της Αρετής Μουσουλιώτη
Μέρος πρώτο
Η αλήθεια είναι ότι έπεσα από τα σύννεφα πολλές φορές στην πεντηκονταετή ζωή μου και πόνεσα πολύ περισσότερο από τον τρυφερό ουτοπιστή της σύγχρονης έγκριτης δημοσιογραφίας Γ. Πρετεντέρη. Ωστόσο, οφείλω δημόσια να παραδεχτώ ότι κύλησαν μαύρα δάκρυα από τα πονεμένα μάτια μου όταν διαπίστωσα πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης (το πόσο πραγματικά petit είναι σε ό, τι αφορά τη μάχη σώμα με σώμα με τα πληβειακά κοινωνικά στρώματα μένει να αποδειχτεί) δεν μπόρεσε να βρει παραπάνω συνοδοιπόρους με εκ γενετής γυναικεία ανατομικά χαρακτηριστικά στην προσπάθειά του να βάλει πιο αποτελεσματικά τη χώρα στη νεοφιλελεύθερη κανονικότητα. Α, και ως σφοδρός πολέμιος του νεποτισμού προφανώς δεν στράφηκε στο ίδιο το αίμα του, την αδερφή του που με περηφάνια συστήθηκε στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας όχι με το πατρικό επώνυμο (θα ήταν πατριαρχικό άλλωστε) αλλά με το όνομα του μακαρίτη συζύγου της Π. Μπακογιάννη, το οποίο φέρει περήφανα και μετά τον επόμενο γάμο της με τον Ι. Κούβελο.
Γιατί αλήθεια να μην υπάρχουν κι άλλες μελίρρυτες νεανικές γυναικείες φωνές που να επικαλούνται τη βοήθεια της φωτισμένης ελληνορθόδοξης Εκκλησίας του Άνθιμου, του Αμβρόσιου και άλλων λαμπρών, θεόπνευστων –εσχάτως και με ακαδημαϊκούς τίτλους– ιεραρχών (ιεροδιδασκάλων, ιεροβοσκών, ιερογεννημένων κ.λπ.) στην άσκηση των καθηκόντων τους; Ξεμείναμε από άλλες υφυπουργούς που ως υπεύθυνες, για παράδειγμα, Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης να μεριμνήσουν για τη διανοητική και ψυχική υγεία των ελληνοπαίδων, που δυστυχώς εκτέθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις σε ανυπολόγιστους κινδύνους φοιτώντας στα ίδια σχολικά συγκροτήματα με τα παιδιά των εισβολέων προσφύγων και μεταναστών; Αρκεί μονάχα μία νεαρή υφυπουργός Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για να μας ταρακουνήσει, εμάς που υπό την επήρεια συλλογικής διαταραχής κάναμε ως μαθήτριες Γυμνασίου παράνομα γιορτές μνήμης για την επέτειο του Πολυτεχνείου, μπολιασμένες από εμμονικά ψεύδη αρρωστημένων εγκεφάλων περί αγώνων, συγκρούσεων, νεκρών, βασανισμένων και βιασμένων στα κρατητήρια της ασφάλειας στη διάρκεια της χούντας; Μα μόνο μια γυναίκα να υποστηρίξει ως υφυπουργός την προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης με την πάταξη των ελληνοποιήσεων (ξέρετε της φέτας, των αμνοεριφίων του Πάσχα και λοιπών εδώδιμων αλλά ουχί αποικιακών) και την ανάκτηση της χαμένης (στην περίοδο που γυριζόταν η Αστέρω και άλλα βουκολικά δράματα) ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων; Μα καμιά άλλη, για να καταθέσει στον ιστορικό του μέλλοντος την εμπειρία της συνεργασίας με τον πιο αυθεντικό εν Ελλάδι –πιονέρο τσεκουροφόρο για την ακρίβεια– πολέμιο του αντισημιτισμού και σταθερό σύμμαχο μιας από τις πλέον ανεκτικές και δημοκρατικές κρατικές οντότητες που, πέραν άλλων «αμυντικών» πρακτικών απέναντι στους