Πολιτικοποιημένο, συγκινητικό και άρτια δομημένο, το μυθιστόρημα Η μοναχοκόρη της Μεξικανής Γκουαδαλούπε Νέτελ, εκ των κορυφαίων σύγχρονων Λατινοαμερικανίδων συγγραφέων, ανατέμνει σε βάθος την γυναικεία εμπειρία.
Γνωρίσαμε την ευγενική και δυναμική συγγραφέα στην Αθήνα, όπου βρέθηκε πρόσφατα προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο της στο εγχώριο κοινό, προσκεκλημένη του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.
Λόγω του εκφοβισμού τον οποίο είχατε υποστεί στην παιδική σας ηλικία, πολύ γρήγορα καταφύγατε στην συγγραφή, που αντιλαμβανόσασταν ως «καταφύγιο». Παραμένει, για εσάς, ένα καταφύγιο;
Όταν γράφω, είναι ένα καταφύγιο.
Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ από την περίοδο κατά την οποία αποφάσισα να γίνω συγγραφέας. Τώρα υπάρχει πολύ μεγαλύτερη έκθεση του συγγραφέα στον κόσμο. Τότε δεν υπήρχαν μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τώρα οι συγγραφείς ταξιδεύουν πολύ, απαιτούν από αυτούς να παρευρίσκονται σε πολλά φεστιβάλ και να πραγματοποιούν πολλές δημόσιες παρουσιάσεις. Όταν εγώ ξεκίνησα, δεν περίμενα κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, η πράξη της γραφής και της ανάγνωσης εξακολουθεί να είναι για μένα ένα καταφύγιο.
Η Μοναχοκόρη είναι ένα «πανόραμα» της γυναικείας εμπειρίας σε ό,τι αφορά την μητρότητα, την γονεϊκότητα, την φιλία, ακόμα και την «προδοσία». Συλλάβατε ολιστικά το μυθιστόρημά σας;
Αφετηρία ήταν αυτό που συνέβη στην φίλη μου Λάουρα. Αυτό ήθελα να διηγηθώ, τίποτε άλλο.
Σιγά σιγά, όμως, άρχισαν να μπλέκονται στην αφήγηση διάφορα άλλα γεγονότα, όπως η εγκατάσταση των περιστεριών στο μπαλκόνι του σπιτιού μου.
Το μυθιστόρημα εξελίχθηκε, λοιπόν, σε μια «ρουφήχτρα», η οποία κατάπινε ό,τι συνέβαινε στο περιβάλλον μου, καταπιανόμενο με την μητρότητα, την φιλία, την -κάπως προβληματική- παιδική ηλικία, τον φεμινισμό.
Είναι αξιοθαύμαστη -έως και θαυματουργή- η αφηγηματική οικονομία αυτού του μυθιστορήματος, το πώς καταφέρνει μέσα σε τόσο λίγες σελίδες να θίξει τόσα πολλά ζητήματα.
Και τούτο χωρίς να είναι επιφανειακό ή φορτωμένο, και συγκινώντας με τρόπο διακριτικό και λιτό. Πώς κατορθώνετε να εξασφαλίζετε αυτές τις αξιοθαύμαστες αφηγηματικές ισορροπίες;
Ευχαριστώ πολύ!
Δεν ξέρω, κατ’ αρχάς, αν το κατάφερα. Κι αν το κατάφερα, δεν ξέρω πώς συνέβη. Αν πέτυχα μια ισορροπία, δεν το επεδίωξα. Χαίρομαι, πάντως, γι’ αυτό.
Επειδή, όμως, η συγκεκριμένη ιστορία μού είναι πολύ οικεία, κοντινή και με πονούσε, είχα την ανάγκη να μπαίνω σε και να βγαίνω από αυτήν για να αντέξω.
Όλα τα θέματα που θίγω με έχουν προβληματίσει πολύ στην ζωή μου. Η συνείδηση της φιλίας στην ζωή του ανθρώπου είναι, για παράδειγμα, πολύ σημαντική.
