του Ερβίν Σέχου, υποψήφιος διδάκτoρας (Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας Πανεπιστήμιο Αιγαίου)
Εισαγωγικό σημείωμα του αρθογράφου
Πρόσφατα, ειδικά με αφορμή τις τελευταίες μετακινήσεις προσφύγων και μεταναστών προς τις χώρες της Ευρώπης, το ζήτημα της κοινωνικής τους ένταξης αναδεικνύεται σε μείζoν κοινωνικό και πολιτικό θέμα. Το άρθρο αυτό –εν μέρει βιωματικό– διαπραγματεύεται και θέτει προβληματισμούς σχετικά με τις ανησυχίες, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά και τις προκλήσεις που πηγάζουν από τη διαδικασία της καθημερινής κοινωνικής τους ένταξης. Μέσα από μια συγκριτική οπτική, αυτήν που αναπτύσσουν μεταναστευτικά υποκείμενα με διαφορετικές χώρες προέλευσης και σε διαφορετικούς χρόνους και συγκυρίες, υποστηρίζει ότι η κοινωνική ένταξη είναι μια σταδιακή, καθημερινή διαδικασία στην οποία οι ίδιοι οι μετανάστες και πρόσφυγες διαδραματίζουν έναν ουσιαστικό ρόλο, και ως τέτοια δεν μπορεί να επιβάλλεται επιτακτικά.
Με αφορμή την έρευνα στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενός θεατρικού έργου [1], μαζί με μια φίλη μου από την Αλβανία, βρεθήκαμε με μια παρέα Αφγανών προσφύγων οι οποίοι είχαν έρθει πρόσφατα στην Ελλάδα. Ο σκοπός της συνάντησης ήταν μια από κοινού συνέντευξη που θα εξυπηρετούσε τις ερευνητικές ανάγκες του έργου και ο βασικός στόχος ήταν, μέσα από την διάδραση με τους πρόσφυγες, να αναδειχθούν οι διαστάσεις και οι προβληματισμοί που αφορούν γενικότερα την πραγματικότητα των μεταναστών και των προσφύγων. Ωστόσο, και με δεδομένη την κοινή και σε μας τους δύο μεταναστευτική συνθήκη, εξελίχθηκε περισσότερο σε συζήτηση (με την έννοια της αμοιβαιότητας και της φυσικότητας) και δεν περιορίστηκε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κανόνων διενέργειας μιας συνέντευξης. Επομένως, όπως ήταν αναμενόμενο, η συνάντηση ουσιαστικά αποτέλεσε για τους παρευρισκόμενους αφορμή να μιλήσουν για το παρελθόν τους, τις εμπειρίες που βίωσαν στις χώρες τους αλλά και για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα.
Μολονότι ήμασταν τελείως άγνωστοι μεταξύ μας, νιώθαμε ότι ένα κοινό νήμα διαπερνούσε τις υπάρξεις μας και αυτό, χωρίς αμφιβολία, ήταν η εμπειρία της μετανάστευσης. Περάσαμε περίπου τρεις ώρες αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών εφ’ όλης της ύλης, από την οποία δεν έλειπαν τα έντονα συναισθήματα και η συγκίνηση και από τις δύο πλευρές. Κάποια στιγμή ξεχάσαμε τελείως τα μικρόφωνα, που είχαν γαντζωθεί στα πουκάμισά μας, έτσι που συζητούσαμε, πότε παθιασμένα και πότε νωχελικά, τα βιώματά μας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπως ήταν αναμενόμενο, ο διάλογος δεν θα μπορούσε παρά να αποτυπώσει –ανάμεσα σε άλλα– και μια συγκριτική οπτική μεταξύ των πρώτων μεταναστευτικών ρευμάτων και των πρόσφατα μετακινούμενων πληθυσμών, εστιασμένη στις συνθήκες, στα προβλήματα και στις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τέτοιας κλίμακας μετακινήσεις.
