Πυρετώδες αλλά ακριβές, το υποψήφιο για το Booker International 2024 μυθιστόρημα της Σουηδής συγγραφέως Ία Γένμπεργκ, Οι λεπτομέρειες, είναι μια «ωδή» στη ζωή, την απώλεια, την ταυτότητα, τη μνήμη και τη γραφή.
Συζητώντας με την συγγραφέα με αφετηρία την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά.
Θολώνοντας τα όρια μεταξύ απομνημονευμάτων και μυθοπλασίας, το Οι λεπτομέρειες είναι το πρώτο μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
Πρόκειται για μια «ωδή» στη ζωή, την απώλεια, την ταυτότητα, τη μνήμη και, ουσιαστικά, στην ίδια τη διαδικασία της γραφής. Συνελήφθη εξ αρχής σ’ αυτό το πλαίσιο;
Δεν ξέρω αν πραγματικά θολώνω τα όρια – το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι μυθοπλασία.
Αφετηρία ήταν μια πολύ ζωντανή ανάμνηση στην οποία καταδύθηκα ξαφνικά την άνοιξη του 2020, όταν είχα πυρετό λόγω κορονοϊού, και βάσει αυτής της εμπειρίας άρχισα να γράφω τις Λεπτομέρειες, αλλά χωρίς να ξέρω πού θα με οδηγούσε.
Έτσι, το βιβλίο δεν αφορά σε εμένα ως άνθρωπο. Θα ήταν απίστευτα βαρετό. Αλλά φυσικά βασίζομαι στις δικές μου εμπειρίες και συναντήσεις στη συγγραφή. Νομίζω ότι όλοι οι συγγραφείς το κάνουν αυτό.
Το βιβλίο εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο από μια ανώνυμη γυναίκα που θυμάται θραύσματα της προηγούμενης ζωής της ενώ βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι λόγω υψηλού πυρετού.
Ποια είναι η σχέση μεταξύ των αλλοιωμένων καταστάσεων συνείδησης, συμπεριλαμβανομένων των παθολογικών, και της διαδικασίας της γραφής;
Προσπαθώ πάντα να εκμεταλλεύομαι στο έπακρο τον πυρετό, ειδικά αν είναι γύρω στους 38°C. Είναι μια καλή θερμοκρασία για να φτάσει κανείς σε άλλα βάθη μέσα στον εαυτό του και να βρει ιδέες οι οποίες ξεπερνούν λίγο τα συνηθισμένα όρια.
Πιστεύω πως ο πυρετός βοηθά να χαλαρώσει ο συνηθισμένος έλεγχος – είναι πιο εύκολο να θυμηθεί κάποιος συναισθήματα και ευκολότερο να συνδεθεί με τα πιο σκοτεινά μέρη του εαυτού του.
Αλλά δεν έχω καταφέρει ποτέ να γράψω ενώ είχα πυρετό. Αυτή η εργασία γίνεται καλύτερα όταν είσαι νηφάλια/-ος, υγιής και κάθεσαι όρθια/-ος σε μια καρέκλα.
Σύμφωνα με το Focus Vif, είναι επίσης «ένα μυθιστόρημα βουτηγμένο στη νοσταλγία». Και στη μελαγχολία, θα έλεγα. Πώς καταφέρνετε να χρησιμοποιείτε τη νοσταλγία και τη μελαγχολία ως εργαλεία, χωρίς να σας κυριεύουν;
Δε νομίζω ότι υπάρχει πολλή νοσταλγία με την έννοια της λαχτάρας για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Ωστόσο, υπάρχει πολλή μελαγχολία στο βιβλίο. Η μελαγχολία είναι ένα είδος έντονης επίγνωσης του χρόνου που περνά, ένας στοχασμός για το ίδιο το πέρασμα του χρόνου.
Για μένα, αυτή η μελαγχολία είναι συνδεδεμένη με τον τόνο με τον οποίο έγραψα την ιστορία – είναι ένα είδος ελεγείας.
Ένα άτομο που θυμάται προηγούμενες σχέσεις με ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι πλέον παρόντες – φυσικά, θα υπάρξει κάποια μελαγχολία!
Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να γράφεις για συναισθήματα και στο να γράφεις με συναίσθημα. Προσωπικά, δε με ενδιαφέρει να γράφω για συναισθήματα. Προσπαθώ να μην ονοματίζω κανένα συναίσθημα, απλώς να το απεικονίζω.
Το να έχεις συναισθήματα στη γραφή σου είναι κάτι άλλο – πιστεύω πως είναι σημαντικό και δίνει ζωή και ενέργεια στο κείμενο.
Προσωπικά συγκινήθηκα γράφοντας τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, τα οποία αφορούν διαφορετικά είδη απώλειας. Αλλά το κλάμα είναι μέρος της δουλειάς μερικές φορές.