προαιώνιους ( εσωτερικούς εδώ και κάποιες δεκαετίες) εχθρούς, ετοιμάζεται και για τον χημικό ευνουχισμό, συγγνώμη θεραπεία ήθελα να πω, των ομοφυλόφιλων; Δεν υπάρχει άλλη λαμπρή επιστήμονας να διοικήσει υπουργεία που να αποκρυσταλλώνουν την ιστορική συνέχεια του έθνους με αδιάσειστα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως συνέβη και σε κρίσιμες συγκυρίες του πρόσφατου παρελθόντος; Τότε βέβαια πρωθυπουργός ήταν ένας άντρας με τα όλα του, θεματοφύλακας της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας και ανυποχώρητος αλβανο/γυφτοσκοπιανο/τουρκο-φάγος – συμπαθάτε με αν ξεχνάω κάποιον εχθρό μας. Και τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους τώρα που στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη επέστρεψε ένας –εξαιρετικά μεν πετυχημένος αλλά μια φορά cis– άνδρας, διαλύοντας το υπέροχο άρωμα γυναίκας που πλανιόταν μέχρι πρότινος στους (εκδημοκρατισμένους) διαδρόμους του;
Για όλους τους παραπάνω λόγους στις όχθες του μπαζωμένου Κηφισού κάθισα και έκλαψα μεσούντος του θέρους και των «ακραίων φαινομένων» που συνοδεύουν την κλιματική αλλαγή.
Μέρος δεύτερο
Πόσο φτωχή μπορεί να είναι η σύγχρονη πολιτική ζωή στη χώρα μας όταν μονάχα πέντε cis γυναίκες βρέθηκαν/κρίθηκαν ικανές/τόλμησαν να υπερβούν τη διστακτικότητα (βασικό χαρακτηριστικό της «γυναικείας» ψυχολογίας) ώστε να εφαρμόσουν την άγρια νεοφιλελεύθερη, ρατσιστική, σεξιστική, τοξική πολιτισμικά και ανθρωπολογικά πολιτική που χάραξε το επιτελείο των αρίστων του πρώτου κόμματος – κι οπωσδήποτε όχι ερήμην τους;
Αλήθεια, θα ένιωθαν πιο δικαιωμένες ιστορικές μορφές του γυναικείου κινήματος, κοινωνικές αγωνίστριες και επαναστάτριες αν δεν περιορίζονταν στον πενιχρό αυτό αριθμό εκείνες που φιλοδοξούν να/ θα υλοποιήσουν τη ρεβανσιστική αντεπίθεση σε όσα καταφέραμε –όχι ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά)– εμείς ως πολύμορφο ανταγωνιστικό κίνημα τόσα χρόνια;
Ο πόλεμος ενάντια στους φτωχούς, στους «διαφορετικούς/μη κανονικούς/αποκλίνοντες/ανώμαλους», στους πληθυσμούς που υποχρεώνονται από τις πολιτικές της άγριας καπιταλιστικής λεηλασίας να μεταναστεύσουν για να γλυτώσουν τη ζωή τη δικιά τους και των παιδιών τους θα είχε άραγε άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, μικρότερη ένταση ή διάρκεια αν οι θεσμοί και τα λόμπι που τον εξαπολύουν σέβονταν την «ποσόστωση»;
Θα ήταν περιττό να γίνει εκτενής αναφορά σε όλες εκείνες τις «σιδηρές» κυρίες και τα θηλυκά «γεράκια» του νεοφιλελευθερισμού που ισοπέδωσαν και ισοπεδώνουν ολόκληρες κοινωνίες χωρίς φυσικά να επιφυλάσσουν στις ομόφυλές τους καμία ειδική μεταχείριση, χωρίς ίχνος ευαισθησίας (άλλη περίφημη «γυναικεία» ιδιότητα) απέναντι στις «ευάλωτες» κοινωνικές ομάδες. Η παγκοσμιοποιημένη μηχανή της καπιταλιστικής συσσώρευσης λειτουργεί απρόσκοπτα ακόμη κι όταν στις επιτελικές θέσεις βρίσκονται γυναίκες, κι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί «κατάκτηση του γυναικείου κινήματος».