Η κουβέντα, μέσα σε πολύ χαλαρό και φιλικό κλίμα, άγγιξε εν πολλοίς το ζήτημα της καθημερινής ένταξης των μεταναστών και των προσφύγων στην Ελλάδα αλλά και των συνεπειών που απορρέουν από τη διαδικασία αυτή. Ξεκίνησε με την εκδήλωση βασικών φόβων και ανησυχιών που συνδέονταν με το μέλλον τον παιδιών τους σε μια νέα χώρα. Δεν θίχτηκαν μόνο ζητήματα που σχετίζονται με την «τυπική» κοινωνική τους ένταξη, για παράδειγμα θέματα που αφορούν την εκμάθηση της γλώσσας, την εξοικείωση με τις δημόσιες υπηρεσίες, την εύρεση εργασίας, το πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους, τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον· πιο βασική ήταν μια ιδιαίτερη ανησυχία που αφορούσε τη σχέση τους με το παρελθόν και τη διαχείρισή της εντός του στενού οικογενειακού κύκλου, δηλαδή πώς θα κριθούν από τα παιδιά τους για τις επιλογές που έκαναν, για το γεγονός ότι εγκατέλειψαν τη ζωή στην πατρίδα τους, το πολιτισμικό τους περιβάλλον και τις αξίες, τον δικό τους τρόπο ζωής εν τέλει: μήπως πάντα θα τους καταλογίζουν ότι «πρόδωσαν» αυτό το παρελθόν; Θα τους κατακρίνουν για τις πράξεις τους ή θα τους θεωρήσουν «ήρωες»; Αυτές οι ανησυχίες –δικαιολογημένες σε μεγάλο βαθμό– μας έδιναν την εντύπωση ότι τους διαπερνά ένα αίσθημα ενοχής για τις ίδιες τις επιλογές τους. Είναι απολύτως αναμενόμενο να εκδηλώνονται τέτοιοι προβληματισμοί, καθώς μοιάζουν να έχουν άμεση σχέση με τις προσπάθειες που κάνουν οι ίδιοι στα πρώτα βήματα της ζωής τους στην Ελλάδα. Φαίνεται, επίσης, ότι η υπέρβαση ή όχι τέτοιων διλημμάτων έχει άμεσες συνέπειες στις μορφές και στον τρόπο της κοινωνικής τους ένταξης. Για αυτόν τον λόγο δεν έλειπαν εκ μέρους τους ερωτήσεις που αποσκοπούσαν στο να κατανοήσουν γιατί εμείς εγκαταλείψαμε την χώρα μας εφόσον μπορούσαμε να φτιάξουμε την ζωή μας εκεί παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε, ερωτήματα που –σε συνδυασμό με την έκφραση των ματιών και προσώπων τους– αποκάλυπταν τα αισθήματα φόβου, μετάνοιας και πικρίας μεταξύ των οποίων ταλαντεύεται η ύπαρξή τους.
Προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε, χωρίς να είμαστε εξειδικευμένοι σε θέματα ψυχολογίας, τις πραγματικές αιτίες του φόβου και των ανησυχιών τους. Νιώθαμε ότι, πέρα από τις βασικές δυσκολίες που βιώνουν στην καθημερινότητά τους σε καθορισμένες συνθήκες επιβίωσης σε κέντρα υποδοχής, διαμερίσματα ή κατειλημμένα κτίρια, η βασική τους έγνοια ήταν να μάθουν: να μάθουν πώς εμείς «τα καταφέραμε[2]», τι θυσίες κάναμε για να φτάσουμε εδώ που βρισκόμαστε τώρα, σε τι είδους πολιτισμικές υποχωρήσεις προχωρήσαμε, με ποιον τρόπο ξεπεράσαμε τις δυσκολίες μας, πώς μάθαμε την γλώσσα, πώς βρίσκαμε δουλειές· να πληροφορηθούν για τις προσπάθειες που έκαναν οι οικογένειές μας –μαζί με όλα τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους– προκειμένου να μας μεγαλώσουν, να μας σπουδάσουν, να μας εκπαιδεύσουν, δηλαδή όλο το φάσμα των προβληματισμών που η ίδια η πραγματικότητά τους παράγει. Παρά το πλήθος των ερωτημάτων, από την πλευρά μας κατανοήσαμε ότι αυτά δεν τίθονταν από