Στη Μιανμάρ, υπάρχουν οκτώ “εθνικές γηγενείς φυλές” που αντιπροσωπεύουν 135 εθνοτικές ομάδες και τυγχάνουν προστασίας βάσει του εθνικού δικαίου. Οι Ροχίνγκιας, μια μουσουλμανική εθνοτική μειονότητα που είναι γηγενής της Πολιτείας Ρακίν,  δεν αναγνωρίζεται ως μία από αυτές τις ομάδες. Η κυβέρνηση της Μιανμάρ τους βλέπει ως “παράνομους μετανάστες”. Από το 1982, οι Ροχίνγκιας έχουν στερηθεί την ιθαγένειά τους και έχουν εκδιωχθεί συστηματικά μέσω μιας σειράς κυβερνητικών πογκρόμ που ισοδυναμούν με γενοκτονία.

Οι Ροχίνγκιας τείνουν να κάνουν δουλειές που είναι γνωστές ως «τρισδιάστατες» – αυτές που είναι βρώμικες, επικίνδυνες και εξευτελιστικές. ( στα αγγλικά λέγονται “3D’ jobs” – Dirty, Dangerous and Degrading από το αρχικό γράμμα D των τριών χαρακτηριστικών τους). Κάποιοι εργοδότες εκμεταλλεύονται περαιτέρω την κακή κατάστασή τους καταβάλλοντας στους εργαζόμενους Ροχίνγκια, όπως σ’αυτούς που εργάζονται σε πολυώροφα εργοτάξια στη Μαλαισία, πολύ χαμηλούς μισθούς ή δεν τους πληρώνουν καθόλου.


Οι Ροχίνγκιας φτάνουν στο Bazar Cox του Μπαγκλαντές, διαφεύγοντας από την εκδίωξη του 2017 στη Μιανμάρ.


Το 2011, ο Sheikh Mohammad έφτασε στη Μαλαισία και έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο ανακύκλωσης ελαστικών. Λίγο αργότερα, υπέστη ένα ατύχημα στο εργοστάσιο, το οποίο του προκάλεσε εγκαύματα τρίτου βαθμού σε πάνω από το 60% του σώματός του. Δεν έλαβε καμία αποζημίωση από τον εργοδότη του, ούτε τον βοήθησε στο κόστος της ιατρικής του περίθαλψης. Έχασε επίσης το εισόδημά του, καθώς δεν μπορούσε πλέον να εργαστεί. Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε ένα μήνα μετά το ατύχημα.

Τον Μάρτιο του 2008, ο Βεγγαλέζος φωτογράφος, εκπαιδευτικός και ακτιβιστής, Saiful Huq Omi, ταξίδεψε σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων και πέρασε δέκα μέρες εκεί, πραγματοποιώντας εκατοντάδες συνεντεύξεις. Όσα έμαθε σε αυτό το μοιραίο ταξίδι θα άλλαζαν τη ζωή του για πάντα. Την επόμενη δεκαετία, ο Οmi μπήκε σε έναν σκοτεινό και σκιώδη κόσμο, όπου βασιλεύει το κακό και το χάος. Η αποφασιστικότητά του να φέρει στο φως τη δύσκολη κατάσταση των Ροχίνγκιας τον κατέστησε έναν από αυτούς, τόσο στο πνεύμα όσο και στη σάρκα, και έγινε και ο ίδιος στόχος για διώξεις.

“Ο θυμός μου άρπαξε το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου. Ήμουν πάρα πολύ ευθύς και άμεσος. Και έτσι, παρέμενα σιωπηλός. Η φωνή και η ελευθερία μου ελέγχονταν. Τώρα είμαι ελεύθερος και γι ‘αυτό μπορώ να δημοσιεύσω αυτό το βιβλίο “, γράφει ο Omi στον επίλογo του βιβλίου του «136 – I Am Rohingya» (Schilt Publishing).

Ο αριθμός «136» στον τίτλο, αναγνωρίζει ότι οι Ροχίνγκιας είναι η 136η επίσημη εθνοτική ομάδα της Μιανμάρ – αλλά σηματοδοτεί και κάτι άλλο, κάτι που ανακαλύπτει κανείς, όταν διαβάζει τις σχολιασμένες λεζάντες στο πίσω μέρος του βιβλίου. Τον Ιούνιο του 2012, 136 πρόσφυγες Ροχίνγκια κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές με σπασμένα σκάφη. Ο Omi γράφει: “Αμέσως μόλις έφτασαν στην ακτή, οι συνοριοφύλακες του Μπαγκλαντές τους ώθησαν πίσω στη θάλασσα. Μέσα σε λίγες ώρες, όλοι εκτός από τέσσερις χάθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα. Κανείς δεν ξέρει τι τους συνέβη”.