«[Η Γιοχάνα] έλεγε ότι η ολοκλήρωση αυτού που κάνεις είναι ένας τρόπος να κρατάς ανοιχτό τον δρόμο για το μέλλον, να δείχνεις αυτό που λέμε ‘καθαρό μητρώο’»,αναλογίζεται η αφηγήτρια.
Έχει σημασία αν δεν ολοκληρώνουμε κάθε «έργο» το οποίο μπορεί να έχουμε ξεκινήσει;
Υπάρχει μια διαφορά στο πώς η αφηγήτρια και η Γιοχάνα σχετίζονται με τη ζωή.
Η αφηγήτρια είναι αρκετά ικανοποιημένη και όχι πολύ προσανατολισμέη στον στόχο, ενώ η Γιοχάνα έχει περισσότερη σκληρότητα και, ως εκ τούτου, κάνει σημαντική πρόοδο στην καριέρα της.
Μάλλον μοιάζω περισσότερο με την αφηγήτρια, αν και δεν είμαι τόσο τεμπέλα.
Η αφηγήτρια, για παράδειγμα, δε θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρώσει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος – αυτό απαιτεί μια συγκεκριμένη ποσότητα πειθαρχίας, την οποία δε φαίνεται να έχει.
«Μερικά βιβλία τείνουν να μένουν βαθιά στο μεδούλι πολύ καιρό αφότου οι λεπτομέρειες και τα ονόματα έχουν ξεχαστεί», επισημαίνει, αναφερόμενη κυρίως στον Πολ Όστερ.
Πέρα από την «έντονη απλότητά του» ποια είναι τα στοιχεία του αφηγηματικού του ύφους που θεωρείτε απαραίτητα;
Ο Όστερ έχει έναν τόνο που μου αρέσει πολύ και προσπαθώ πάντα να τον μιμούμαι. Το κείμενο φαίνεται να ξέρει ακριβώς πού πηγαίνει, αλλά χωρίς να βιάζεται.
Είναι δύσκολο να γράψεις με τόση ακρίβεια χωρίς να κάνεις τα πράγματα περίπλοκα. Είναι δύσκολο να γράψεις τόσο απλά.
«Το να ασχολείσαι μεθοδικά και με σύστημα με παράλογες υποθέσεις προσφέρει μια κάποια ελπίδα επιτυχίας σε αποστολές που είναι πραγματικά απελπιστικές», συνειδητοποιεί.
Υπάρχει κάτι το οποίο σας απελπίζει στη συγγραφή ή/και στην καθημερινότητα; Και αν ναι, ποια είναι η διέξοδός σας;
Αυτή τη στιγμή, είναι δύσκολο να γράψεις μυθοπλασία.
Υπάρχουν υπερβολικά πολλά στον πραγματικό κόσμο -στη σημερινή εφημερίδα, στις ειδήσεις στην Τηλεόραση και στο Ραδιόφωνο, σε συζητήσεις με ανήσυχους συνανθρώπους- που κάνουν όλη τη μυθοπλασία να φαίνεται ασήμαντη.
Είναι σαν να έχει μεγαλώσει πολύ το χάσμα μεταξύ των ιστοριών που εμφανίζονται στον υπολογιστή μου και του κόσμου στον οποίο φαντάζομαι να προσγειώνονται.
Η μυθοπλασία είναι πολυτέλεια και αυτήν τη στιγμή, φαίνεται ότι δεν μπορούμε να αντέξουμε την οποιαδήποτε πολυτέλεια. Είμαστε πολύ πιο χαμηλά στο τρίγωνο, στη βάση, ασχολούμαστε με τα θεμελιώδη πράγματα. Δημοκρατία. Ελευθερία.
Προσπαθώ, λοιπόν, να γράφω τις μέρες που δε με κυριεύει πολύ η απελπισία για τον κόσμο.
«Ζούμε τόσες πολλές ζωές μέσα στη ζωή μας, ζωές μικρότερες με ανθρώπους που έρχονται και πάνε, με φίλους που εξαφανίζονται, παιδιά που μεγαλώνουν και ποτέ δεν καταλαβαίνω ποια από τις ζωές αυτές έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα», αναρωτιέται.
Είναι αυτή η αβεβαιότητα απελευθερωτική ή εκφοβιστική;
Είναι μια λυτρωτική σκέψη. Είμαι εντελώς αντίθετη στο να βλέπω τη ζωή ως μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με αιτίες και συνέπειες, όπου το ένα προκύπτει από το άλλο.
Πιστεύω πως η κατάσταση είναι πολύ πιο χαοτική από αυτό, το να ερμηνεύουμε τις ζωές μας, να παλεύουμε απελπισμένα για να τα ταιριάξουμε όλα.
