Κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα, από τις εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ,    ο συλλογικός τόμος: «Max Weber, 100 χρόνια μετά: Πολιτική, μεθοδολογία, ριζοσπαστική κριτική»  σε επιμέλεια του Γιάννη Κτενά.

Ο Max Weber είναι ένας από τους στοχαστές που φαίνεται να έχει χτυπηθεί από την κατάρα του ιερού τέρατος: συχνά τον αναφέρουμε αλλά σπάνια τον διαβάζουμε. Έτσι, συνήθως το έργο του φτάνει σε μας μέσα από γενικευτικές και αφηρημένες κρίσεις για την κάπως ανιαρή έννοια της «αξιολογικής ουδετερότητας» και την κατασκευή των «ιδεατών τύπων».

Με αυτόν όμως τον τρόπο, αποκρύπτεται η περιπλοκότητα και ο πλούτος των βεμπεριανών μεθοδολογικών πραγματεύσεων. Ακόμη χειρότερα, παραγνωρίζονται τα πολιτικά ενδιαφέροντα που δίνουν παλμό στη θεωρητική σκέψη του Weber, ενώ την ίδια στιγμή συγκαλύπτονται οι δεσμοί που τον ενώνουν με συγγραφείς οι οποίοι άσκησαν μια εκ βάθρων κριτική σε θεμελιώδεις πτυχές της καπιταλιστικής κοινωνίας και της δυτικής νεωτερικότητας – δεσμοί τόσο θεωρητικοί όσο και προσωπικοί.

Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τον θάνατό του, τα κείμενα του τόμου επιχειρούν να αντιστρέψουν αυτό το κλίμα, ανοίγοντας νέες προοπτικές. Ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς έλληνες μελετητές του βεμπεριανού έργου, αλλά και διακεκριμένοι ξένοι συγγραφείς που μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας, φωτίζουν μια πληθώρα ζητημάτων που μας κληροδότησε ο στοχασμός του Weber, σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να συνομιλήσει με το δικό μας παρόν.

Συλλογικό έργο: Dirk Kaesler, Sven Eliaeson, Γιάννης Κτενάς, Béatrice Hibou, Aurélien Berlan, Αλέξανδρος Παπαδημητρίου, Άγγελος Μουζακίτης, Βασίλης Ρωμανός, Θανάσης Γκιούρας, Άγγελος Τσίρμπας, Kari Palonen, Κώστας Γαλανόπουλος

 

Προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο του Aurélien Berlan*, που εμπεριέχεται στον τόμο θεωρώντας ότι δίνει ένα ουσιαστικό στίγμα για την οπτική του τόμου πάνω στον Max Weber και την ριζοσπαστική του πρόσληψη.

 

Η πρόσληψη του Weber στη Γαλλία και η οικειοποίησή του από ριζοσπαστική πολιτική σκοπιά

Του Aurélien Berlan*

 