άγνοια και, αντιθέτως, ότι οι ίδιοι έχουν πλήρη επίγνωση των δυσκολιών. Έχουν συνειδητοποιήσει ότι το να φτάσεις στο επιθυμητό σημείο, δηλαδή να «τα καταφέρεις», δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Είναι κάτι που γίνεται σταδιακά, και τα πρώτα βήματα είναι επώδυνα, δύσκολα, ακόμη και «βλαβερά» επειδή σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον καλούνται να διαπραγματεύονται με νέους όρους, να διαχειρίζονται καινούριες καταστάσεις, δεδομένα, συνήθειες, αξίες. Θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι θα αλλάξουν τη δική τους νοοτροπία, τις αντιλήψεις που είχαν για τη ζωή, τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν· έχουν μπροστά τους το πώς θα πρέπει να σκέφτονται από δω και πέρα. Προκειμένου να επιβιώσουν θα κληθούν να κάνουν δουλειές που δεν είχαν ποτέ πριν περάσει από το μυαλό τους. Πόσο εύκολο θα είναι για τις γυναίκες να δουλεύουν εσώκλειστες φροντίζοντας ηλικιωμένους (όχι όμως συγγενείς) άνδρες; Πόσο εύκολο θα είναι για τα νεαρά κορίτσια, που ήταν κομμώτριες στη χώρα τους, σήμερα να κουρεύουν κάποιον άντρα σε κάποιο τυχαίο κομμωτήριο; Αν ψάξουμε στο βάθος της ζωής και του πολιτισμού στις χώρες τους θα ανακαλύψουμε πολιτισμικούς φραγμούς, γεγονός που σημαίνει ότι, για παράδειγμα, σε ό, τι αφορά την εργασία (έναν βασικό παράγοντα της καθημερινής ένταξης), κάποιες δουλειές θεωρούνται ταμπού, ακόμη και ανήθικες. Την ίδια στιγμή, πέρα από κάθε αμφιβολία, κανένας μετανάστης ή πρόσφυγας δεν μπορεί να τα «καταφέρει» αν δεν έχει εξασφαλίσει δουλειά. Για την ακρίβεια, έτσι εξηγείται το γεγονός ότι πάντα «ο ξένος» την διεκδικεί ως τη βασικότερη κοινωνική αξία, ως το υπέρτατο αγαθό – με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Ξέρουν ότι το ζητούμενο είναι η μεταπήδηση, η μετάβαση από τη μια νοοτροπία στην υιοθέτηση μιας άλλης. Ακριβώς για τη μετάβαση αυτή περίμεναν να ακούσουν και να μάθουν από τα λεγόμενά μας, να λύσουν τις απορίες τους, να καλύψουν τα κενά, τις ανησυχίες που τους απασχολούν καθημερινά, αλλά πάνω από όλα, βλέποντάς μας, να νιώσουν ότι και για εκείνους κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα βάσανα και θα «τα καταφέρουν».
Ήταν αναμφίβολο ότι τους διέπουν τα ίδια συναισθήματα που ταλάνιζαν και τις δικές μας υπάρξεις από τα πρώτα βήματα της ζωής μας σε μια ξένη χώρα. Κάποιοι από τους πρόσφυγες δεν είχαν πάνω από δύο μήνες που είχαν αφήσει πίσω τους τη Μόρια, και όταν αναφέρονταν σε εκείνο το μέρος κουνούσαν το κεφάλι δεξιά-αριστερά σαν να μας έλεγαν: «να ξέρατε τι έχουμε βιώσει και τι έχουν δει τα μάτια μας». Έτσι, επιστρέψαμε και εμείς στο παρελθόν, για να θυμηθούμε τις αρχικές δυσκολίες και τον αγώνα για την επιβίωση, χωρίς βέβαια να μείνει στην άκρη και η σύγκριση των καταστάσεων, που κατά διαστήματα έμπαινε έντονα στην κουβέντα. Παρ’ ό, τι προσπαθούσαμε να αναφερόμαστε αυστηρά στις προσωπικές μας εμπειρίες και στα συναισθηματικά τους ίχνη πάνω στον ψυχισμό μας, σε κάποιες αποστροφές του λόγου πέφταμε, αναπόφευκτα, σε γενικεύσεις του τύπου «εμείς τότε» και «εσείς τώρα».