Ως τον Αύγουστο του 2017, περίπου ένα εκατομμύριο Ροχίνγκιας ζούσαν στη Μιανμάρ. Μέχρι τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, περίπου 625.000 έφυγαν για το Μπαγκλαντές, καθώς μια τεράστιας κλίμακας εκστρατεία εθνοκάθαρσης ξεκίνησε στις 25 του μηνός εκείνου του μήνα, όταν ο στρατός της Μιανμάρ και οι ντόπιοι  βουδιστές εξτρεμιστές, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να επιτεθούν στην βορειοδυτική Πολιτεία Ρακίν.

“Άρπαξα το σακίδιό μου και βούτηξα στην ιστορία μέσα σε 36 ώρες”, γράφει ο Omi. “Τα βίντεό μου που προβάλλονταν σε ζωντανή μετάδοση στο Facebook άρχισαν να φθάνουν σε εκατομμύρια ανθρώπους. Φωτογράφιζα, γύριζα την ταινία μου και βαθιά μέσα μου, ούρλιαζα με θυμό. Ο κόσμος είχε αποτύχει τόσο πολύ να προστατεύσει τους πιο ευάλωτους ανθρώπους του».

Οι δημοσιογράφοι έγιναν de facto στόχοι, επειδή κατέγραφαν τις θηριωδίες. Ο Omi δεν αποτέλεσε εξαίρεση. “Θυμάμαι επίσης πόσο κάποιοι ισχυροί άνθρωποι ήθελαν να σιωπώ”, γράφει ο Omi. “Ήρθα σε επαφή με τη σύλληψη, την κράτηση και τον θάνατο. Τώρα γνωρίζω πώς είναι να να έχεις μια ξιφολόγχη στο λαιμό σου στις τρεις το πρωί στη μέση ενός σκοτεινού δάσους. Τώρα ξέρω πώς αισθάνεσαι, όταν παραλίγο να πνιγείς στη βαθειά μπλε θάλασσα και γνωρίζω πια πόσος καιρός χρειάζεται για να θεραπευθούν τρία σπασμένα πλευρά».

Είναι αυτή η γνώση του Omi που διακατέχει όλο το βιβλίο, ένα επίπονο σύγγραμμα ενός λαού που έχει σήμερα, αυτή τη στιγμή, σβηστεί από τη γη. Είναι η γέφυρα της εικόνας και του κειμένου που κάνει το έργο του Omi τόσο σημαντικό, η κατανόησή του ότι η αλήθεια υπάρχει σε πολλαπλά επίπεδα ταυτόχρονα.

Οι εικόνες του, σκληρές και περιγραφικές, αλλά όμορφα πλούσιες, πηγαίνουν σε ένα άλλο επίπεδο εμβάθυνσης με τις σπαρακτικές ιστορίες της φρίκης και του τραύματος. Μετακινούμενη ανάμεσα στις φωτογραφίες και τις λεζάντες, κάθε ιστορία γίνεται ακόμα πιο σπαρακτική, καθώς οι φωτογραφίες δονούνται από μια αδιανόητη αγωνία.

Μέσα στη νύχτα ένα κορίτσι ηλικίας οκτώ ετών έχει καταφέρει να φτάσει στον φράχτη των συνόρων. Τα μικροσκοπικά χέρια της σφίγγουν το συρματόπλεγμα καθώς κοιτάζει την κάμερα με τα μάτια κάποιου που γνωρίζει πάρα πολλά. Ο Omi γράφει: “Η θεία της είχε βιαστεί από τις δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ, τρεις ημέρες πριν από τη λήψη αυτής της φωτογραφίας”.

Τα μάτια της ξέρουν: δεν υπάρχει διαφυγή. Θα φτάσει από τη Μιανμάρ στο Μπαγκλαντές, λίγα μόλις λεπτά μετά τη λήψη της φωτογραφίας – αλλά αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος εδώ. Οι Ροχίνγκιας είναι πολίτες χωρίς γη και είναι ανεπιθύμητοι παντού.

Το «136 – I Am Rohingya», δεν είναι ένα βιβλίο χωρίς σκηνές πίστης, ελπίδας και αγάπης, αλλά η πραγματικότητα για αυτόν τον λαό είναι ένας κόσμος που του έχει γυρίσει τόσο απροκάλυπτα την πλάτη του, αυτές οι ιστορίες σχεδόν ποτέ δεν λέγονται.
Ενώ τα Ηνωμένα Έθνη ονομάζουν την εκστρατεία του 2017-18 ως «ένα διδακτικό βιβλίο για την εθνοκάθαρση», δεν έχει ληφθεί καμία δράση για λογαριασμό των Ροχίνγκιας.
Η αλήθεια είναι, όπως τελικά γνωρίζει και ο Omia πως: “Οι Ροχίνγκιας δεν έχουν φίλους παρά μόνο τους εαυτούς τους”.