Ο πλούτος της σκέψης του Max Weber μετριέται με την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους έχουν προσπαθήσει να την οικειοποιηθούν, τόσο στο ακαδημαϊκό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Γενικά, τείνει κανείς να κατατάξει αμέσως τον Weber στους «κοινωνιολόγους», επειδή κι ο ίδιος χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο και συμμετείχε στην ίδρυση του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου. Αν όμως κοιτάξει από πιο κοντά το περιεχόμενο των μελετών του, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι από ακαδημαϊκή άποψη ο Weber ήταν κατά βάθος ένας «διεπιστημονικός» στοχαστής. Αυτό που τον ώθησε προς το καινούριο πεδίο της κοινωνιολογίας ήταν χωρίς αμφιβολία ακριβώς η θέληση να ξεπεράσει τη στενότητα των πανεπιστημιακών πεδίων, η στεγανοποίηση των οποίων αποτελούσε εμπόδιο για εκείνο που ο ίδιος αναζητούσε: μια συνολική θεώρηση που θα του επέτρεπε να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίο ζούσε, έναν κόσμο που τελούσε σε πλήρη μετάλλαξη. Έχοντας αρχικά σπουδάσει νομικά, έλαβε τους πανεπιστημιακούς του τίτλους στο πεδίο της ιστορίας του δικαίου. Στη διάρκεια της σύντομης ακαδημαϊκής του καριέρας δίδαξε οικονομικά, εντασσόμενος στην παράδοση της ιστορικής σχολής του συγκεκριμένου πεδίου. Δεν αντιλήφθηκε τον εαυτό του ως κοινωνιολόγο παρά σχετικά αργά και συνέχισε να παρουσιάζεται ως οικονομολόγος, υπογραμμίζοντας επιπρόσθετα τον εργαλειακό χαρακτήρα της κοινωνιολογίας που επεξεργαζόταν, τη θέση της ως βοηθητικού μέσου στην υπηρεσία του «ιστορικού καταλογισμού των πολιτισμικά σημαντικών φαινομένων».[1] Λαμβάνοντας υπόψη το τι ήταν η κοινωνιολογία εκείνη την εποχή (τόσο στη θετικιστική της εκδοχή όσο και στη φορμαλιστική εκδοχή του Georg Simmel) αλλά και την πρακτική που ασκείται σήμερα υπ’ αυτό το όνομα, τα έργα του Weber δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως «χαρακτηριστικές» κοινωνιολογικές μελέτες· άλλα γνωστικά πεδία, όπως η φιλοσοφία, η πολιτική επιστήμη ή η ιστορία, τα έχουν κατά καιρούς οικειοποιηθεί. Τα βεμπεριανά έργα συνιστούν στην πραγματικότητα μια ευρεία συγκριτική ανάλυση κοινωνικοπολιτισμικών συμπλεγμάτων, ο στόχος της οποίας είναι να διαυγάσει τον «εξορθολογισμό της ζωής» που χαρακτηρίζει τη νεωτερική Δύση.

Στο πολιτικό επίπεδο, η ποικιλία των οικειοποιήσεων του Weber δεν είναι μικρότερη: η σκέψη του έχει εμπνεύσει ανθρώπους με ποικίλους ορίζοντες, που υποστηρίζουν προτάγματα διαφορετικών και μάλιστα αντίθετων κατευθύνσεων. Παρότι ο ίδιος ο Weber αξίωσε το στάτους του «μέλους των αστικών τάξεων» (παίρνοντας ωστόσο μερικές φορές μια κάποια απόσταση από αυτόν τον χαρακτηρισμό[2]), παρότι από την οικογένειά του ήταν «εθνικών και φιλελεύθερων» φρονημάτων[3] και είχε υπερασπιστεί τη «δημοκρατικοποίηση» της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (δηλαδή την κατάργηση του εκλογικού συστήματος που βασιζόταν σε οικονομικά κριτήρια και την εγκαθίδρυση μιας κλασικής φιλελεύθερης «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»), το βεμπεριανό έργο έχει γίνει αντικείμενο «ριζοσπαστικών» οικειοποιήσεων. Με αυτό το επίθετο δεν αναφέρομαι μόνο στο ευρύ και πολιτικά ετερόκλητο σύνολο των αντιπάλων του «αστικού φιλελευθερισμού», που εκτείνεται από την «άκρα δεξιά» (όπως τον Carl Schmitt, τον οποίο ο Jürgen Habermas έχει χαρακτηρίσει ως «φυσικό τέκνο» του Weber,[4] λόγω του αξιολογικού ντεσιζιονισμού του) μέχρι την «άκρα αριστερά» (όπως τον Georg Lukacs που, έχοντας συναναστραφεί τον Weber, επρόκειτο να γίνει ένας σημαντικός μαρξιστής θεωρητικός του «ανατολικού μπλοκ»). Χρησιμοποιώ περισσότερο τον όρο «ριζοσπαστικός» με την έννοια που του προσέδωσε ο Dwight MacDonald μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιπαραθέτοντας τους «προοδευτικούς» που ακολουθούν το ιστορικό ρεύμα και παίζουν έτσι το παιχνίδι των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων (οι οποίες εκείνη την εποχή δεν ήταν πλέον τόσο η «αστική τάξη με τα ιδεώδη του ανθρωπισμού» όσο η τεχνοκρατική ελίτ των «λευκών κολάρων»: επιχειρηματίες, μηχανικοί, μάνατζερ, ειδικοί κ.λπ.)  με τους «ριζοσπάστες» που, πρόθυμοι να καταδυθούν στη ρίζα των προβλημάτων, συνειδητοποιούν ότι η υποτιθέμενη «οικονομική και τεχνολογική πρόοδος» δεν ωθείται πλέον προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και ανθρώπινης προόδου[5] – ένα φαινόμενο το οποίο η Κριτική Θεωρία ονόμασε «διαλεκτική του Διαφωτισμού», ακολουθώντας τον Weber.[6]