Όταν αυτή η προσπάθεια αποτυγχάνει, και απλώς μένουμε όρθιοι με όλα τα μικρά μας πράγματα σε ένα χάος, υπάρχει μια διαφάνεια που είναι πολύ ενδιαφέρουσα από λογοτεχνική άποψη.
«Αυτοί που αναζητούν κάτι σοβαρά όλο και κάτι βρίσκουν τελικά, αν βέβαια η αναζήτηση είναι πραγματική, αν βασίζεται σε πραγματική επιθυμία να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του», «συμπεραίνει» αλλού.
Τι αναζητάτε και τι βρίσκετε (ή όχι) μέσα και και μέσα από τη λογοτεχνία, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως αναγνώστρια;
Δε νομίζω ότι η μυθοπλασία πρέπει να εκπληρώνει κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, να είναι καλή, να παρέχει γνώση ή να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.
Αλλά νομίζω πως μας προσφέρει περισσότερες οπτικές στη ζωή και περισσότερες λέξεις με τις οποίες να περιγράψουμε ορισμένες σκέψεις και συναισθήματα, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας.
Η αναγνώριση, είτε γίνεται μέσω της ανάγνωσης είτε της συνομιλίας, είναι πολύ παρηγορητική.
Κάποιος που είναι δυστυχισμένος όντας ερωτευμένος και διαβάζει την Σαπφώ μπορεί να σκεφτεί: κι εγώ. Είναι σαν να βάζεις το δικό σου πόδι σε ένα αποτύπωμα δύο χιλιάδων ετών στην άμμο την οποία άφησε το δικό της.
«Και εγώ», «Εκείνη επίσης»: είναι πραγματικά μόνο η λογοτεχνία και οι ανθρώπινες συναντήσεις που μπορούν να έχουν αυτό το αποτέλεσμα σε έναν άνθρωπο.
Το μυθιστόρημά σας λειτουργεί επίσης διακριτικά ως «tableau vivant» μιας συγκεκριμένης εποχής, ενώ χαρτογραφεί τις κοινωνικές αλλαγές στη Σουηδία τις τελευταίες τρεις περίπου δεκαετίες.
Ποιες από αυτές τις κοινωνικές αλλαγές έχουν αφήσει το πιο ορατό αποτύπωμα μέχρι στιγμής;
Αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό για τη δεκαετία του ’90 είναι ότι ήταν μια σύγχρονη εποχή από κάθε άποψη, αλλά όχι ακόμα ψηφιακή.
Αυτό σήμαινε πως οι άνθρωποι πράγματι μιλούσαν μεταξύ τους πρόσωπο με πρόσωπο, κανόνιζαν τους χρόνους επικοινωνίας πολύ νωρίτερα ή κάθονταν στο σπίτι περιμένοντας ένα τηλεφώνημα από ένα συγκεκριμένο άτομο.
Μπορούσαν επίσης εύκολα να χάσουν τα ίχνη του άλλου σε μια ουρά μπαρ ή σε ένα μουσικό φεστιβάλ.
Επιπλέον, χάνονταν συνεχώς από το οπτικό πεδίο σου – πήγαιναν στην Ινδία, άλλαζαν αριθμούς τηλεφώνου ή μετακινούνταν χωρίς να σου το πουν.
Σήμερα, είναι δύσκολο να τους ξεφορτωθείς, ακόμα κι αν το θέλεις. Όλοι εμφανίζονται σαν φαντάσματα στα feed των άλλων.
Από λογοτεχνική άποψη, είναι πιο ενδιαφέρον να γράφεις για τη δεκαετία του ’90 από από το να γράψεις για κάποιον, στο σήμερα, που επικοινωνεί ενημερώνοντας το Instagram του.
Το Οι λεπτομέρειες έχει κερδίσει σημαντική κριτική αποδοχή και έπαινο. Πώς αξιολογείτε την αποδοχή και τον έπαινο ως άτομο το οποίο περιηγείται στον κόσμο της λογοτεχνίας;
Είναι διασκεδαστικό να προσεγγίζεις ανθρώπους με ένα βιβλίο και να συναντάς αναγνώστες σε πολλές διαφορετικές χώρες.
Είχα επίσης την ευκαιρία να περάσω χρόνο με ξένους συγγραφείς, μεταφραστές και εκδότες, κάτι που με δίδαξε πολλά και μου έδωσε μερικές νέες προοπτικές. Αλλά δε νομίζω ότι με επηρεάζει πολύ ως άτομο.
Στον κόσμο της λογοτεχνίας, η επιτυχία είναι συχνά κάπως τυχαία και τείνει να περνά γρήγορα, επομένως δε χρειάζεται να ασχοληθείς υπερβολικά μ’ αυτήν.
Ευχαριστώ θερμά την Melissa Häger (Salomonsson Agency) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.
Το μυθιστόρημα της Ία Γένμπεργκ Οι λεπτομέρειες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Γρηγόρη Ν. Κονδύλη.