Επιπλέον, ο ρυθμός του μυθιστορήματος είναι εξαιρετικός, σχεδόν κινηματογραφικός.
Δε θέλω να κατευθύνω τον αναγνώστη όσον αφορά στο να αισθανθεί κάτι. Θέλω να του δίνω την ελευθερία να νιώθει μόνος του ό,τι έχει ανάγκη να νιώσει.
Αυτό, εξάλλου, που επιδιώκω σε όλα μου τα βιβλία είναι να μη βαριέται ο αναγνώστης. Αν βαριέται, έχεις χάσει το παιχνίδι. Δε συνεχίζει να διαβάζει.
Ήθελα επίσης, επειδή η πλοκή είναι πολύ πυκνή και πάρα πολύ βαριά, λυπητερή και επώδυνη, να υπάρχει μια αντίθεση με την χρησιμοποιούμενη γλώσσα.
Να είναι, δηλαδή, η γλώσσα πιο ελαφριά και χαμηλών τόνων, σαν ένας ψίθυρος, μια εξομολόγηση, που επί της ουσίας ήταν, αφού το μυθιστόρημα βασίστηκε στην εξομολόγηση της φίλης μου.
Εκτός από τους προαναφερθέντες θεματικούς άξονες, ένας που παρέλειψα να επισημάνω νωρίτερα είναι εκείνος της αλληλεγγύης:
Όχι μόνο της γυναικείας αλληλεγγύης ή μεταξύ θηλυκοτήτων, αλλά της αλληλεγγύης ως βιώματος και πρακτικής στο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας. Θα ήθελα ένα σχόλιό σας.
Το στοιχείο της αλληλεγγύης έχει να κάνει με την περίοδο κατά την οποία έγραψα το βιβλίο.
Στην διάρκειά της υπήρχε μεγάλη έξαρση του φεμινιστικού κινήματος στο Μεξικό, γιατί το Μεξικό είναι μια χώρα όπου επικρατεί βία. Φονεύονται έντεκα γυναίκες την ημέρα, απλώς επειδή είναι γυναίκες.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αισθανόμασταν οι γυναίκες σε κίνδυνο, σαν απειλούμενο είδος. Βέβαια είναι παράλογο να λες πως οι γυναίκες είναι κάτι τέτοιο, όταν αποτελούν τον μισό πληθυσμό της Γης.
Όταν, όμως, νιώθεις ότι απειλείται η ζωή σου, μπαίνεις σε αλυσίδα, κάνεις γραμμές και στρατεύεσαι κάπου, προκειμένου να επιβιώσεις. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό το κλίμα αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών ως απειλούμενο είδος.
Ένα από τα συνθήματα που φώναζαν οι γυναίκες στις διαδηλώσεις ήταν: «Η Αστυνομία δε με προστατεύει, με προστατεύουν οι φίλες μου».
Ένας αστυνομικός στο Μεξικό βίασε και σκότωσε μια δεκαεφτάχρονη κοπέλα, και μετά γυναίκες έκαψαν το αστυνομικό τμήμα.
Ήθελα, επομένως, ν’ αναδείξω την αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη μεταξύ γυναικών. Σ’ αυτές βασιζόμαστε, πουθενά αλλού.
Όλες οι κοινωνικο-πολιτικές αποχρώσεις περνούν επίσης μ’ έναν πολύ διακριτικό -αλλά ταυτόχρονα απολύτως αντιληπτό- τρόπο.
Μπορεί η Μοναχοκόρη να μην είναι ένα κραυγαλέα πολιτικό ή στρατευμένο μυθιστόρημα, ωστόσο είναι σαφές πως δεν εκτυλίσσεται εντός ενός κοινωνικού κενού.
