Τριάντα μία Δεκέμβρη, και –παρά τα βαριά σύννεφα και το ψιλόβροχο– το κρύο ήταν μαλακό. Όταν έφτασε στην πύλη της μάντρας η ώρα ήταν έντεκα παρά δέκα, αναβόσβησε τα φώτα της μηχανής του τρεις φορές και η γκαραζόπορτα άρχισε να κυλάει πάνω στη ράγα. Ο συνάδελφος ήταν ήδη όρθιος φορώντας το παλτό του και με τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στο χέρι. Τον περίμενε πώς και πώς για να προλάβει ν’ αλλάξει χρονιά στο τραπέζι με την οικογένειά του. Τον χαιρέτησε εγκάρδια αλλά βιαστικά με ένα καλή χρονιά. Ανοίγοντας την πόρτα κοντοστάθηκε για μια στιγμή και γυρίζοντας του είπε:
«Τσέκαρε το δεύτερο υπόγειο, έχει χαλάσει η αντλία αποστράγγισης και μαζεύει νερά, καλή χρονιά και πάλι».
Ο Τάσος κρέμασε το βρεμένο μπουφάν του, έβαλε καφέ από το μηχάνημα, πρόσθεσε λίγο Μεταξά από ένα πλακέ μπουκάλι που είχε στην κωλότσεπη, άνοιξε το παράθυρο και τράβηξε την καρέκλα προς το μέρος του: έτσι θα μπορούσε να καπνίσει χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος να χτυπήσει η πυρανίχνευση. Οι συνάδελφοί του τον συμπαθούσαν – κι όχι γιατί τον ήξεραν, ίσα ίσα ήταν τόσο λιγομίλητος, που με το ζόρι τού έπαιρναν καμιά κουβέντα στα λίγα λεπτά που διαρκούσε η αλλαγή της βάρδιας· ήταν όμως πάντα πρόθυμος να αναλάβει τις βάρδιες που όλοι αποφεύγανε. Τέλειωσε το τσιγάρο του, τσούλησε την καρέκλα του στον πάγκο και με τα μόνιτορ τσέκαρε τις κάμερες, ειδικά όσες έβλεπαν στην περίμετρο του εργοστασίου, και έλεγξε αν οι ζώνες του συναγερμού είχαν οπλίσει σωστά. Σε κάνα σαραντάλεπτο θα άλλαζε ο χρόνος, στη μέση όμως του πουθενά ούτε τα βεγγαλικά δεν θα έπαιρνε χαμπάρι. Η μόνη σχέση που είχε αυτό το μέρος με τον χρόνο ήταν η έναρξη και η λήξη της βάρδιας.
Το εργοστάσιο ήταν κλειστό εδώ και δυο χρόνια, αλλά παρέμενε σε καλή κατάσταση· οι μηχανές θα μπορούσαν να πάρουν μπροστά την άλλη κιόλας μέρα. Παρ’ όλα αυτά η παραγωγή, για λόγους που δεν τους ήξερε, είχε σταματήσει. Οι ιδιοκτήτες το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη όπου αραιά και πού κάποια φορτηγά έρχονταν, φόρτωναν και ξεφόρτωναν ξυλοκιβώτια. Πέρα από την εικοσιτετράωρη φύλαξη άλλο μόνιμο προσωπικό δεν υπήρχε, και τον πιο πολύ χρόνο η μόνη παρέα του φύλακα στο ατέλειωτο οκτάωρο ήταν μερικά σκυλιά που περιφέρονταν έξω από την πύλη ελπίζοντας να κερδίσουν συμπάθειες και τροφή. Ο Τάσος ήταν απ’ αυτούς που τα φρόντιζε περισσότερο: είχε την άποψη ότι, αν ένιωθαν το μέρος δικό τους, μπορεί να έβαζαν ένα «χεράκι» σε κάποια δύσκολη περίσταση, κι ας μην ήταν κάτι παραπάνω από απλοί και φοβισμένοι κόπροι.
