Προδημοσίευση από το περιοδικό ΕΚΤΟΣ τεύχος 2, των εκδόσεων των άλλων που επίκειται.
https://ekdoseistonallon.wordpress.com/
Κατέβαινε τη λεωφόρο με τα ξενοίκιαστα μαγαζιά και τις εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες, διαβάζοντας με δυσκολία τις ταμπέλες στα κάθετα στενά για να εντοπίσει το όνομα του δρόμου που είχε αποστηθίσει πριν ξεκινήσει για το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας.
Έστριψε στη σωστή γωνία και χάρηκε γιατί τα πεζοδρόμια ήταν σκεπαστά και μπορούσε να προχωράει χωρίς να είναι εκτεθειμένος στη βροχή. Μετρίασε το βήμα του, έπρεπε να πάρει λίγο χρόνο, μια ελάχιστη ανάσα πριν βουτήξει μέσα σ’ αυτή τη μαύρη τρύπα. Αυτό που πήγαινε να κάνει του φαινότανε απίστευτο, αλλά δεν μπορούσε να βρει και κάποια άλλη διέξοδο. Δεν κουβαλούσε πάνω του τίποτα που να μπορούσε να προδώσει την ταυτότητά του. Οι τσέπες του ήταν άδειες, το μόνο που είχε ήταν ένα ζευγάρι κλειδιών για ένα άγνωστο διαμέρισμα. Μέχρι και τα ρούχα που φορούσε δεν ήταν τα δικά του, του τα είχαν δώσει μαζί με τα κλειδιά δυο ώρες πριν. Βρήκε τον δρόμο που γύρευε, ήταν ένα αδιέξοδο σοκάκι που πνιγόταν από γκρίζες μονοκόμματες πολυκατοικίες.
Τσέκαρε τον αριθμό στην είσοδο και προσπάθησε να μπει με τα κλειδιά, στο δεύτερο απ’ αυτά η σιδερένια εξώπορτα άνοιξε. Χωρίς να ανάψει το φως κοντοστάθηκε για να δει αν τον βλέπει κανείς. Ερημιά παντού, κατέβηκε στο υπόγειο και πάτησε τον διακόπτη που βρήκε ψαχουλευτά στον τοίχο, ένα αρρωστιάρικο φως από μια λάμπα φθορισμού, που πάσχιζε να ανάψει, του επέτρεψε να προχωρήσει προς το βάθος του διαδρόμου με τα ρολόγια της ΔΕΗ. Βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα και την άνοιξε με το άλλο κλειδί. Ένα μουχλιασμένο σκοτάδι τον τύλιξε, κοντοστάθηκε και πήρε μερικές ανάσες πριν κάνει το βήμα να διαβεί το κατώφλι.
Ήταν ένα μακρόστενο σπίτι μ’ ένα δωμάτιο, μια κουζίνα και ένα μπάνιο. Η λιτή επίπλωση ίσα που επαρκούσε για να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες του τις επόμενες τρεις μέρες που θα έπρεπε να περάσει εδώ. Τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο δεν υπήρχε, ούτε βιβλία ή περιοδικά για να περνάει την ώρα του. Ένας καναπές για να κοιμάται, ένα ψυγείο με κάποια τρόφιμα και ένα ηλεκτρικό μάτι για να μαγειρεύει.
Φυσικά, όποια στιγμή ήθελε μπορούσε να σηκωθεί και να φύγει, στο έβγα του όμως θα έκλεινε μια για πάντα και την πόρτα στη μια και μοναδική ευκαιρία να πάρει τη ζωή από την αρχή, να ξεφύγει από όλα εκείνα που πλέον του φαίνονταν δυσβάσταχτα και ανυπέρβλητα.
Κάθισε στον καναπέ χωρίς να βγάλει το μουσκεμένο του σακάκι, θα ήθελε λίγο αλκοόλ, αλλά μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε στάλα.
