Εφάμιλλος, αν όχι ανώτερος, των υπόλοιπων «γιγάντων» του μινιμαλισμού όπως ο Philip Glass ή ο Steve Reich, ο 84χρονος πλέον συνθέτης και πιανίστας Terry Riley αποτελεί ένα κομμάτι της ζώσας Ιστορίας του μινιμαλισμού– και όχι μόνο.
Βαθύς, γλυκομίλητος και εξαιρετικά ευγενικός, μοιράζεται μαζί μου εμπειρίες μιας ζωής ενόψει της συναυλίας του με τον γιο του στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου.
Τα καταφέραμε να συντονιστούμε τηλεφωνικά, τελικώς! Μερικές φορές δε βοηθάει η σύγχρονη τεχνολογία.
Δε βοηθάει πάντα!
Πώς βιώνετε, πώς ορίζετε το μινιμαλισμό του οποίου είστε τόσο σημαντικός δημιουργός και εκπρόσωπος σε παγκόσμιο επίπεδο;
Δεν εκλαμβάνω το μινιμαλισμό ως ορθή εφαρμογή της δουλειάς μου, αν και διαρκώς αναφέρομαι ως μινιμαλιστής. Η δουλειά μου έχει επεκταθεί σε τόσο πολλές περιοχές, ώστε θεωρώ ότι είναι παραπλανητικό να χρησιμοποιείται ένας τέτοιος όρος γι’ αυτή.
Ποιο όρο θα θεωρούσατε πιο ακριβή, επομένως;
Ο συγκεκριμένος όρος έχει εφαρμογή μόνο σε ορισμένα πεδία της δουλειάς που έχω κάνει. Δε μου αρέσει να ταξινομούμαι κατ’ αυτόν τον τρόπο. (Γέλιο)
Σε κάθε περίπτωση, έχετε ασκήσει τεράστια επίδραση σε δουλειές συνθετών που αποτελoύν κομμάτι αυτής της μουσικής παράδοσης. Έτσι δεν είναι;
Έτσι νομίζω. Όχι τόσο εγώ, αλλά το έργο μου In C, που ξεκίνησε ένα μουσικό είδος το οποίο οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ως μινιμαλισμό. Ήταν πολύ επιδραστικό, επειδή έγινε γνωστό από νωρίς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πώς γεννήθηκε αυτή η τόσο επιδραστική δουλειά; Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης, μιας κι εσείς ο ίδιος ήσασταν πολύ νεαρός συνθέτης και πιανίστας τότε;
Πειραματιζόμουν ως νέος με tape loops όταν απέκτησα το πρώτο μου κασετόφωνο τη δεκαετία του ’60 και με σαγήνευσε η επανάληψη από ήχους που μπορούσα να δημιουργήσω μέσα από τις λούπες.
Με συνάρπαζε το πώς, καθώς μεταβάλλονταν, μπορούσα να δημιουργήσω ένα καινούριο είδος μουσικής ροής.
Ξεκίνησα να δουλεύω στο Παρίσι με τον Chet Baker, ηχογραφώντας τον live και λουπάροντάς τον. Το επόμενο βήμα υπήρξε το In C, όπου αποφάσισα να χρησιμοποιήσω μόνο μουσικούς που έπαιζαν live και καθόλου ηλεκτρονικά.
H τζαζ έχει υπάρξει και ήταν και τότε μια από τις βασικές πηγές έμπνευσής σας. Σωστά;
Αισθανόμουν πολύ πιο κοντά της μουσικής που δημιουργείτο στο πεδίο της τζαζ παρά σε εκείνη στο πεδίο της σύγχρονης κλασικής μουσικής.
Αυτό συνέβαινε γιατί με σαγήνευε πολύ ο αυτοσχεδιασμός και οι μουσικοί που θαύμαζα, όπως o Miles Davis, ήταν όλοι σπουδαίοι αυτοσχεδιαστές. Ήθελα κι η δική μου δουλειά να διαθέτει πολύ από αυτό το στοιχείο.