Πολύ σχηματικά, οι φεμινισμοί των ποσοστώσεων, στερημένοι από το ταξικό πρόσημο των από κάτω είναι καταδικασμένοι στην αποσάθρωση των όποιων «καλών προθέσεών» τους και προορισμένοι ιστορικά να κάνουν τη βρώμικη δουλειά του κεφαλαίου με τη μάσκα μιας βαθιά αντιδραστικής πολιτικής ορθότητας. Δεν είναι αφομοιώσιμοι, είναι καταστατικά αφομοιωμένοι: στηρίζονται στη λογική της ταυτοτικής τμήσης που διαλύοντας τα πρόσωπα απομονώνει τις επιμέρους ιδιότητες/χαρακτηριστικά/ταυτότητες (όποιες κι αν είναι αυτές), συγκροτεί ψευδείς συνειδήσεις με την επικυριαρχία του μέρους έναντι του όλου, καταστρέφει τη ριζοσπαστική δυναμική της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, τις αξιολογεί χρηστικά και τις εκμεταλλεύεται συγκυριακά και κατά το δοκούν στη βάση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων και σκοπιμοτήτων. Αφοπλισμένοι και εργαλειοποιημένοι, οι φεμινισμοί αυτοί (στη συντριπτική πλειοψηφία τους) εισέρχονται στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής με την πιστοποίηση της συμμόρφωσης προς το υπάρχον, γι’ αυτό και υπηρετούν με αλαζονική άνεση και αποτελεσματικότητα (στην πλειονότητα των περιπτώσεων) τόσο την πατριαρχία όσο και τον καπιταλισμό, γι’ αυτό μπορούν και –θωρακισμένοι οι ίδιοι απέναντι στο μικρόβιο του ριζοσπαστισμού– συνυπάρχουν στο τοξικό περιβάλλον του νεοφιλελευθερισμού με τους σκελετούς από τα μισογυνικά ντουλάπια της πατριαρχίας, αναβαθμίζοντας τον καθωσπρεπισμό της πολιτικής ορθότητας σε άλλοθι για τη βία, τον σκοταδισμό και τη διαιώνιση της υποταγής.
Μέρος τρίτο
Ο φυσικός χώρος του τρίτου μέρους δεν είναι ένα κείμενο, πολύ περισσότερο που το συγκεκριμένο δεν έχει παραπομπές, βιβλιογραφία, επιστημονική τεκμηρίωση ή τη δυναμική μιας συγκροτημένης πολιτικής ανάλυσης.
Ο φυσικός χώρος του τρίτου μέρους απλώνεται στις ανοιχτές πολιτικές συλλογικές διαδικασίες μας, στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους μας, στα σχεσιακά πεδία μας. Εκεί μονάχα μπορούμε να διαμορφώσουμε χειραφετητικούς και άρα επικίνδυνους φεμινισμούς, με νοηματοδοτήσεις, αναλυτικά εργαλεία και πρακτικές ικανές να αλλάζουν τους όρους της «καθ’ εαυτήν» και «δι’ εαυτήν» ύπαρξής μας…
Υ.Γ. Αυτές ήταν οι σκέψεις ενός προσώπου με το όνομα Αρετή Μουσουλιώτη (ανάμεσα σε άλλα είναι cis γυναίκα, λευκή, μέσης ηλικίας, ελληνικής καταγωγής, βαλκάνια, άνεργη, μικροαστή, εκ πεποιθήσεως άθεη, φεμινίστρια δευτεροκυματικών κατά βάση καταβολών, με αναφορές στους αυτόνομους μαρξιστές και στον κοινωνικό αναρχισμό,…)