των Κώστα Σβόλη & Αρετής Μουσουλιώτη
«Γεννήθηκα σ’ αυτή την πόλη. Μεγάλωνα και γύρω μου μεγάλωναν χιλιάδες άλλα παιδιά, σαν και μένα. Περπάτησα ύποπτους δρόμους, νυχτερινούς, είδα θλιβερές εικόνες σε ξεχασμένες γειτονιές, έτρεξα ανάμεσα από μανιασμένους ανθρώπους που ’τρεχαν κι αυτοί∙ προς τα πού δεν ξέρω και φοβάμαι πως ούτε κι αυτοί ξέρουνε. Ξενύχτησα σε πλατείες που φωτίζονται από σπασμένους γλόμπους, έπαιξα άγρια παιγνίδια, πολύ άγρια παιχνίδια, με φοβερές μούρες κι έκλαψα, κάτω από ένα μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου. Κόσμος γύρω μαζεμένος να κοιτάει τον πεσμένο κι εγώ, παράμερα μονάχος, να ξέρω το γιατί.
Γεννήθηκα σ’ αυτή την πόλη κι έχω αναπνεύσει μπόλικο καυσαέριο και καμένα λάδια από εξατμίσεις και μοτέρ, υστερικά μοτέρ, που ουρλιάζουν μέσα σε τρυφερές νύχτες. Έκανα έρωτα, σε πάρκα σε λεωφόρους, πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, και οι ήχοι οι ανθρώπινοι γινόντουσαν ένα, ένα μίγμα με το γρασίδι, τις μηχανές και την άσφαλτο.
Γεννήθηκα σ’ αυτή την πόλη και νικήθηκα. Νικήθηκα από σαΐνια που είχαν κάνει στο πεζοδρόμιο περισσότερα χιλιόμετρα από μένα. Και ξέρεις τι καταλάβαινα κάθε φορά που έτρωγα άλλη μια γροθιά στο στομάχι; Θες να μάθεις τι καταλάβαινα; Έχουμε βουτήξει, φίλε, στα βαθιά νερά, έχουμε βουτήξει στα βαθιά νερά και μας μένει ένα πράγμα, μόνο ένα πράγμα μάς μένει να μάθουμε, να κολυμπάμε. Πρώτα να μάθουμε να κολυμπάμε και μετά να κοιτάξουμε αν υπάρχει τριγύρω μας στεριά. Είμαι ένα παιδί αυτής της πόλης, εδώ, αυτής της θάλασσας, αυτής της βρώμικη θάλασσας, όπως είσαι κι εσύ κι αυτός και όλοι και πρέπει να μάθουμε να μη βουλιάζουμε φίλε, να κολυμπάμε μέρα-νύχτα, μέρα-νύχτα χωρίς σταματημό, γιατί… η πόλη ποτέ δεν κοιμάται.»*
*Μονόλογος από το Η πόλη δεν κοιμάται ποτέ του Αντρέα Τσιλιφώνη

Κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2021 η δεύτερη νουβέλα του Φώτη Κ. με τίτλο «Τσαϊνατάουν», αυτήν τη φορά από τις εκδόσεις Τρεις Τελείες· διαβάζεται απνευστί και γεννά στον αναγνώστη την προσδοκία της επόμενης. Πιστός στο λιτό, κοφτό μα γεμάτο ρυθμό ύφος γραφής με το οποίο μας συστήθηκε με την πρώτη του νουβέλα, Οι μπάτσοι δεν μπορούν να χορέψουν, ο συγγραφέας μάς προσφέρει απλόχερα ένα ακόμα δείγμα μεσογειακού νουάρ, που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στις μικρές ριζοσπαστικές εκδόσεις του ελληνικού χώρου.
Στο σημείωμα που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου μάς γνωστοποιεί μια ταινία και ένα γεγονός που αποτέλεσαν τη βάση για τη συγγραφή της Τσαϊνατάουν. Πρόκειται για την ταινία του Αντρέα Τσιλιφώνη Η πόλη δεν κοιμάται ποτέ, ο βασικός μύθος της οποίας αποτελεί τον σκελετό της νουβέλας του Φώτη Κ. – άλλωστε και η ερμηνεία του Χρήστου Καλαβρούζου αποτυπώνεται σχεδόν αυτούσια στον βασικό χαρακτήρα της νουβέλας, τον Νίκο. Οι αναφορές στην ταινία είναι συνεχείς αλλά ταυτόχρονα αβίαστες, τόσο καλοχωνεμένες από τον συγγραφέα, που ακόμα και κάποιος που έχει δει την ταινία θα χρειαστεί να την ξαναδεί για να τις εντοπίσει εκ νέου μέσα στο πλαίσιο του βιβλίου. Το γεγονός στο οποίο μας παραπέμπει ο Φώτης Γ. δεν είναι άλλο από τη δολοφονία του Ζακ/Ζάκι Κωστόπουλου στο κέντρο της Αθήνας τον Σεπτέμβρη του 2018. Αυτό το παράλληλο, υπόγειο, σκληρό, βίαιο κέντρο της πόλης, στο οποίο συντελέστηκε η δολοφονία του Ζακ/Ζάκι Κωστόπουλου, γίνεται και το θέατρο της πλοκής της νουβέλας του Φώτη Γ. Έτσι, ο βασικός χαρακτήρας της νουβέλας, προσπαθώντας να μάθει την αλήθεια για τη δολοφονία του αδερφού του, ενός εκκεντρικού καλλιτέχνη, και να αποδώσει τη δικιά του δικαιοσύνη, έρχεται σε σύγκρουση με τις ίδιες διαπλεκόμενες συνισταμένες του κρατικού και κοινωνικού φασισμού/μισανθρωπισμού, που προετοίμασαν, συντέλεσαν, διευκόλυναν και εν τέλει έκαναν εφικτή μια τέτοια δολοφονία όπως αυτή της οδού Γλάδστωνος.