Από την πλευρά μας, έχοντας υπόψη τις παραπάνω φοβίες τους, αναφερθήκαμε στα αρχικά προσωπικά μας βιώματα, στην εδώ καθημερινότητα και στο πώς, από τα πρώτα βήματά μας στην Ελλάδα, απλωθήκαμε σε πόλεις, επαρχίες και χωριά με βάση την ατομική πρωτοβουλία. Εξηγήσαμε ότι βασιστήκαμε στα συγγενικά μας δίκτυα, αλλά για όσους από μας δεν είχαν συγγενείς η μόνη επιλογή ήταν η εγκατάσταση σε δημόσιους χώρους, πάρκα, πλατείες, εγκαταλελειμμένα κτίρια και αποθήκες. Ωστόσο, και για αυτούς που είχαν καταφέρει να βρουν δουλειά – έστω και περιστασιακά, οι χώροι εργασίας είχαν γίνει κατεξοχήν και χώροι διαμονής. Με αυτόν τον τρόπο διεκδικήσαμε το δικό μας χώρο βήμα βήμα, γεγονός που μας έφερνε σχεδόν καθημερινά τόσο σε αντιπαράθεση όσο και σε άμεση σχέση με τις τοπικές κοινωνίες – με όλες τις αρνητικές συνέπειες αλλά και την αμοιβαία κατανόηση. Η βασική μας έγνοια ήταν να βρούμε πάση θυσία δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά, και στη συνέχεια είχαμε πιθανότητες να βρούμε και στέγη. Έτσι, όταν είχαμε εξασφαλίσει το μεροκάματο – έστω και περιστασιακά –, ήμασταν πια σε θέση να ισχυριστούμε ότι «ja dolëm mbanë»[3]. Πάντως, η μετάβαση και για «εμάς» δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση: η πολιτική, οικονομική και πολιτισμική ζωή είχε καταρρεύσει στην χώρα μας, και αυτό σήμαινε για τον καθένα μας την εγκατάλειψη ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, προηγούμενων κοινωνικών αντιλήψεων και αξιών. Με αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι οδηγούνται όχι μόνο στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής αλλά και στην αναθεώρηση και στον επαναπροσδιορισμό των προσωπικών προσδοκιών, στον ενστερνισμό άλλων κοινωνικών αξιών. Η Δύση ήταν μονόδρομος. Η αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας, της ελεύθερης έκφρασης και του δυτικού τρόπου ζωής έγιναν με τον καιρό αξίες αδιαπραγμάτευτες. Επομένως, υποχρεωτικά και επώδυνα εγκαταλείψαμε τα τσαλακωμένα ρούχα του δικού μας πολιτισμού, εκθέτοντας το «γυμνό» μας σώμα στις διαθέσεις της ελεύθερης αγοράς. Το στάδιο της μετάβασης από αυτά που αφήσαμε πίσω σε όσα βρίσκαμε εμπρός μας διήρκεσε ελάχιστα, και αμέσως περάσαμε στο στάδιο της προσαρμογής. Μέσα από την εργασία αισθανόμασταν ότι είχαμε μιαν –έστω και πολύ περιορισμένη– κοινωνική ζωή, παρ’ ότι ο κίνδυνος της απέλασης παραμόνευε ως δαμόκλειος σπάθη σε καθημερινή βάση. Μέσα από τη δουλειά μάθαμε την γλώσσα. Οι επαφές με τους συμπατριώτες ήταν ελάχιστες και ανεπαίσθητες. Δεν υπήρχε καμία δύναμη που θα μας έκανε να γυρίσουμε το κεφάλι πίσω, να νοσταλγούμε το παρελθόν ή να νιώθουμε λύπη για τον χαμένο τόπο μας. Έτσι, στο όνομα της μετάβασης και της προσαρμογής, οι υποχωρήσεις και οι «θυσίες» σε καθημερινό επίπεδο ήταν πολλές. Πάψαμε πλέον να προφέρουμε τα ονόματά μας και επίσης υιοθετήσαμε θρησκευτικές αξίες – άγνωστες σε μας μέχρι χθες. Οι μητέρες και οι αδελφές μας θα έπρεπε ως εσώκλειστες, μακριά από το οικογενειακό τους περιβάλλον, να φροντίζουν ηλικιωμένους. Οι άντρες παρατηρούσαν τη νέα συνθήκη ανήμποροι να αλλάξουν τα πράγματα, και έλεγαν «θα κάνουμε θυσίες».