Άνοιξε το τρανζιστοράκι και έπιασε έναν μουσικό σταθμό με ροκ και μέταλ μουσική. Προς μεγάλη του έκπληξη έπαιζε το Bohemian Rhapsody των Queen, που είχε χρόνια να το ακούσει. “Τουλάχιστον η χρονιά θα αλλάξει πρωτότυπα” σκέφτηκε. Δεν τον πείραζε η μοναξιά –δεν είχε άλλωστε και κανέναν για να περάσει μαζί του τις γιορτές–, οπότε ήταν πολύ καλύτερα να δουλεύει παρά να κοιτάζει το ταβάνι ή να περιφέρεται σαν αδέσποτος σκύλος. Ο μόνος δικός του άνθρωπος, ο πατέρας του, ήταν βυθισμένος σε κώμα εδώ και επτά μήνες και, παρ’ ότι τον επισκεπτόταν σχεδόν κάθε μέρα για δέκα λεπτά, το σίγουρο ήταν πως δεν μπορούσαν να κάνουν μαζί ρεβεγιόν – άσε που δεν θα είχε πλέον κανένα νόημα. Όπως και να ’χει, πιο τακτικά τον έβλεπε αυτόν τον καιρό παρά όταν είχαν την ευκαιρία ν’ ανταλλάξουν μεταξύ τους καμιά κουβέντα. Όπως διαπίστωσε αυτούς τους μήνες στις καθημερινές τους σιωπηλές συνεδρίες –έτσι είχε ονομάσει τις ολιγόλεπτες επισκέψεις του– ήταν και οι δύο άνθρωποι από την ίδια πάστα. Κλειστοί, λιγομίλητοι, ισχυρογνώμονες και αμετανόητοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους ένα μεγάλο φτυάρι κι όλη την ώρα έθαβαν όσο πιο βαθιά μπορούσαν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Έβαζαν μπροστά τον εγωισμό τους και πίσω πίσω τον εαυτό τους και τις ανάγκες του – ο πιο σίγουρος δρόμος για να μείνεις μόνος στη ζωή, και τον είχαν περπατήσει και οι δύο με συνέπεια. Όταν πέθανε η μάνα του, ούτε που πάταγε στο πατρικό του, τα νέα του πατέρα του τα μάθαινε από τη θεια του που τον έπαιρνε πού και πού κανένα τηλέφωνο.
«Τράβα να τον δεις καμιά φορά, θα πεθάνει και τότες θα είναι αργά» του έλεγε με παράπονο. «Άσε μας, ρε θεια… Καλά που έχει και σένα και τον προστρέχεις, ενώ σου ψήνει το ψάρι στα χείλη. Δεν τον ξέρω; Τα ίδια έκανε και με τη μάνα μου» της απαντούσε. Κάπου εκεί τελείωνε και η κουβέντα τους, για να επαναληφθεί κανέναν μήνα μετά. Όσο και να τον κατηγορούσε, στην πραγματικότητα τον είχε καταπιεί· όταν πέθανε η μάνα του, δεν πόνεσε ούτε ποτέ ένιωσε την απουσία της. Από παιδί την είχε μακριά απ’ τη ζωή του, δεν είχε τρέξει ποτέ να κλάψει στην αγκαλιά της ούτε με λαχτάρα να της πει τη χαρά του. Εκείνη, μια σκιά, στεκόταν απόμερα και φρόντιζε το σπίτι. Και στους καβγάδες του με τον πατέρα του είχε έναν τρόπο να εξαϋλώνεται, τη συνθλίβανε οι φωνές τους και δεν είχε τόπο να σταθεί ανάμεσά τους. Δεν την αγαπούσε τη μάνα του γιατί δεν τη γνώριζε, ίσως κατά βάθος πίστευε ότι κι αυτή κάπως έτσι ένιωθε γι’ αυτόν.
