύει τα πιο ιερά μου και του, κι αυτά συνυπάρχουν, δεν είναι σε ανταγωνισμό ούτε αλληλοαναιρούνται· στέκουν απαραβίαστα κομμάτια της ζωής που καταλαμβάναμε στον χώρο και στον χρόνο προτού καν γνωριστούμε, εδάφη που εξακολουθούμε να κυριεύουμε και τώρα. Αναπαλλοτρίωτα από συμβάσεις συγκατάβασης, πάντα σθεναρά, θα υπερασπίζονται το δικαίωμά τους να υφίστανται για λογαριασμό του καθενός, ακόμα κι έξω από τη θέληση του άλλου.
Το βλέμμα μου γεμίζει παράδοξα τώρα μόλις, που αδειάζουν τα χρόνια, τώρα τα καταφέραμε και δεν μιλάμε για ό, τι απομένει, άλλη μια απαράβατη άρρητη συμφωνία – το σοφό ένστικτο της αυτοσυντήρησης αποφεύγει άσκοπα και περιττά δράματα, δεν είμαστε για τέτοια. Λαχταράω να μεγαλώσουν τα λάχανα, έχω το κακό να σχεδιάζω τα φυτέματα και να τον αφήνω μόνον του να τα παλεύει στην άκρη της αυλής· εκείνος παλεύει με τη γενεσιουργό του δύναμη κι εγώ απλώς εκδηλώνω επιθυμίες γέννας χωρίς να λερώνω τα δικά μου χέρια, μονάχα συδαυλίζοντας τον πόθο του. «Όταν κρυώσει ο καιρός, έλεγε η μάνα μου και η θεια μου, γλυκαίνουνε τα λάχανα. Τότε θα φτιάξω το πρώτο πραγματικά χειμωνιάτικο φαί μας, ντολμάδες με χοιρινό κιμά». Ακόμα δεν τον έχω καν ρωτήσει αν του αρέσουν. Δεν ρωτάμε πολλά μεταξύ μας, απλώς αφηνόμαστε να τα ανακαλύπτουμε, κι όταν τύχει και κάνουμε λάθος, με μιαν εφηβική αιδημοσύνη αποσύρουμε τις εμμονές μας χωρίς συγγνώμες και τα τοιαύτα, απλώς σταματάμε να τις ρίχνουμε στο τραπέζι κι έτσι ατονούν ή πάνε αλλού, στα προσωπικά στοιχήματα του καθενός μας, εκεί που ο άλλος δεν έχει δικαίωμα εισόδου. Κάποτε αυτό διευρύνεται και στα προσωπικά μας μυστικά που αναπόφευκτα ξετυλίγονται μέσα στην κοινή καθημερινότητα, χωρίς όμως και να αποκαλύπτονται. Και σήμερα, πηγαίνοντας στο μπάνιο, έπεσε το βλέμμα μου πάνω στο κρεβάτι. Στρωμένο από τα χέρια του, και το μεσήλικο αρκουδάκι, ο μονάκριβος εργένικος σύντροφός μου, ξάπλωνε ραχάτικα στην κώχη που σχηματίζουν τα μαξιλάρια μας έτσι όπως σμίγουν αντικριστά, αφημένα να μας κουτσομπολεύουν τις ώρες του ξύπνιου μας. Μόνο την πρώτη μέρα που ξημερώσαμε σ’ αυτό το σπίτι έσιαξα τα σκεπάσματα και το τοποθέτησα εκεί. Από την επόμενη και μέχρι τώρα επαναλαμβάνει ο ίδιος αδιάλειπτα αυτήν την κίνηση, ιερουργώντας σε τελετές που δεν του έδειξα, για τις οποίες ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να του μιλήσω – η ίδια ούτε υπόλογη ούτε εξηγητική. Κι έτσι πάει, κι είναι αρκετό.