Το αρχικό κίνητρο του αρχετυπικού αντιήρωα της νουβέλας, να διαλευκάνει τον φόνο του αδερφού, σταδιακά τον φέρνει στον κόσμο εκείνου, στην τροχιά της αναπόφευκτης, εκ των υστέρων γνωριμίας μαζί του. Λογοτεχνικά η επιστροφή είναι πάντα –ή σχεδόν πάντα– μια διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης και η αναζήτηση που τη συνοδεύει θέτει πέρα από τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ζωής και μια σειρά από υπαρξιακά ζητήματα, που χρειάζονται έναν «άλλο» για να μπορέσουμε να τα αντικρίσουμε. Στην περίπτωση της Τσαϊνατάουν αυτός ο άλλος είναι ο δολοφονημένος αδερφός. Το σκηνικό μιας πόλης παγωμένης όχι μόνο από το χιόνι και το κρύο αλλά και από την «κοινωνική αποστασιοποίηση», τις απαγορεύσεις και τους ελέγχους της «υγειονομικής» δυστοπίας δένει απόλυτα με το πνεύμα της επιστροφής και της αναζήτησης. Η αίσθηση που γεννά ένα τέτοιο αστικό τοπίο διαπερνά όλη τη νουβέλα: η «λευκή» αποξένωση είναι διάχυτη παντού, ρηγματώνεται μονάχα στα ζεστά γκέτο της κοινότητας των τρανσέξουαλ και του υπόλοιπου περιθωρίου· κι εκεί δεν έχουν απομείνει πολλά για ποντάρισμα – πέρα από τη φιλία και τον έρωτα. Σε αντίθεση με τα σπίτια που παραμένουν παγωμένα και ψυχρά –είτε πρόκειται για το ρημαγμένο πατρικό του Νίκου και το σπίτι του αεκτζή είτε για το ευρύχωρο ρετιρέ της Ειρήνης–, το μπαρ Καζαμπλάνξ μοιάζει με μια φλεγόμενη καρδιά: αν και ο πιο σκληρός μυς, ποτέ δεν χάνει την ανθρωπιά του.
Ο Φώτης Γ. με αυτήν τη δεύτερη νουβέλα του κατοχυρώνει το δικό του ιδιαίτερο ύφος, ίσως λιγότερο πυκνό από αυτό που είχε στο Οι μπάτσοι δεν μπορούν να χορέψουν αλλά εξίσου έντονα κινηματογραφικό, δουλεύοντας περισσότερο και πιο εστιασμένα την ανάδειξη των χαρακτήρων του – ένα καλό παράδειγμα της φροντίδας που δείχνει ο συγγραφέας για τα πρόσωπά του είναι η φιγούρα του δικηγόρου, η οποία μέσα στην ιδιομορφία της στέκεται πέρα για πέρα αληθινή και άκρως γοητευτική. Κι ακόμα, σταθερά και αταλάντευτα στήνει τη δράση των ηρώων του εμπλέκοντας σε αυτή, σαν σε γαϊτανάκι, κοινωνικοπολιτικές αιτιάσεις αλλά και τις υπαρξιακές αναζητήσεις τους. Δεν χαρίζεται ούτε για μια στιγμή στο κατεστημένο και στα τσιράκια του, που συγκριτικά προς την πρώτη του νουβέλα παρουσιάζονται ακόμα πιο γκροτέσκα, γοητεύεται όμως και εξαντλεί τη συμπάθειά του για το περιθώριο και τους ανθρώπους του· αυτοί, ακόμα και τη στιγμή που κερδίζουν, ξέρουν ότι είναι όλα από χέρι χαμένα. Έτσι, ακριβώς με την πραγμάτωσή της η εκδίκηση γίνεται ταυτόχρονα μάταιη και άλλο τόσο αναγκαία.
Στην αντίπερα όχθη, η ελληνική αστική ελίτ, περισσότερο ή λιγότερο νεόκοπη μα το ίδιο χυδαία, ακόμη και μέσα στην παρακμή της δεν διαθέτει κανένα στοιχείο πρωτοτυπίας ή, έστω, ψήγμα αυθεντικότητας: μέσα στον αταβιστικό μιμητισμό της επιχειρεί –με αμφίβολη, είναι αλήθεια, αποτελεσματικότητα– να πείσει πρώτα τον εαυτό της και μετά τον περίγυρο ότι ζει συναρπαστική ζωή στα άκρα μιας αγοραίας αβανγκάρντ. Ωστόσο έτσι χάνει ακόμα και τη στοιχειώδη γοητεία του «quel declin», εκείνης της παρακμής που τόσο εύστοχα έχει κατά καιρούς καταγραφεί σε μια σειρά από μυθιστορήματα και κινηματογραφικές ταινίες. Στο σύμπαν του Φώτη Γ., όπως και στη ζωή έξω από τις λογοτεχνικές διαπραγματεύσεις της, ακροδεξιοί πολιτικοί, επιχειρηματίες, γόνοι και διάφοροι παρατρεχάμενοι παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα αιματηρό, χυδαίο, πανάκριβα αγορασμένο τίποτα.