Ορισμένοι «βεμπερολόγοι» αγανακτούν με τις ριζοσπαστικές αναγνώσεις του έργου του, με κίνδυνο να αφήσουν έτσι στην άκρη τις πλευρές της σκέψης του που κρίνονται υπερβολικά οξείες, καθότι είναι ασύμβατες με τη μοναδική, προοδευτική και φιλελεύθερη σκέψη που συνοδεύει και συγκαλύπτει εδώ και καιρό τη χωρίς τέλος πορεία της βιομηχανικής καταστροφής – με κίνδυνο, πολύ περισσότερο, να πετάξουν τον Weber στα παλιοσίδερα της ιστορίας, όπως πρόσφατα επιχείρησε ο δημοσιογράφος Jürgen Klaube στη βιογραφία του για τον Weber, η οποία είναι γραμμένη από μια οπτική γωνία που αρνείται κάθε επικαιρότητα στις ζοφερές διαγνώσεις του Weber σχετικά με τη «γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου».[7] Αλλά αυτό θα σήμαινε επίσης ότι αγνοούμε τους δεσμούς που ο ίδιος ο Weber διατηρούσε πλήρως συνειδητά με ορισμένους ριζοσπάστες της εποχής του, τους οποίους μάλιστα υπερασπίστηκε κατά καιρούς. Εκτός από την ήδη αναφερθείσα περίπτωση του Lukacs, σκέφτομαι τον Ernst Bloch (τον συγγραφέα του Πνεύματος της ουτοπίας), τον Robert Michels (τον αναρχο-συνδικαλιστή κριτικό της ολιγαρχικής οργάνωσης των πολιτικών κομμάτων) ή τον Isaak Steinberg (τον ρώσο αναρχικό που τελικά δραπέτευσε από την μπολσεβικική Ρωσία), που όλοι τους συναναστρέφονταν τον Weber στη Χαϊδελβέργη. Σκέφτομαι ακόμη τον ολλανδό αναρχικό Domela Nieuwenhuis, τον καλύτερο εκπρόσωπο του αναρχοπασιφισμού κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κείμενα του οποίου δημοσίευσε ο Weber στην επιθεώρηση που συν-διηύθυνε. Αλλά θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι ο Weber δέχτηκε σε δύο περιστάσεις να επισκεφθεί την πασιφιστική και χορτοφαγική κοινότητα της Monte Verità (τη Μέκκα του ελεύθερου έρωτα στις αρχές του αιώνα[8]), να συμμετάσχει στις διασκέψεις του Λάουερσταϊν το 1917[9] (μαζί με πλήθος αναρχικών και αντιμιλιταριστών διανοουμένων, όπως ο Erich Mühsam ή ο Ernst Toller, που αργότερα θα συμμετείχε στην «Επανάσταση των Συμβουλίων» και είχε γράψει ένα δραματικό έργο για τους λουδίτες[10]) και να μιλήσει για «το επάγγελμα και το κάλεσμα» του επιστήμονα το 1917 και του πολιτικού το 1919, μετά από πρόσκληση μιας ομάδας φοιτητών που προβληματίζονταν γύρω από το νόημα της επιστημονικής εξειδίκευσης, της επαγγελματικής εργασίας και της «πολιτικής των κομμάτων».[11] Τέλος, η φήμη (εν μέρει δημόσια επιβεβαιωμένη) ενός νεαρού Weber, ο οποίος ήταν εθνικιστής και μάλιστα παγγερμανιστής, πρέπει να ισοσκελιστεί από τους δεσμούς που ο ίδιος διατηρούσε με τον W.E.B. Dubois, τον πρώτο αφροαμερικανό κοινωνιολόγο και υπέρμαχο των δικαιωμάτων των μαύρων, τον οποίο ο Weber βοήθησε να εκδοθεί στα γερμανικά.[12]