Και μιας και ανέφερα τη μεγάλη λεύκα, η αλήθεια είναι ότι είναι μία από τις τρεις λεύκες του σπιτιού. Ή, για να το πω σωστά, το σπίτι μας το φυλάνε τρεις λεύκες: η πρώτη ορθώνεται εμπρός από τον τόπο του φαγητού μας, προστατεύει ό, τι προσφέρει ο ένας στον άλλο κάτω από το βλέμμα της ως εκπλήρωση της ανάγκης μας για βρώση, εκείνης που νοιαζόμαστε να εξασφαλίζουμε για τα σώματά μας μέσα στην κουζίνα με τον φαρδύ ξύλινο μπουφέ, τα ράφια με τα μπαχαρικά, τα λίγα τσικισμένα πιάτα και τα ποτήρια προσεκτικά αραδιασμένα στην κρεμαστή τους πιατοθήκη – όλα μεταξύ τους ανόμοια, όπως του εξήγησα ότι μου αρέσει προτού καν σκεφτούμε να ζήσουμε μαζί. Και το θυμήθηκε, και δεν παραξενεύτηκε άμα τα πρωτοείδε. Η δεύτερη είναι ο άγγελος του ύπνου μας: στέκεται λίγα μέτρα πέρα από το παράθυρο του υπνοδωματίου, ανασαίνει τα όνειρά μας, κοκκινίζει ντροπαλά στις επιθυμίες μας και μετράει τις νύχτες μας για να τις βρίσκει μια μια, κάθε πρωί, περισσότερες απ’ όσες τις λογαριάσαμε το βράδυ πέφτοντας να κοιμηθούμε. Και η τρίτη λεύκα μάς παραστέκει ριζωμένη έξω σχεδόν απ’ το κατώφλι μας. Από την πρώτη στιγμή όρισα πως στέκεται αριστερά, ενώ εκείνος παρατήρησε πως είναι θέμα καθορισμού της οπτικής γωνίας: κοιτάζοντας την εξώπορτα καθώς μπαίνεις στην αυλή, είναι στα δεξιά της. Και τότε εγώ βρήκα τον τρόπο όχι απλώς να έχω δίκιο μα και να καταλάβω γιατί της έδωσα αυθόρμητα αυτό το στίγμα στον χάρτη μας: «Το σπίτι δεν είναι αυτό που βλέπεις απ’ έξω, είναι αυτό που είναι μέσα, το σημείο αναφοράς δεν είναι να το παρατηρείς σαν θεατής αλλά να κατοικείς εντός του, άρα το σωστό είναι πως η λεύκα μας είναι στην αριστερή πλευρά του, αριστερά όπως η ζωή, όπως η καρδιά, όπως όλα όσα θέλουμε για τον κόσμο μας». Ήταν από τις φορές που συμφώνησε με τη δική μου ιδιότροπη πυξίδα, όχι για να μην με κακοκαρδίσει, αλλά γιατί και η δική του η ζωή πάντα αριστερά κύλησε. Συνεννοηθήκαμε λοιπόν χωρίς πολλά πολλά, κι ας διαφωνούν οι φίλοι θεωρώντας καπρίτσιο έναν τέτοιο χωροθετικό προσδιορισμό. Εμείς μια φορά ομονοήσαμε κι έτσι τη λέμε, η αριστερή μας λεύκα.
Έχει ψύχρα πια, το σπίτι το βλέπει ο ήλιος πολλές ώρες, αλλά σε λίγο θα μπει ο χειμώνας, ο πρώτος χειμώνας που θα μας βρει προστατευμένους μέσα στους ίδιους τοίχους, αντικριστά στο ίδιο τραπέζι, απέναντι από τον ίδιο καθρέφτη, πάνω στο ίδιο κρεβάτι, δίπλα στην ίδια κουνιστή πολυθρόνα, έξω στην ίδια αυλή. Παραμένω περίεργη γι’ αυτό, λιγότερο όμως τρομοκρατημένη όσο περνούν οι μήνες. Και περιμένω το καλύτερο και ξορκίζω το χειρότερο, και ξέρω πως το πρώτο αρκεί να το επιθυμούμε, ενώ το δεύτερο απλώς θα αποφασίσει αυθαίρετα να μας επισκεφτεί. Με το ένα ζούμε γιατί μας σηκώνει από τα σκεπάσματα, το δεύτερο μας βάζει να χωνόμαστε μέσα τους για να το καθυστερήσουμε, ξεγελώντας τον χρόνο και τις πιθανότητες. Κι αυτό είναι όλο, και κάνουμε πως δεν το σκεφτόμαστε γιατί χρειάζεται να σχεδιάσουμε τόσα πολλά θέλω, που δεν μένει ενέργεια να φοβηθούμε για τους κακούς καιρούς.