Ξύπνησε από έναν ύπνο βαρύ, όλο όνειρα και εφιάλτες, κουρασμένος και σε σύγχυση, του πήρε κάποια ώρα για να καταλάβει πού βρίσκεται και ότι δεν συνεχίζει να ονειρεύεται. Έβαλε να φτιάξει καφέ και άναψε τον θερμοσίφωνα. Άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας, έβλεπε σ’ έναν φωταγωγό, και προσπάθησε να ακούσει τις ομιλίες από μια τηλεόραση που έπαιζε σε κάποιο διαμέρισμα μερικούς ορόφους πιο πάνω. Μυρωδιές από φαγητά ανάκατες με την αποφορά των υδρορροών τού έφεραν μια αναγούλα και το ξανάκλεισε όπως όπως.
Χώθηκε μέσα στην μπανιέρα με το ζεστό νερό προσπαθώντας να χαλαρώσει, δίπλα του σ’ ένα σκαμπό είχε ακουμπήσει μια κούπα με καφέ και το τασάκι μ’ ένα αναμμένο τσιγάρο – τουλάχιστον του είχαν επιτρέψει να πάρει μαζί του μερικά πακέτα τσιγάρα. Έμεινε λίγη ώρα με το κεφάλι του κάτω από το νερό, ένιωθε να αδειάζει· τελείως… Ένα υπέροχο κενό τον κατέκλυζε, ό, τι άξιζε στη ζωή του το είχε χάσει, τώρα θα άφηνε πίσω του και όσα τον βασάνιζαν. Θα ήταν πια ένας άλλος, θα ήταν ο κανένας. Έβγαλε με ορμή το κεφάλι από την μπανιέρα και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μαζί με τον αέρα στα πνευμόνια του μπήκαν και οι αμφιβολίες στο μυαλό, έφευγε από το τίποτα για να πάει στο πουθενά· η διαφορά ήταν ότι το τίποτα το ήξερε. Το ζούσε εδώ και πέντε χρόνια, τον παγίδευε σιγά σιγά, του αφαιρούσε μεθοδικά όλα αυτά που τον έκαναν αυτό που ήταν: έναν έναν τους λόγους που είχε κάποιος να ζει, να σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι του – μέχρι κι αυτό το κρεβάτι του πήραν. Για να κοιμάται και να ξυπνάει σε καναπέδες, παρείσακτος στις ζωές των άλλων που, όσο φιλόξενοι και φιλικοί κι αν ήταν, συνέχιζαν να ζουν τις ζωές τους. Κι αυτός περιφερόταν κάπου ανάμεσα σαν αταίριαστο έπιπλο, σαν μια βαλίτσα που περίμενε να φύγει για κάπου αλλού…
Ναι, το τίποτα ήρθε στη ζωή μέσα από μια διολίσθηση, από ένα ροκάνισμα που έγινε ένα μ’ αυτόν, τόσο που μερικές φορές ξεχνούσε πώς ήταν πριν από το τίποτα. Έπρεπε τότε να κάτσει να σκεφτεί, να ανασύρει στη μνήμη του τις συνήθειες, τα πρόσωπα, τις κινήσεις, τις χαρές και τις λύπες που συνέθεταν τη ζωή του πριν από το τίποτα. Τον τελευταίο καιρό αυτό γινότανε όλο και πιο δύσκολο, ειδικά για όσα άρχισαν να χάνονται πρώτα: χαρές, σιγουριά, δύναμη, ανεμελιά κάποιων στιγμών, ακόμα και ευτυχία. Γιατί, όσο να πεις, υπήρξαν στιγμές στη ζωή του που ένιωσε ευτυχισμένος, ακόμα κι αν τότε δεν το συνειδητοποιούσε, ακόμα κι αν τότε θεωρούσε ότι απλώς πέρναγε καλά. Τώρα το ξέρει, υπήρξαν κάποιες φορές, λίγες ίσως, αλλά ευτυχισμένες.