Μέσα λοιπόν από την αλληλεπίδραση κατά την διάρκεια της συζήτησης, στο τέλος είχαμε την δυνατότητα να κατανοήσουμε της ζωές των «άλλων» και να εισχωρήσουμε στην καρδιά των δικών τους ανησυχιών, αλλά και εκείνοι να κατανοήσουν το δικό μας παρελθόν. Μπορέσαμε να συγκρίνουμε, να ζυγίσουμε και να καταλάβουμε τις δυσκολίες κάθε εποχής, να αντιληφθούμε τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της κάθε περιόδου, τους παράγοντες που οδηγούν τους ανθρώπους να αναλάβουν δράσεις, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν συγκεκριμένες στάσεις και συμπεριφορές. Η διάδραση ήταν εκείνο το χαρακτηριστικό που εξασφάλισε το αναγκαίο πεδίο, προκειμένου να αναπτυχθεί το πνεύμα του αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία γεννήθηκε η δυνατότητα να αμβλυνθούν και να υποχωρήσουν τυχόν προκαταλήψεις[4] και από τις δύο πλευρές. Επιπλέον, συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό που είχε και έχει σημασία είναι να κατανοούμε τα κίνητρα των ανθρώπων, τις διαθέσεις τους και τους στόχους που έχουν βάλει για τη συνέχιση της ζωής τους.
Αυτή η συζήτηση έφτασε στο τέλος της, τα ερωτήματα ωστόσο παραμείναν: πώς μπορούν οι άνθρωποι, οι οποίοι αισθάνονται διαρκώς εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε δύο καταστάσεις και πραγματικότητες, να κάνουν προσπάθειες να «τα καταφέρουν» και να προσαρμοστούν; Όντας σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, συχνά ανήμποροι να πάρουν αποφάσεις. Αυτή είναι συναισθηματική σύγχυση. Πατούν στο κενό, καθώς δεν ξέρουν τι θα κάνουν. Θα μείνουν στην Ελλάδα ή θα συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τις χώρες που ονειρεύονται; Από νομικής άποψης, πατούν στο κενό ως αιτούντες άσυλο – λόγω της γραφειοκρατικής αναμονής για την απόφαση της διοίκησης που είτε θα τους αποδώσει το status του πρόσφυγα είτε θα τους το «αρνηθεί», με την δεύτερη εκδοχή να τους τοποθετεί στη «γκρίζα ζώνη» του παράνομου μετανάστη. Κοινωνικά, βρίσκονται επίσης στο κενό, εφόσον παραμένουν χωρικά εγκλωβισμένοι στα Κέντρα Υποδοχής, όπου η ίδια η συνθήκη εγκατάστασης τους στερεί την δυνατότητα της ελεύθερης πρωτοβουλίας και επιλογής. Ακόμη και η ανθρωπιστική δράση έχει, ενδεχομένως, συμβάλει –μέσα από τη λογική της προστασίας– στη μετατροπή τους σε θυματοποιημένα και παθητικά υποκείμενα· ίσως τους ωθεί στο να επαναπαύονται σε μια κατάσταση, γεγονός που, πιθανότατα, ενισχύει την απάθεια και αποτελεί εμπόδιο για την εκδήλωση της ελεύθερης ατομικής βούλησης. Ωστόσο, με δεδομένο ότι αυτές οι μετακινήσεις έχουν συλλογικό-οικογενειακό χαρακτήρα, η ανθρωπιστική παρέμβαση ήταν και εξακολουθεί να είναι αναπόφευκτη.