*Ο Aurélien Berlan, αφού ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα την Kulturkritik και τη συγκρότηση της γερμανικής κοινωνιολογίας, εγκαταστάθηκε στην ύπαιθρο όπου μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε αγροτικές, χειροτεχνικές και διανοητικές δραστηριότητες (με τις τελευταίες να περιλαμβάνουν τη μετάφραση, την κοινωνική κριτική στο πλαίσιο της ομάδας Marcuse, την έρευνα και την επιμέλεια). Είναι συγγραφέας του βιβλίου La Fabrique des derniers hommes: Τönnies, Simmel et Weber (Παρίσι: La Découverte, 2012) και μεταφραστής του έργου του Weber για την πόλη στα γαλλικά.

 

[1] Max Weber, «Les concepts fondamentaux de la sociologie» (1920), στον τόμο Economie et société, μτφρ. J. Chavy κ.ά., Παρίσι: Plon (Pocket), 1995, σ. 49 [Ελληνική έκδοση: Max Weber, Οικονομία και κοινωνία 1. Kοινωνιολογικές έννοιες, μτφρ. Θ. Γκιούρας, Αθήνα: Σαββάλας, 2005]. Ο Weber αρχίζει να κάνει λόγο για την «κοινωνιολογία» από το 1909, αναφερόμενος στις εργασίες που θα οδηγήσουν σε αυτή τη συλλογή κειμένων. Το 1917, όμως, ανοίγει τη διάλεξή του για την Επιστήμη ως επάγγελμα αυτοπαρουσιαζόμενος ως «οικονομολόγος». Βλ. Le savant et le politique, μτφρ. C. Colliot-Thélène, Παρίσι: La Découverte, 2003, σ. 67 και 92, όπου αναφέρει τα γνωστικά πεδία στα οποία βρίσκεται κοντά: εκτός από όσα ήδη έχουν αναφερθεί, μιλά για τη θεωρία του κράτους και τη φιλοσοφία του πολιτισμού. [Ελληνική έκδοση: Max Weber, «Η επιστήμη ως επάγγελμα», στον τόμο του ιδίου Η επιστήμη ως επάγγελμα, Κριτική της θεωρίας του Stammler, Η γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού, μτφρ. Μ. Κυπραίος, Αθήνα: Παπαζήσης, 2005].

[2] Στην εναρκτήρια παράδοσή του στο Φράιμπουργκ, ο Weber δηλώνει χωρίς περιστροφές: «είμαι μέλος των αστικών τάξεων, νιώθω ότι ανήκω σε αυτές, ανατράφηκα με τις θεωρήσεις και τα ιδανικά τους». Max Weber, Œuvres politiques, μτφρ. E. Kaufmann κ.ά., Παρίσι: Albin Michel, 2004, σ. 133. Διαχωρίζει τη θέση του από την «ταμπέλα του “αστού” πολιτικού» σε ένα γράμμα του 1908 στον Robert Michels, το οποίο παραθέτω στο άρθρο μου «Le savant et l’anarchie. Éthique et politique de l’anarchisme selon Max Weber, ou “Mon royaume n’est pas de ce monde”», στον τόμο Jean-Christophe Angaut, Daniel Colson, Mimmo Pucciarelli (επιμ.), Philosophie de l’anarchie. Théories libertaires, pratiques quotidiennes et ontologie, Λυών: ACL, 2012, σ. 239-265.