Αυτή η σκέψη τού έφερε ένα πρόσκαιρο χαμόγελο στα χείλη, για να επιστρέψει και πάλι στον κυκεώνα της αναδρομής στο παρελθόν του. Στην αρχή τον φόβιζε που έχανε πράγματα, όπως τα λεφτά, το μαγαζί, το σπίτι του. Λίγο μετά άρχισε ν’ ανησυχεί για τους ανθρώπους. Όσο κι αν φανεί περίεργο οι άνθρωποι άρχισαν να χάνονται σαν απόρροια της απουσίας πραγμάτων. Όταν χάνονταν αυτά έπαιρναν μαζί τους και το έδαφος πάνω στο οποίο συναντούσε τους ανθρώπους της ζωής του. Είχε μάθει πια ότι με τους ανθρώπους δεν μπορείς να είσαι στους αιθέρες, αλλά πάνω σ’ ένα έδαφος: στο σπίτι που συγκατοικείτε, στη δουλειά και στο νταραβέρι της, με τα λεφτά που σου επιτρέπουν να βγείτε μαζί για ένα ποτό, για μια βόλτα. Χωρίς αυτό το έδαφος οι άνθρωποι σιγά σιγά χάνονται· όχι, δεν το κάνουν γιατί είναι παρτάκηδες και κοιτάνε το συμφέρον τους ούτε γιατί δεν σε νοιάζονται ή δεν σ’ αγαπάνε· όχι, αυτό δεν είναι αναγκαστικά αλήθεια. Αλλά για να εκδηλώσουν ό, τι αισθάνονται και να το επικοινωνήσουν, χρειάζονται έδαφος. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο μ’ αυτούς, έχει να κάνει και με σένα. Πρωτίστως έχει να κάνει με σένα, γιατί ακόμα κι αν τους βρεις κι αν σου πουν «έλα να σε κεράσω ένα ποτό» ή σε μια ταβέρνα, όταν κάτσετε στο τραπέζι, λείπει το έδαφος. Τι να συζητήσεις; Τι να μοιραστείς; Θα πεις τις δυσκολίες σου, θα αναμασήσεις τις κοινοτοπίες της εποχής, θα αισθανθείς την αμηχανία τους με το που θα περάσει ξώφαλτσα από το μυαλό τους η σκέψη ότι μπορεί να είναι οι επόμενοι. Στο τέλος της βραδιάς θα φύγεις με τα χέρια στις τσέπες κι άδειος. Κι αυτοί το ίδιο, αλλά τυχαίνει να έχουν ακόμα χαλάκι για να τα βάλουν όλα αυτά από κάτω και να πάνε για ύπνο, αύριο κάτι τους περιμένει.
Το είχε ζήσει το έργο κι απ’ την ανάποδη, κόντρα ρόλο που λένε. Γιατί πριν βρεθεί ο ίδιος στο τίποτα, είχε δει αρκετούς άλλους να χάνονται στην ομίχλη του, και –παρά το ειλικρινές ενδιαφέρον για κάποιους από αυτούς– όταν κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου, πίσω της κόβεται κι εκείνο το λεπτό νήμα που σε συνδέει με την ύπαρξη του άλλου κι όσο να το ματίσεις, πάλι κόβεται κι εν τέλει κομμένο μένει.
Ύστερα κατάλαβε ότι τελικά η μεγαλύτερη, ή, για την ακρίβεια, η ουσιαστικότερη απώλεια δεν ήταν ούτε τα πράγματα ούτε καν οι άνθρωποι, αλλά η ίδια του η υπόσταση. Όσο βυθιζόταν μέσα σ’ αυτό το τίποτα, όσο του αποκολλούσαν τα κομμάτια του τόσο σταμάταγε να αισθάνεται την υπόστασή του, τις ικανότητες του, τη δημιουργικότητά του, τόσο βούλιαζε μέσα σ’ αυτό το τίποτα. Καθώς έχαναν το νόημά τους ακόμη κι όσα για την ώρα μπορούσε να κάνει, σιγά σιγά αποσυρόταν κι απ’ αυτά. Αποτραβιόταν από την ίδια του την υπόσταση. Το μόνο που του έμενε, και μερικές φορές γινόταν πιο έντονο και πιο καθαρό, ήταν η ακριβής σημασία των λέξεων και των συνδέσεών τους – όταν φυσικά δεν έπεφτε σε αφασία και απόλυτη παράλυση μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης ή του υπολογιστή.
Όμως, να που τώρα κι αυτό ακόμα το τίποτα έμοιαζε ανακουφιστικό απέναντι στην αγωνία της άγνοιας που στοίχειωνε το πουθενά. Κι ακριβώς την ίδια στιγμή, τη στιγμή που ένιωθε την αγωνία μπροστά στο άγνωστο του πουθενά, τον συνέπαιρνε η ιδέα ότι θα μπορούσε να απαλλαγεί από αυτή την κινούμενη άμμο που του είχε φτάσει μέχρι το σαγόνι, από την τεράστια βδέλλα που του απομυζούσε κάθε ικμάδα ενεργητικότητας. Ίσως για να ζυγιάσει αυτές του τις αντιφάσεις, του ζήτησαν να περάσει στον «προθάλαμο» τρεις ολόκληρες μέρες. Είχε έρθει η ώρα να αναμετρηθεί με το τίποτα και με το πουθενά.