Σήμερα εξελίσσεται ένας ευρύτερος δημόσιος διάλογος γύρω από το θέμα της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και των προσφύγων, διάλογος που απασχολεί τους κρατικούς και αυτοδιοικητικούς θεσμούς, το εύρος της κοινωνίας των πολιτών, τις ανθρωπιστικές οργανώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη (2018) επιδιώκει να θέσει βασικούς και ολοκληρωμένους στόχους, εναποθέτοντας όμως τις ευθύνες διαχείρισης του ζητήματος στον συντονισμό των αρμόδιων υπουργείων, των τοπικών αρχών και της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο, αυτό το σχέδιο δράσης αδυνατεί να κατανοήσει και να συμπεριλάβει –στο εύρος με το οποίο αποκαλύφθηκαν στην παραπάνω συζήτηση για παράδειγμα– τους προβληματισμούς των μεταναστών και των προσφύγων, ιδιαίτερα σε ό, τι αφορά τη διαδικασία της μετάβασης και προσαρμογής. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία δεν μπορεί να επιτελείται με τρόπο ουσιαστικό, εφόσον οι ίδιοι βρίσκονται σε πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες εκ των προτέρων καθορισμένες, έξω από κάθε διαδικασία συνδιαμόρφωσης. Δεν λαμβάνεται υπόψη η αυτόνομη δράση ως βασικός παράγοντας που ενισχύει τις δικές τους προσπάθειες προκειμένου να «τα καταφέρουν». Το να μιλάμε για την κοινωνική ένταξη ως ουδέτερη ποιότητα, έξω από χρονικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά πλαίσια είναι αντιφατικό. Επιπλέον, αυτό το σχέδιο δράσης αφιερώνει ελάχιστες παραγράφους στο θέμα της ένταξης στην αγορά εργασίας, η οποία αποτελεί το πιο σημαντικό βήμα, ακριβώς επειδή προετοιμάζει το έδαφος για την κοινωνική ένταξη· τονίζονται κυρίως τα εκπαιδευτικά προγράμματα και διάφορα άλλα εκπαιδευτικά έργα που θα λάβουν χώρα σύμφωνα με τις ικανότητες και δεξιότητες των μεταναστών και των προσφύγων.
Η εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι η ένταξη δεν επιβάλλεται επιτακτικά, αντίθετα πραγματώνεται σε στάδια. Το κράτος οφείλει να έχει εξασφαλίσει την πρόσβαση όλων των ανθρώπων στις κοινωνικές υπηρεσίες, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. ¨Όμως στην καθημερινότητα η επιλογή των τρόπων, των μορφών, του βαθμού και της έκτασης της ένταξης εξαρτάται από τους ίδιους τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Για αυτό είναι αναγκαία προϋπόθεση να παίρνουν ανάσες ελευθερίας. Γιατί ένταξη σημαίνει σεβασμό των όρων που τα ίδια τα υποκείμενα θέτουν για τη διαδικασία αυτή. Επιπλέον, όπως είναι λογικό, εναπόκειται σε αυτά να αντιληφθούν και να συνειδητοποιήσουν τι θα πρέπει να κάνουν για να ξεπεράσουν τις δικές τους δυσκολίες, ιδιαίτερα όταν διακυβεύεται το παρελθόν τους ή είναι αναγκαίο να «θυσιάσουν» την προηγούμενή τους νοοτροπία για χάρη μιας άλλης· και αυτή είναι για τα ίδια μια καθημερινή διεργασία-πρόκληση.
Τόσο οι προηγούμενες επισημάνσεις όσο και η συνολικότερη κριτική που μπορεί να ασκηθεί με βάση αυτές προφανώς και δεν ισοδυναμούν με την αξιολόγηση της βοήθειας και της υποστήριξης σε πρόσφυγες και μετανάστες ως περιττής ή άσκοπης. Ωστόσο αυτό δεν πρέπει να γίνεται έτσι και τόσο που να ακρωτηριάζει τις δικές τους ατομικές και συλλογικές πρωτοβουλίες ή να λειτουργεί αποτρεπτικά για την κατάκτηση της αυτονομίας τους. Στην πραγματικότητα, μέσα στην ίδια την καθημερινή τους διαπάλη που ουσιαστικά χαρακτηρίζεται από τη συγκρουσιακή συνθήκη μεταξύ αυτονομίας και προστασίας είναι ορατά τα ίχνη της παραπάνω διαδικασίας και μάλιστα στην εξέλιξή της.