Πιστεύω ότι η μυθοπλασία έχει μια ιδιότητα την οποία στερούνται άλλα μέσα, όπως ένα δημοσιογραφικό κείμενο, ένα ειδησεογραφικό ρεπορτάζ ή ένα δοκίμιο:
Ξυπνάει την ενσυναίσθηση απέναντι σε ακραίες καταστάσεις, γιατί ταυτίζεσαι με κάποιους ήρωες, μπαίνεις στο «πετσί» τους, ζεις αυτό που ζουν.
Καθώς ξεδιπλώνεται η αφήγηση, δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχει, τελικά, κάποιο «φωτάκι», μια ελπίδα: oρισμένα ζητήματα επιλύονται, κάποιες ισορροπίες αποκαθίστανται.
Βιώνετε μια τέτοια αίσθηση φωτεινότητας, μια τέτοια προοπτική και στην καθημερινότητά σας στο Μεξικό;
Όντως το μυθιστόρημα είναι φωτεινό κι ελπιδοφόρο.
Ωστόσο, η ελπίδα και το φως δεν προέρχονται απέξω, αλλά από μέσα, από τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε και αλλάζουμε την πραγματικότητα.
Η φίλη μου, εν προκειμένω η Αλίνα στο μυθιστόρημα, κατάφερε να μετατρέψει όλη αυτήν την δύσκολη και βαριά κατάσταση σε φως κι ελπίδα, σε μια ευτυχία για την ίδια.
Αν, λοιπόν, εκείνη το κατάφερε ξεκινώντας από τόσο πόνο και τόση δυσκολία, θα έπρεπε κι οι υπόλοιποι να μπορούμε να το καταφέρουμε.
Ή τουλάχιστον να το προσπαθούμε.
Αν το Μεξικό έχει κάποια ελπίδα, αυτή βρίσκεται στους ανθρώπους του. Υπάρχει πολύ ψηλή ποιότητα στους κατοίκους του Μεξικού, κι αυτό το βλέπουμε όταν συμβαίνει μια φυσική καταστροφή: ένας σεισμός, μια πλημμύρα, ένας τυφώνας.
Συνειδητοποιείς πώς κινητοποιούνται οι άνθρωποι για να βοηθήσουν όσους βρίσκονται σε ανάγκη, κάτι το οποίο ποτέ δεν έχει καταφέρει το κράτος, κανένας κρατικός ή δημόσιος θεσμός. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η ελπίδα έγκειται στον κόσμο τον ίδιο.
Το κράτος, από την άλλη, έχει ακινητοποιήσει τον κόσμο, κάνοντας να θεωρεί πως δεν έχει καμιά απολύτως δύναμη να κινήσει τα πράγματα.
Όλα τα κοινωνικά κινήματα στο Μεξικό τα τελευταία χρόνια λένε: «Ζητάμε από το κράτος να μην κάνει τίποτα. Να μην κουνήσει το χέρι του. Γιατί, κάθε φορά που το κάνει, διαλύει το σύμπαν».
Αρχίζει ο κόσμος να συνειδητοποιεί ότι όλα μπορούν να βρουν μια λύση μέσα από τις οργανώσεις των πολιτών.
Τα όρια που επιβλήθηκαν στο ναρκεμπόριο, για παράδειγμα, δεν προέκυψαν από το κράτος, αλλά από τους μικρούς οικισμούς που έφτασαν στο «αμήν» και κινητοποιήθηκαν.
Η συνέντευξη με την Γκουαδαλούπε Νέτελ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου 2024).
Ευχαριστώ θερμά τον Βασίλη Γρετσίστα (Εκδόσεις Ίκαρος) για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως που συνοδεύει το κείμενο.
Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Νάννα Παπανικολάου για την άψογη διαδοχική διερμηνεία της προς και από τα ισπανικά.
Ευχαριστώ, τέλος, το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας για την φιλοξενία της συνέντευξης.
Το μυθιστόρημα της Γκουαδαλούπε Νέτελ Η μοναχοκόρη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Νάννας Παπανικολάου.