Βγήκε από την μπανιέρα, τυλίχτηκε με μια πετσέτα και, αφήνοντας τις υγρές πατημασιές του στο μωσαϊκό, πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ψυγείο και ντουλάπια και αποφάσισε να φτιάξει μια μακαρονάδα. Το μαγείρεμα τον χαλάρωσε και καθώς έκοβε τα λαχανικά για τη σάλτσα έπιασε να σιγοσφυρίζει έναν σκοπό. Μερικές φορές αρκεί κάτι απλό για να νιώσεις ξανά ότι όλα έχουν ένα κάποιο νόημα. Από χρόνο είχε προς το παρόν άφθονο, κι αν ήθελε να βγει αλώβητος από αυτήν τη διαδικασία της απομόνωσης θα έπρεπε να βρει έναν ρυθμό για να μη βουλιάξει μέσα στην απραξία από την εμμονή στις ίδιες σκέψεις. Επιβράδυνε όσο μπορούσε τις κινήσεις του, έτσι που ό, τι κάνει να κρατάει πιο πολύ χρόνο. Εδώ θα νικούσε ο πιο αργός, σκέφτηκε καθώς συμμάζευε την κουζίνα μετά το φαγητό. Επινόησε διαδικασίες για τα πάντα, όταν ξάπλωνε έβγαζε τα ρούχα του, όταν σηκωνότανε τα φόραγε – το ίδιο και με τα παπούτσια του, πριν κάνει οτιδήποτε έστρωνε το κρεβάτι και συνεχώς καθάριζε τα πάντα με όση βραδύτατα μπορούσε να επιστρατεύσει. Μιας και η υπόγα, όπου ήταν κλεισμένος, δεν είχε καθόλου φυσικό φως κι ούτε υπήρχε ρολόι μέσα στο σπίτι, στην πραγματικότητα είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Είχε φτιάξει ένα δικό του ημερήσιο χρονοδιάγραμμα, βασισμένο πάνω στις απολύτως στοιχειώδεις προσωπικές του ανάγκες: νύστα, πείνα, ανάγκη για τουαλέτα. Παρ’ όλα αυτά προσπαθούσε να τηρήσει και κάποιους κανόνες, να μετρήσει τον χρόνο με βάση την κίνησή του μέσα στον χώρο και τη διάρκεια που είχαν όσα έκανε. Επίσης μια φορά την ημέρα –ή τέλος πάντων ό, τι αυτός μπορούσε να ορίσει ως μέρα– έκανε μπάνιο και ξυριζότανε, έτρωγε τρεις φορές και άλλες τόσες έπλενε τα πιάτα και τα ταχτοποιούσε, δυο φορές έκανε γυμναστική, έστρωνε το κρεβάτι του, ντυνότανε, γδυνότανε, έλεγχε τις προμήθειες στο ψυγείο και στα ντουλάπια τις κουζίνας. Καθότανε στο τραπέζι για να φάει και στην πολυθρόνα του δωματίου για να πιει τον καφέ του. Είχε απαγορέψει δια ροπάλου στον εαυτό του να ανοίξει την εξώπορτα του διαμερίσματος ή ακόμα ακόμα και να κοιτάξει από το ματάκι.