Συνοψίζοντας, και με γνώμονα την προβληματική που αναπτύχθηκε με αφορμή τη συγκεκριμένη συζήτηση, υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχει χώρος για αντιλήψεις που θεωρούν τους πρόσφατα μετακινούμενους πληθυσμούς ριζικά διαφορετικούς από τα προηγούμενα μεταναστευτικά ρεύματα, προκειμένου μάλιστα να αιτιολογηθεί το σκεπτικό ότι δεν μπορούν να ενταχθούν επειδή ανήκουν σε «άλλους» πολιτισμούς ή επειδή είναι ευάλωτοι και «ανήμποροι». Για αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, σοβαρά και με θετική πρόσληψη, τις δυναμικές που πηγάζουν από την οργάνωση της καθημερινότητάς τους καθώς και τις διεργασίες που συντελούνται εντός του πλαισίου της, εφόσον επιθυμούμε πραγματικά να συμβάλουμε με ουσιαστικό τρόπο στην κοινωνική τους ένταξη
Επιμέλεια-Διόρθωση: Αρετή Μουσουλιώτη
[1] Πρόκειται για το Simple as ABC#3: The Wildhunt, και ανήκει στο είδος που αποκαλείται θέατρο-ντοκιμαντέρ. Επίσης είναι μέρος μιας σειράς έργων που έχει ως κεντρικό θέμα την ευρωπαϊκή διαχείριση της μετανάστευσης και των συνόρων. Την παράσταση επιμελήθηκε ο Thomas Bellinck και στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Παυσανίας Καραθανάσης και η νομικός Γεωργία Σπυροπούλου.
[2] Σχεδόν ποτέ ο όρος «κοινωνική ένταξη» δεν χρησιμοποιήθηκε στη συζήτησή μας. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί για κάποιους μελετητές, ακόμη και για τις κοινωνίες «υποδοχής», να υποδηλώνονται με τον τρόπο αυτό συγκεκριμένες πολιτικές, ωστόσο για τους ίδιους τους μετανάστες και τους πρόσφυγες παραμένει ένας ακατανόητος όρος και δεν χωράει στην αντίληψή τους, ειδικά εκείνων που έχουν έρθει πρόσφατα στις χώρες τις Ευρώπης. Για αυτόν τον λόγο στην κουβέντα μας έμπαινε η έκφραση «I make it», «τα καταφέρνω».
[3] Είναι μια βασική έκφραση των Αλβανών μεταναστών στα πρώτα χρόνια στη ζωής τους στην Ελλάδα και σημαίνει «τα καταφέραμε». Κατά την επικοινωνία μεταξύ τους η φράση αυτή ήταν συχνή, ειδικά όταν αναφερόταν στο ζήτημα εύρεσης εργασίας και στη συνέχεια στέγης.
[4] Αρκετές φορές, μέσα σε παρέες μεταναστών από την Αλβανία, και ειδικά όταν οι συζητήσεις μας εστιάζουν στα πρόσφατα μεταναστευτικά-προσφυγικά ρεύματα, παρατηρώ από μέρους τους να εκδηλώνονται ιδιαίτερα παράπονα – συνήθως του τύπου: «όταν ήρθαμε εμείς κανείς δεν μας βοήθησε», «ανθρωπιστικές οργανώσεις δεν υπήρχαν», «έπρεπε να τα κάνουμε όλα μόνοι μας». Αντίστοιχα, από την πλευρά των ανθρώπων που έχουν έρθει πρόσφατα στην Ελλάδα διατυπώνεται η άποψη ότι η Ελλάδα παλιά ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, δεν υπήρχε οικονομική κρίση, γεγονός που διευκόλυνε και τη ζωή των μεταναστών.