[3] Αναφορά στο Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα της Γερμανίας (Nationalliberale Partei) στο οποίο ανήκε ο πατέρας και άλλοι άνθρωποι από το περιβάλλον του Weber –  Σ.τ.Μ.

[4] Jürgen Habermas, Zur Logik der Sozialwissenschaften, Φραγκφούρτη στο Μάιν: Suhrkamp, 1982, σ. 85.

[5] Βλ. Dwight MacDonald, Le socialisme sans le progrès [1949], Παρίσι: La Lenteur, 2011.

[6] Βλ. Max Horkheimer, Theodor W. Adorno, Dialectique de la raison. Fragments philosophiques [1944], μτφρ. E. Kaufholz, Παρίσι: Gallimard, 1974 [Ελληνική έκδοση: Μαξ Χορκχάιμερ, Τέοντορ Αντόρνο, Η διαλεκτική του διαφωτισμού, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Αθήνα: ύψιλον, 1986].

[7] Βλ. τη βιβλιοκριτική μου «Jürgen Kaube: Max Weber. Une vie entre les époques», L’Année sociologique 69(1), 2019, σ. 7-12.

[8] Ο Weber επισκέφτηκε δύο φορές τη Monte Verità, στην όχθη της λίμνης Majeur στην Ελβετία, το 1913 και το 1914. Εντυπωσιάστηκε από τον «φανταστικό κόσμο» αυτής της χορτοφαγικής και ελευθεριακής κοινότητας. Για τη Monte Verità και γενικότερα για τη σχέση του Weber με τον αναρχισμό, βλ. Sam Whimster (επιμ.), Max Weber and the Culture of Anarchy, Μπάσινγκστοουκ και Νέα Υόρκη: Macmillan Press και St. Martin’s Press, 1999.

[9] Συνέδριο που έλαβε χώρα το 1917 στο όρος Λάουενσταϊν στη Θουριγγία, για να συζητηθεί το μέλλον της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο –  Σ.τ.Μ.

[10] Ernst Toller, Die Maschinenstürmer. Drama aus der Zeit der Ludditenbewegung in England (1922). Ο Toller (1893-1939) ήταν ένας εξπρεσιονιστής συγγραφέας που, δεχόμενος την επιρροή του Kurt Eisner και του Gustav Landauer (ηγετικών μορφών της βαυαρικής εξέγερσης), επεξεργάστηκε έναν πασιφιστικό και ελευθεριακό σοσιαλισμό.

[11] Πρόκειται φυσικά για μια αναφορά στις περίφημες διαλέξεις του Weber που αργότερα δημοσιεύτηκαν με τους τίτλους Η επιστήμη ως επάγγελμα και Η πολιτική ως επάγγελμα –  Σ.τ.Μ.

[12] Βλ. William E. Burghardt Du Bois, «Die Negerfrage in den Vereinigten Staaten», Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik 22, 1906, σ. 31-79.

Προηγούμενο ΆρθροΧουάν Βιγιόρο: «Γράφουμε την ιστορία του κόσμου για να αντέξουμε αυτό που συνέβη»
Επόμενο ΆρθροHubert Sauper: «Το σινεμά είναι μια μορφή προφητείας»
Η πόλη Κ φιλοδοξεί να είναι ένα σάιτ ποικίλης ύλης για την πολιτική από τα κάτω και την τέχνη, στην εγχώρια και τη διεθνή τους διάσταση. Η συντακτική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τις τέχνες, την πολιτική και κοινωνική θεωρία, και συμμετέχουν σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα . Οι αναζητήσεις της ομάδας εκτείνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των φυλακών, και της αποδόμησης των συστημικών ΜΜΕ και της αστικής δικαιοσύνης Η πόλη Κ είναι ο προορισμός στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Για μας προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας και όλες τις χίμαιρες τις οποίες μπορεί αυτή να εμπεριέχει. Μερικά μονοπάτια προς μια ελευθεριακή ουτοπία θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ιχνηλατήσουμε μέσα από το εγχείρημά μας, με οδηγούς την κριτική πληροφόρηση, τη φαντασία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα ελεύθερο διαδίκτυο.