Μόλις μια εβδομάδα πριν από τη λήψη αυτής της φωτογραφίας στα τέλη του 2014, ο Saydul Islam έφτασε στη Μαλαισία με βάρκα. Εκεί υπέφερε από εξουθενωτικούς και επαναλαμβανόμενους εφιάλτες εξαιτίας του επικίνδυνου ταξιδιού που έκανε και το οποίο διήρκησε ένα μήνα, για να φτάσει από τη Βιρμανία στη Μαλαισία μέσω ενός στρατοπέδου λαθρεμπόρων στην Ταϊλάνδη.


Το Shamlapur, μια απομονωμένη περιοχή στην ηπειρωτική χώρα του Μπαγκλαντές, φιλοξενεί τους πρόσφυγες Ροχίγνικα εδώ και πολλά χρόνια. Δεκάδες χιλιάδες Ροχίνγκιας έχουν εγκατασταθεί εδώ και εργάζονται ως ψαράδες.


Όλα τα παιδιά δικαιούνται όνομα και την απόκτηση ιθαγένειας με τη γέννησή τους. Ωστόσο, εδώ και πολλές δεκαετίες, οι Ροχίνγκιας είναι μια κοινότητα ανιθαγενής, είτε στη Βιρμανία, το Μπαγκλαντές, τη Μαλαισία ή αλλού. Δεν θεωρούνται νόμιμοι πολίτες κάποιου κράτους. Παρά την ύπαρξη εγγυήσεων κατά της ανιθαγένειας στους εγχώριους νόμους ορισμένων χωρών, πολλά παιδιά, όπως αυτό το αγόρι που γεννήθηκε στη Μαλαισία, ξεκινούν τη ζωή τους ως παιδιά του «πουθενά».


Στις 3 πμ, αυτή η οικογένεια κατάφερε τελικά να μπει στο Μπαγκλαντές. Περίμενεστη ζούγκλα για να έρθουν οι λαθρέμποροι και να τους μεταφέρουν σε ένα ασφαλές σπίτι. Λίγο μετά τη λήψη αυτής της φωτογραφίας το 2012, οι συνοριοφύλακες συνέλαβαν ολόκληρη την οικογένεια για «παράνομη» είσοδο στο Μπαγκλαντές. Το επόμενο πρωί, ωθήθηκαν πίσω στη Μιανμάρ.


Επί δεκαετίες τώρα, στο Μπαγκλαντές φιλοξενούνται περίπου 32.000 εγγεγραμμένοι πρόσφυγες που ζουν σε στρατόπεδα και περίπου 100.000 μη εγγεγραμμένοι Ροχίνγκιας σε αυτοσχέδιες τοποθεσίες. Περίπου 200.000 έως 300.000 πρόσφυγες Ροχίνγκια ζουν σε διάφορα μέρη του Cox’s Bazar και των παρακείμενων περιοχών.

Όταν βρέχει στα μη καταγεγραμμένα στρατόπεδα στο Μπαγκλαντές, οι διάδρομοι γίνονται μικροί ποταμοί. Όταν βρέχει πάρα πολύ, υπάρχει κίνδυνος κατολίσθησης, καθώς τα δέντρα από τους λόφους έχουν κοπεί για καυσόξυλα. Οι κατολισθήσεις μπορούν να σκεπάσουν τα σπίτια των προσφύγων, αλλά οι Ροχίνγκιας δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε.


Ένας εργαζόμενος Ροχίνγκια σε εργοστάσιο πάγου στο Bazar του Cox, στο Μπαγκλαντές. Επειδή είναι παράνομο για τους Ροχίνγκιας να εργάζονται στο Μπαγκλαντές, εργάζονται άτυπα και σαφώς τους εκμεταλλεύονται οι εργοδότες τους. Οι εντάσεις μεταξύ των πολιτών του Μπαγκλαντές και των Ροχίνγκια εντείνονται, καθώς οι Μπανγκλαντεσιανοί παραπονιούνται ότι οι Ροχίνγκιας τους «κλέβουν» τις δουλειές.


Πολλοί μη εγγεγραμμένοι πρόσφυγες Ροχίνγκιας στο Μπαγκλαντές εργάζονται ως ψαράδες στο Bazar του Cox. Έχουν ενισχύσει την αλιευτική βιομηχανία. Πριν από χρόνια, όταν η βιομηχανία εξαρτιόταν αποκλειστικά από τους αλιείς του Μπαγκλαντές, ήταν δύσκολο να βρεθούν άνθρωποι που ήταν πρόθυμοι να βγουν στη θάλασσα όλο το χρόνο, λόγω των μεγάλων κινδύνων. Καθώς οι Ροχίνγκιας είναι τόσο απελπισμένοι για δουλειά, δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να βγουν στη θάλασσα ακόμη και εκτός εποχής, όταν οι συνθήκες είναι δύσκολες και επικίνδυνες. Κατά συνέπεια, η αλιεία στις θάλασσες του Μπαγκλαντές πραγματοποιείται τώρα σχεδόν όλο το χρόνο.

φωτογραφίες © Saiful Huq Omi
(πηγή :https://www.featureshoot.com/2019/03/a-devastating-portrait-of-genocide-in-myanmar/)