Πλησιάζει ανεπαίσθητα από πίσω, θαρρώ προηγουμένως με φώναξε κι εγώ δεν άκουσα, δεν ήθελα τίποτα να χωρίσει τα μάτια μου από τη ζωή που βουίζει πίσω από την πλάτη μου – και έτσι μόνο, με την πλάτη γυρισμένη, μπορώ να προσποιούμαι πως δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει, να εκπλήσσομαι σαν από αναπάντεχο δώρο κάθε φορά που στρέφομαι και την αντικρίζω, λες και δεν ήξερα ότι είναι εκεί ως κομμάτι της τύχης και της υπομονής μας. Με πλησιάζει ανεπαίσθητα, πάνω στις πλάκες της κουζίνας αλαφροπατά με τις καινούριες του παντόφλες, ζεστές, μαλακές, σε ένα βαθύ λαδί χρώμα, δώρο μου στο γενέθλιο πρωινό του πριν λίγες μέρες. «Πάλι ντύθηκες δέντρο;» με πείραζε μια φίλη όταν με έβλεπε με μπλούζες, ζακέτες, φουλάρια, ακόμα και κοσμήματα, στις αποχρώσεις του πράσινου – για τα αρβυλάκια μου δεν αναρωτιόταν ποτέ κανείς, ήταν πάντα τέτοια. Και τώρα σκέφτομαι πως, ασυνείδητα, σχεδόν όσα ρούχα τού έχω χαρίσει αυτούς τους μήνες της κοινής μας ζωής είναι σ’ αυτά τα χρώματα. Και σκέφτομαι πως ναι, μάλλον θέλω να τον μετατρέψω σε δέντρο, έτσι που να ριζώσει τόσο βαθιά στο σπίτι μας, να βυθιστεί κάτω από τις πέτρινες πλάκες και το ξύλινο πάτωμα και να φτάσει ίσα δυο σπιθαμές απ’ τα δοκάρια της στέγης για να μην ξαναφύγει, να μην τον αποχωριστώ ποτέ ξανά, να μη χρειαστώ άλλα χρόνια μέχρι να τον ανασάνω. Θέλω να γίνει ο ερυθρελάτης της ζωής μου, οι ρίζες του στον ουρανό μας, τα φύλλα στο φαρδύ διπλό κρεβάτι μας. Αρχίζει να μεταμορφώνεται –τώρα που νιώθει δυνατός και σίγουρος– σ’ αυτό το δέντρο που θα ρίξει τον ίσκιο του στο καλοκαίρι μας, για να κερδίσουμε με μονάδα μέτρησης τους δακτυλίους του κι άλλον έναν χρόνο, κι άλλον έναν χειμώνα. Με πλησιάζει ανεπαίσθητα και με κυκλώνει με τα χέρια τρυφερά από τη μέση. Δεν ξαφνιάζομαι, δεν τρομάζω, μόνο που σκέφτομαι ότι ακόμα, μετά από τόσην ώρα, δεν άνοιξα τη βρύση, δεν άρχισα να πλένω τα χόρτα που περιμένουν υπομονετικά. «Θα σ’ αγαπάω μέχρι το τέλος της ζωής μας» μου ψιθυρίζει απαλά στο αυτί. «Για μια αιωνιότητα και μια μέρα δηλαδή» συμπληρώνω. «Τη σημερινή». Τον κοιτάζω μέσα απ’ το τζάμι, δεν είμαι σίγουρη ότι χαμογελώ.
Δεν έχει φύγει ακόμα το πρωινό, ακόμα είναι οι ώρες της κυριαρχίας μου, και τώρα αποφάσισα πως θέλω να συνεχίσω συνειδητά το όνειρο – τίποτα να μην το διαταράξει, τίποτα να μην το διακόψει.
Και βυθίζομαι πια σε έναν ήσυχο, άδειο ύπνο.