Τους είχατε συναντήσει όλους ή τους περισσότερους από τους σπουδαίους της τζαζ σκηνής των δεκαετιών του ’50, του ’60, του ’70 προσωπικά;
Δυστυχώς όχι, αν και τους είχα δει live όταν ήμουν νέος- τον Thelonious Monk ή τον Miles Davis, για παράδειγμα. Ίσως υπήρξα ντροπαλός, δεν τους συστήθηκα. (Γέλιο)
Πώς γινόταν αντιληπτή η μουσική σας κυρίως στα πρώιμα στάδιά της από τα κοινά, είτε επρόκειτο για «μυημένους» ή «αμύητους»;
Τον πρώτο καιρό η υποδοχή ήταν διαφορετική. Μερικές φορές, ιδίως στις ατομικές συναυλίες μου όπου χρησιμoποιούνταν σαξόφωνο, time lag, tape delay και πλήκτρα, τα κοινά δεν ήταν συνηθισμένα σ’ αυτές τις μακρές, κάποτε ωριαίες, συνθέσεις.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, συχνά έφευγαν στη διάρκεια της συναυλίας. Καθώς, όμως, συνέχισα να δουλεύω, εξοικειώθηκαν και κατέληξε να τους αρέσει αυτή η εμπειρία, των ωριαίας διάρκειας συνθέσεων.
Πάντως, ανεξαρτήτως τού πώς ο οποιοσδήποτε την αποκαλεί, δεν αποτελεί ένα είδος μουσικής κατάλληλο για μαζικά ακροατήρια.
Δε νομίζω πως είναι κατάλληλη για μαζικά ακροατήρια. Ακόμα και τη μουσική που κάνω σήμερα, μου αρέσει να την παίζω για μικρότερα κοινά. Όσο πιο μεγάλο είναι το κοινό, τόσο πιο έντονος είναι ο θόρυβος στην αίθουσα.
Πρέπει, λοιπόν, να παίζω πιο δυνατά, προκειμένου να ελέγχω το κοινό. Μερικές φορές μου αρέσει να παίζω πολύ απαλά.
Νιώθετε ότι η μουσική που συνθέτετε και εκτελείτε live απαιτεί από την πλευρά του κοινού κάποιου είδους εκπαίδευση; Μερικοί θα χαρακτήριζαν τη δικιά σας -και όχι μόνο- εγκεφαλική ή υπερβολικά λόγια.
Ή, έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, χρειάζεται μονάχα να αφεθείς, να την αφήσεις να κυλήσει και να την απολαύσεις;
Νομίζω πως η μουσική έπρεπε να διαθέτει ένα στοιχείο που θα είχε βαθύ αντίκτυπο στον ακροατή. Αυτό θέλω από το να κοινό, να απορροφηθεί από τη βαθιά διάθεση της μουσικής.
Ποια είναι η βαθύτερη αντίδραση που έχετε εισπράξει από κάποιο μέλος ενός κοινού έπειτα από κάποια συναυλία σας;
Η πιο δυνατή συναυλία μου ήταν, νομίζω, κατά την 45η επέτειο του In C, όπου συγκεντρώσαμε ένα μεγάλο σύνολο σπουδαίων μουσικών στο Carnegie Hall, και όλο το κοινό σηκώθηκε αμέσως μόλις αυτή τέλειωσε. Ήταν κάτι ακατανίκητο για όλους!
Μιας και πρόκειται να δώσετε μια συναυλία με τον γιο σας, Gyan, στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου, έχετε δώσει κάποια συναυλία στην Ελλάδα στο παρελθόν;
Μονάχα μια φορά πριν από είκοσι χρόνια ίσως. Έχω βρεθεί στην Ελλάδα μόνο δυο φορές, τη μια διερχόμενος. Ήθελα να κάνω αυτή τη συναυλία. Θα είναι, λοιπόν, η τρίτη μου φορά στην Ελλάδα.