Παρ’ όλα αυτά η αλήθεια είναι –και θα έπρεπε να το παραδεχθεί– ότι δεν είχε καταφέρει να μη σκέφτεται, να μην ανακυκλώνει τα πάντα μέσα στο μυαλό του, ειδικά όταν καθόταν στην πολυθρόνα για να πιει τον καφέ του. Όσο τον σαγήνευε αυτή η μεγάλη φυγή, τόσο τρόμαζε στην ιδέα τού να αποξενωθεί πλήρως από το παρελθόν του, ακόμα και αν αυτό βρίσκονταν υπό κατάρρευση. Δεν ήταν απλώς ότι θα ήταν ένας άγνωστος ανάμεσα σ’ αγνώστους –έτσι και αλλιώς τόσοι και τόσοι είχαν φύγει μετανάστες και δεν γύρισαν ποτέ, έγιναν κάποιοι άλλοι κάπου αλλού–, εδώ μιλάμε για κάτι διαφορετικό: μιλάμε για έναν τόπο που δεν υπάρχει στους χάρτες, στις διακρατικές συμφωνίες, όπου δεν έχεις ταυτότητα ή διαβατήριο, δεν υπάρχεις ούτε καν ως αριθμός αίτησης ασύλου. Δεν είχε καμιά ένδειξη, πέρα από όσα του είχαν πει, ότι αυτός ο τόπος υπάρχει. Βασικά, δεν ήταν καν σίγουρος για το αν ένας τέτοιος τόπος θα μπορούσε να υπάρξει… Και τότε σκέφτηκε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων…
Όταν χτύπησε το κουδούνι, άκουσε μονάχα τον απόηχο μέσα στον ύπνο του, κάτι σαν φωνή μέσα από ένα ξεχασμένο πηγάδι. Ξύπνησε χωρίς να είναι σίγουρος για τίποτα, το κουδούνι ξαναχτύπησε και αναγνώρισε το συνθηματικό. Ντύθηκε όπως όπως και πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα. Κοντοστάθηκε και έριξε ένα κλεφτό βλέμμα μέσα από το ματάκι. Διέκρινε έναν άντρα και μια γυναίκα ντυμένους στα μαύρα και ανήσυχους όσο και ο ίδιος, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Παραμέρισε και απλώς πέρασαν στο χολ, δεν έβγαλαν καν τα χέρια από τις τσέπες τους και μ’ έναν στεγνό τρόπο, χωρίς να κάνουν τον κόπο να πουν ούτε τα ονόματα τους, τον ρώτησαν αν είναι έτοιμος. Αιφνιδιάστηκε, ίσα που πρόλαβε να πει: «Να πάρω το μπουφάν μου».
Όταν βγήκαν από την είσοδο της πολυκατοικίας ήταν νύχτα και έβρεχε όπως τη μέρα που είχε έρθει. Ένα μαύρο βανάκι τούς περίμενε στη γωνία του αδιέξοδου. Ο άντρας τράβηξε τη συρόμενη πόρτα και του έκανε νόημα να περάσει. Άκουσε ένα γκαπ πίσω του και τον τύλιξε ένα πηχτό σκοτάδι, βολεύτηκε όπως μπορούσε πάνω στις παγωμένες λαμαρίνες και αφέθηκε να νανουριστεί από το πηγαινέλα καθώς το αμάξι έπαιρνε τις στροφές. Δεν τον πήρε ο ύπνος, ταλαντευόταν ανάμεσα σε σκέψεις και όνειρα που έμεναν ατελείωτα, με τις αισθήσεις του αποπροσανατολισμένες από τη γλυκιά χαύνωση της νύστας, έτσι όπως ένιωθε το σώμα του να χαλαρώνει και να πέφτει και ξαφνικά να τινάζεται και να ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά του. Σε μια τέτοια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό του ότι, αν όντως είχε μείνει σ’ εκείνο το υπόγειο τρεις μέρες, σήμερα θα έκλεινε τα πενήντα τρία, πενήντα τρία χρόνια που σκόρπισαν μέσα στις θύελλες των πέντε τελευταίων χρόνων.
Τέντωσε τον λαιμό του σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει τούτος ο βρόγχος που τον έπνιγε. Αυτό το σκοτάδι μπορεί και να ήταν λυτρωτικό, ίσως να τον βοηθούσε να ξεγλιστρήσει από τη μέγγενη που στένευε την όποια διαφυγή από αδιέξοδα που συσσωρεύονταν το ένα πάνω στο άλλο. Δικαιούνταν, γαμώτο, την ευκαιρία σε μια καινούργια αρχή, ήταν πολύ νωρίς για να παραδοθεί στα πενήντα τρία του. Σίγουρα δεν ήταν κανένας πιτσιρικάς, αλλά είχε ζωή μέσα του, πολύ ζωή…. Όσα λάθη κι αν είχε κάνει, όσα στραβοπατήματα, δεν θα τους έκανε τη χάρη να αποσυρθεί αθόρυβα, να εκμηδενιστεί μέσα στο τίποτα, να γίνει ένα ρετάλι, ένα περίσσευμα στις στατιστικές τους. Σκατά και πάλι σκατά! Του τα είχαν πάρει όλα! Ακόμα και το δικαίωμα να στέκεται στην ουρά του ΟΑΕΔ. Εφόσον ανάπνεε, λέει, είχε τεκμαρτό εισόδημα. Τότε, θα έπρεπε να φορολογηθεί ακόμα και γι’ αυτά τα λίγα κεράσματα των φίλων, για τον δανεικό ύπνο σ’ ένα ντιβάνι, ίσως και για μια κουβέντα παρηγοριάς. Ρε, δεν πάτε στον διάολο!
