Διακριτικά πολιτική, μελαγχολική και με μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, η Λεοπάρδαλη της Ανατολίας, μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Τούρκου σκηνοθέτη Emre Kayiş, είναι μια ταινία για την αποξένωση και την καταπίεση.

Στον πυρήνα της, η απόπειρα δύο ανθρώπων να αποτρέψουν την ιδιωτικοποίηση του ζωολογικού κήπου της Άγκυρας αποκρύπτοντας τον θάνατο της λεοπάρδαλης. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη πριν την ελληνική πρεμιέρα του φιλμ στο 62ο ΦΚΘ.

Η λεοπάρδαλη της Ανατολίας κυριαρχεί -κυρίως εν τη απουσία της- στο ομώνυμο μεγάλου μήκους ντεμπούτο σου μυθοπλασίας. Πώς σχετίζεσαι με τη «μυθολογία» της;

Η λεοπάρδαλη της Ανατολίας είναι ένα ιθαγενές ζώο. Κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν πασίγνωστο και επικίνδυνο. Μπορείς, μάλιστα, να βρεις αγάλματά του.

Προσφάτως είχε σχεδόν εξαφανιστεί, αλλά κάθε δέκα χρόνια θα διαβάσεις σε κάποια εφημερίδα ότι κάποιος είδε μία τέτοια λεοπάρδαλη.

Νομίζω πως πρόκειται για μια όμορφη ιστορία, γιατί ήδη εμπεριέχει ένα παράλογο, φασματικό στοιχείο και αφορά σε ένα άγριο ζώο που δεν μπορείς να ελέγξεις.

Θα μπορούσα, λοιπόν, να τη χρησιμοποιήσω ως μεταφορά για αποξενωμένους ανθρώπους -όπως το πρωταγωνιστικό δίδυμο- που νιώθουν καταπιεσμένοι, κινδυνεύουν επίσης με εξαφάνιση και αδυνατούν να συνδεθούν με τη στιγμή.

Εννοώντας το παρόν;

Με το Zeitgeist (στα γερμανικά), το πνεύμα των καιρών.

Η ταινία έχει πολιτικές και ψυχολογικές διαστάσεις.

Μέσω αυτή της μεταφοράς μπορούσα να αφηγηθώ μια ιστορία για τη χώρα μου με έναν πολύ λεπτό τρόπο και ταυτόχρονα να θίξω ζητήματα σε ένα πιο οικουμενικό επίπεδο.

Η πρόθεσή σου ως επί το πλείστον υλοποιήθηκε.

Μιας και το ανέφερες, όμως, η δουλειά σου όντως διαθέτει αυτή τη διακριτική, σχεδόν ήρεμη, αλλά πολύ παρούσα πολιτική διάσταση- και όχι μόνο λόγω του θεματικού άξονα της ιδιωτικοποίησης.

Η ιδιωτικοποίηση είναι μια από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας είναι λίγο «αντονιονικό» θέμα: ο κόσμος αλλάζει, ο καπιταλισμός μάς πουλάει την ιδέα ότι προχωράμε, έχουμε καλύτερους υπολογιστές, καλύτερη επικοινωνία- όλα είναι σπουδαία.

Από την άλλη, ως άνθρωποι γινόμαστε πιο ρηχοί. Όταν τα πράγματα καθίστανται ευκολότερα, οι άνθρωποι κατανοούν τους εαυτούς τους λιγότερο.

Ήθελα, λοιπόν, να κάνω ένα φιλμ για να δείξω πόσο αποξενωμένοι καταλήγουμε μέσα από αυτή τη διαδικασία.

Στην Τουρκία το μόνο για το οποίο νοιάζονται είναι τα λεφτά, όχι για τις μνήμες, τις αξίες, τα συναισθήματα.

Επιτίθεμαι σ’ αυτούς που παριστάνουν πως νοιάζονται για εμάς, αλλά δε δίνουν δεκάρα.

Εκτός από την αποξένωση, υπάρχει και πολλή μελαγχολία στη δουλειά σου. Είναι προϊόν των όσων συμβαίνουν και του τρόπου που τα διαχειρίζεσαι ή την αποπνέει κι η Άγκυρα, όπου εκτυλίσσεται η ταινία;

Την αισθάνομαι κι εγώ, οπότε ίσως γι’ αυτόν τον λόγο την κουβαλάει και το φιλμ.

Όλοι οι χαρακτήρες του είναι ρομαντικοί, με την έννοια ότι δεν αποδέχονται τον κόσμο όπως είναι. Όταν είσαι ρομαντικός, νιώθεις πως δεν ανήκεις στην εποχή σου.

Προσωπικά μου αρέσει η τσεχοφική αίσθηση της μελαγχολίας, και η προσωπική μου ύπαρξη είναι κοντά σ’ αυτή. Δε μ’ αρέσει, όμως, η μελαγχολία να εκπίπτει σε μιζέρια. Θέλω να υπάρχει και χιούμορ, όπως και στη ζωή.

Η Άγκυρα είναι μια μελαγχολική αν και όμορφη πόλη, με σύντομη Ιστορία. Όταν εγκαθιδρύθηκε το νέο καθεστώς, μετέτρεψε μια μικρή πολιτεία σε νέα πόλη.

Στην αρχή, όλοι πίστευαν το νέο καθεστώς, αλλά μετά τη δεκαετία του ’60 η Τουρκία κινήθηκε προς μια άλλη κατεύθυνση, και από το 2000 και εξής με την καταπληκτική καινούρια μας κυβέρνηση έγινε ακόμα πιο μίζερη.