Αφόπλισε τη ζώνη 3 και αποφάσισε να κάνει την πρώτη περιπολία του ’22, δεν είχε όρεξη για καμιά μεγάλη γύρα, ίσα που θα κατέβαινε στο δεύτερο υπόγειο να δει αν είχε ανέβει η στάθμη των νερών και να συμμαζέψει την κατάσταση με το απορροφητικό μηχάνημα. Γύρισε στο φυλάκιο μετά από κάνα μισάωρο με τα παπούτσια και τα μπατζάκια βρεγμένα – σκατά! Από το ηχειάκι του τρανζίστορ οι Quiet Riot έσπερναν τον θόρυβο και αυτός ένιωσε μια ακατανόητη ταραχή, ένα φτερούγισμα στο στήθος και ένα βάρος στο στομάχι την ίδια στιγμή. Προσπάθησε να χαλαρώσει φέρνοντας στα χείλη του το μπουκάλι με το Μεταξά, άναψε ένα τσιγάρο και βγήκε στην πόρτα. Τα σκυλιά τον μυρίστηκαν και πλησίασαν κουνώντας τις ουρές στους. Χαμήλωσε στα γόνατα και άρχισε να τα χαϊδεύει στον λαιμό και στο κεφάλι, προσπαθώντας να ξεχάσει την ανησυχία του. Ο ρυθμός που είχαν οι ανάσες τους ήταν καθησυχαστικός, πήραν θάρρος από τη στάση και την εγγύτητα του σώματός του και άρχισαν να τον γλύφουν στη μούρη, πράγμα που υπό κανονικές συνθήκες θα τον είχε εξοργίσει, αλλά ετούτη τη στιγμή το δεχόταν σαν δείγμα αστείρευτης αγάπης.
Ο ήχος από το κινητό του ακούστηκε στο βάθος, επίμονος και απαιτητικός. Σηκώθηκε και με αργά βήματα μπήκε στο φυλάκιο, ο αριθμός ήταν από σταθερό και δεν ήταν αποθηκευμένος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ψηλά, ήξερε τι θα ακούσει.
«Ο κύριος Καράς;» – σπάνια τον αποκαλούσαν κύριο.
«Ναι».
«Από την κλινική, ο πατέρας απεβίωσε πριν από λίγο».
Σιωπή… Σιωπή…
Έκλεισε το τηλέφωνο.
Ήθελε να μπορούσε να κλάψει, μα δάκρυ δεν κύλησε. Έπιασε έναν σιδεροσωλήνα, που κάποιος είχε καβατζώσει στο φυλάκιο για ασφάλεια – και καλά, και άρχισε να σπάει τα πάντα γύρω του, ξεκινώντας από τα αναθεματισμένα τα μόνιτορ, μετά κατέβασε τα τζάμια των παραθύρων και, όταν είχε κάνει γης Μαδιάμ το φυλάκιο, κάτω απ’ τον ήχο της σειρήνας του συναγερμού ξεχύθηκε στο υπόλοιπο εργοστάσιο και άρχισε να καταστρέφει ό, τι μπορούσε με τον σιδεροσωλήνα που κράταγε σφιχτά στα δυο του χέρια. Βρήκε ένα στουπί ποτισμένο με λάδια μηχανής, το άναψε με τον αναπτήρα και το πέταξε σε μια στοίβα από παλέτες.
Δεν κάθισε καν να δει αν πήρε φωτιά, πήρε γρήγορα γρήγορα το μπουφάν του, καβάλησε τη μηχανή και πάτησε το γκάζι καταπάνω στον ήλιο που έκανε την εμφάνισή του από την ανατολή. Ένα δάκρυ κύλησε κάτω απ’ το κράνος του. Πρώτη φορά ένιωσε ελεύθερος όχι γιατί έχασε τον τελευταίο δεσμό που είχε με τους ανθρώπους, αλλά γιατί πρώτη φορά ένιωσε τι σημαίνει ν’ αγαπάς κάποιον.
Γκάζωσε στο τέρμα, τώρα ήξερε.