Γι’ αυτό, όταν σ’ ένα καφενείο, εκεί που σκότωνε την ώρα του βλέποντας κάποιους να παίζουν τάβλι – ναι, ακόμα και σήμερα υπάρχουν καφενεία όπου οι άνθρωποι παίζουν τάβλι, συνάντησε τυχαία τον Μάριο και κουβέντα στην κουβέντα τού μίλησε για τον τόπο του πουθενά, τελείως αυθόρμητα και γεμάτος ενθουσιασμό δήλωσε το ενδιαφέρον του.
Η συρόμενη πόρτα από το βάν άνοιξε και τα πάντα λούστηκαν σ’ ένα εκθαμβωτικό φως, στραβώθηκε και προστάτευσε τα μάτια του με το δεξί του χέρι. Η θερμότητα από τις αχτίνες πρόσφερε μια αμυδρή ζεστασιά. Όταν κατάφερε να κοιτάξει κανονικά, πρόσεξε το χιονισμένο τοπίο. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από κατάλευκες βουνοκορφές και έλατα που έδειχναν τον ουρανό. Μπροστά στα πόδια του πάνω σε ένα χοντροκομμένο ξύλινο κιβώτιο ήταν τοποθετημένα ένα Makarov PM και ένα AK 47· ήξερε να τα ξεχωρίζει από την εποχή που δούλευε σε οπλοπωλείο.
«Αυτά είναι ο μόνος δρόμος πλέον» του είπε η γυναίκα. «Εσύ αποφασίζεις τι μπορείς να κάνεις μ’ αυτά».
Το ζευγάρι χωρίς να πει κουβέντα μπήκε στο βαν και εξαφανίστηκε αφήνοντας το μαύρο στίγμα του στο παγωμένο χιόνι.
Έμεινε όρθιος να κοιτάει τα όπλα χωρίς να ξέρει τι θα μπορούσε να κάνει μ’ αυτά μέσα στην ερημιά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έπιασε το Makarov PM, το ζύγισε στο χέρι του, σημάδεψε και πυροβόλησε.
Ο ξερός κρότος έφτασε στα αυτιά τους, όταν πια το αυτοκίνητο είχε χωθεί μέσα στο ελατόδασος. Ο άντρας φρέναρε και κοίταξε κατάματα τη συνοδηγό του περιμένοντας να του πει τι να κάνει. Το πρόσωπο της ήταν ανέκφραστο, όμως μια αδιόρατη στεναχώρια κατάφερνε να ξεγλιστρήσει από τα παγωμένα χαρακτηριστικά της και να φτάσει στα μάτια της.
«Βάλε μπρος να φύγουμε» είπε και κοίταξε προς την άλλη μεριά.
Μία ριπή από το ΑΚ 47 έσκισε τον αέρα και μετά άλλη μία. Ο άντρας χτύπησε με χαρά τα δυο χέρια στο τιμόνι.
«Πάμε να τον πάρουμε, είναι δικός μας!»
Η γυναίκα έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από το ντουλαπάκι μπροστά της και χωρίς να πει κουβέντα άναψε ένα. Ψαχούλεψε, βρήκε το cd που έψαχνε και το έβαλε να παίζει. Έστρεψε το σκοτεινιασμένο βλέμμα της προς το παράθυρο να μη συναντήσει αυτό του συντρόφου της.
Ο Rory Gallagher ακούστηκε στα ηχεία να τραγουδάει το Tattoo’ d Lady.
«I spent my youth,
Under canvas roof,
As I roamed from town to town…»