Οπότε η Άγκυρα μεγάλωσε.

Μεγάλωσε, αλλά η κεμαλική και η ερντογανική Τουρκία την κατέστησε μια άλλη πόλη.

Μνημεία που προϋπήρχαν γκρεμίστηκαν ή εγκαταλείφθηκαν την τελευταία εικοσαετία, γιατί συντελείται μια διαμάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικά καθεστώτα. Μια αντεπανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη και τα μνημεία αλλάζουν όνομα.

Έτσι, η Άγκυρα γίνεται ακόμα πιο μελαγχολική, γιατί κανένας δεν την έχει ανάγκη, κι όσοι ζουν σ’ αυτή δεν την αισθάνονται τόσο σημαντική όσο πριν.

Έγινε γκρίζα. Εύκολα θα μπορούσα να γυρίσω μια ταινία στο στιλ του Λαρς φον Τρίερ εκεί. Είναι πραγματικά υπαρξιακή.

Να το επιχειρήσεις! Το άλλο στοιχείο που μου έκανε εντύπωση είναι η ενασχόληση με τη φύση της αλήθειας και το ποιος νοιάζεται γι’ αυτή. Ποιος νοιάζεται, λοιπόν;

Κανένας δε νοιάζεται για την αλήθεια πλέον. Όλα όσα ζούμε είναι ψέμα κι αυτό δε μας εκπλήσσει, το αποδεχόμαστε.

Έχω μια κόρη πέντε χρονών. Κάποιες φορές μου θέτει ερωτήσεις που είναι δύσκολο να απαντήσω, γιατί έχει δίκιο, όλα είναι ένα ψέμα: γιατί σου πουλάνε προϊόντα που σε βλάπτουν;

Πρέπει να δημιουργήσουμε χώρο για να εισπνεύσουμε λίγο φρέσκο αέρα, αλλά αυτός στενεύει όλο και πιο πολύ.

Ελπίζω σε είκοσι ή τριάντα χρόνια από τώρα να εξακολουθεί να μιλάει η ταινία μου σε κάποιον θεατή, γιατί στ’ αλήθεια μ’ αρέσει αυτό το είδος σινεμά.

Emre Kayiş

Υπάρχει χώρος γι’ αυτού του είδους το σινεμά πανευρωπαϊκά και παγκοσμίως;

Πολύ καλή ερώτηση.

Δεν υπάρχει πολύς χώρος, γιατί οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο ρηχοί, και δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει.

Η arthouse βιομηχανία συρρικνώνεται επίσης, όπως και το κοινό. Είκοσι με τριάντα χιλιάδες θεατές παρακολουθούν τέτοια φιλμ στην Τουρκία, μια χώρα δεκάδων εκατομμυρίων κατοίκων.

Δεν μπορούμε να συνδεθούμε με το ευρύτερο κοινό, κι αυτό είναι τρομακτικό.

Δεν είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Πιστεύω, όμως, πως πάντα συμβαίνουν θαύματα στη ζωή. Όπως όταν νομίζεις ότι ξέρεις το τέλος μιας ταινίας, αλλά προκύπτει κάτι ενδιαφέρον.

Σκέψου αν μια μέρα επικρατούσαν και στη Γαλλία ή τη Γερμανία ακροδεξιές κυβερνήσεις όπως στην Ουγγαρία, και αποφάσιζαν να μην ξοδεύουν τα χρήματα των φορολογούμενων σε τέτοιες ταινίες- θα ήταν το τέλος της arthouse βιομηχανίας.

Ακόμα και τα φεστιβαλικά φιλμ γίνονται πιο αδύναμα, κατά τη γνώμη μου. Παραμένουν δεξιοτεχνικά, αλλά είναι πιο εμπορικά, πιο «αμερικανικά». Είναι λίγο λυπηρό. Περιμένω, ωστόσο, μια αντί-θέση, μιλώντας με μαρξικούς όρους.

Με μια πεντάχρονη κόρη, πάντως, δε σε παίρνει να παραείσαι απαισιόδοξος!

Είμαι σαρκαστικός.

Η παγκόσμια πρεμιέρα της Λεοπάρδαλης... στο Τορόντο κύλησε επιτυχημένα.

Ήμουν αγχωμένος. Δεν είναι μια ταινία ανοιχτή όπως άλλες που βλέπουν τα τελευταία χρόνια, και αναρωτιόμουν αν θα εκτιμούσαν το χιούμορ και τη μελαγχολία σωστά.

Τα εκτίμησαν καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα.

Είμαι περίεργος να δω αν θα εκτιμηθεί και από το σαλονικιώτικο κοινό.

Κι εγώ είμαι περίεργος να ακούσω γνώμες ενός εκλεπτυσμένοι κοινού όπως είναι αυτό της Θεσσαλονίκης.

Πιστεύω πως οι θεατές από τα  Βαλκάνια θα την κατανοήσουν ακόμα βαθύτερα, επειδή οι κοινωνίες μας μοιάζουν.

Η ταινία του Emre Kayiş Λεοπάρδαλη της Ανατολίας απέσπασε το βραβείο της FIPRESCI στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.

Πραγματοποίησε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο πλαίσιο του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια του 62ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Η πρώτη προβολή της διεξήχθη τη Δευτέρα 8 Νοεμβρίου (αίθουσα Σταύρος Τορνές, 22:00), παρουσία του σκηνοθέτη. Το φιλμ διατίθεται και στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ (4-14 Νοεμβρίου).