Αναμένεται να είναι μια μοναδική εμπειρία σε όλα τα επίπεδα, και για εσάς και τον γιο σας και για το κοινό. Πώς νιώθετε συνεργαζόμενος με εκείνον και παίζοντας live μαζί;
Είναι η πιο συναρπαστική συνεργασία μου, γιατί έχουμε αυτή τη διαισθητική σχέση. Έχουμε πλέον φτάσει στο σημείο να μη χρειάζεται να κάνουμε πρόβες. Παίζουμε μονάχα μαζί επί σκηνής.
Κάθε εμπειρία ανοίγει καινούρια πεδία αυτοσχεδιασμού και επικοινωνούμε τόσο καλά, που το πιο ευχάριστο πράγμα για μένα αυτή τη στιγμή είναι το να δίνω συναυλίες μαζί του.
Αισθάνεστε σαν να μεταδίδεται και να συνεχίζεται η μουσική και δημιουργική σας κληρονομιά μέσω του γιου σας, με τον τρόπο του;
Είναι ένας πολύ ξεχωριστός μουσικός κι ο ίδιος, και κουβαλάει τις δικές του δυνατές ιδέες. Οπότε, αν και καταλαβαίνει πολύ καλά τι έχω κάνει στη δουλειά μου, έχει τη δικιά του κατεύθυνση στη μουσική, η οποία έχει επιδράσει σε άλλους μουσικούς.
Έχετε το χρόνο να ακούτε κάτι που πραγματικά σας συναρπάζει στις μέρες μας ανεξαρτήτως είδους;
Δεν ακούω πολύ γιατί είμαι πολυάσχολος, αλλά κατά διαστήματα ακούω πολύ ινδική κλασική μουσική, επειδή καταπιάνομαι με την εκτέλεσή της, καθώς και τυχαία πράγματα από ροκ ή τζαζ μουσικούς.
Δεν έχω, ωστόσο, πολύ χρόνο για ακρόαση, είμαι συνήθως πολύ εξαντλημένος όταν τελειώσει η μέρα εργασίας μου. (Γέλιο)
Είναι πολύ εντυπωσιακό που στην ηλικία σας παραμένετε τόσο έντονα και συστηματικά ενεργός και δημιουργικός. Πού αποδίδετε αυτή τη διαρκή δημιουργικότητα;
Αγαπώ τη μουσική τόσο πολύ, ώστε μου δίνει πολλή ανατροφοδότηση από την άποψη της υγείας και της ενέργειάς μου. Η μουσική με συντηρεί πολύ. Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζω, το βρίσκω πραγματικά αξιόλογο στη ζωή να δουλεύω με τη μουσική.
Επιπλέον, διαπνέεται από το στοιχείο της πνευματικής αναζήτησης.
Ιδίως η δουλειά που έχω κάνει σε σχέση με την ινδική κλασική μουσική έχει τροφοδοτήσει τις συνθέσεις μου μέσω του αυτοσχεδιασμού.
Υπάρχει μια πολύ πνευματική βάση στην ινδική κλασική μουσική, κι έχω προσπαθήσει να τη διατηρήσω στη δουλειά μου.
Υποθέτω ότι η συνάντησή σας με τον Pandit Pran Nath υπήρξε μια από πιο μεταμορφωτικές.
Ήταν ο βασικός δάσκαλος και οδηγός μου επί εικοσιέξι χρόνια, κι έχω απορροφήσει τόσα από τη μουσικότητά του, από τη διδασκαλία του σχετικά με το πώς να εισχωρώ βαθιά στον ήχο, ώστε να βρω το κέντρο της κάθε νότας και να το ζωντανεύω.
Άλλη μια ευτυχής συνάντηση και συνεργασία υπήρξε εκείνη με τους Kronos Quartet.
Ναι, όπως επίσης και με τον La Monte Young, με τον οποίο έχω μια βαθιά σύνδεση από τα νεανικά μας χρόνια ως φοιτητές.
Έχετε υπάρξει πολύ τυχερός που συναντήσατε, γίνατε φίλος και συνεργαστήκατε με τόσο σπουδαίους ανθρώπους. Νιώθετε έτσι;
Αισθάνομαι τυχερός λόγω του είδους των ανθρώπων με τους οποίους συνδέθηκα. Ήταν πολύ βαθείς και επιδραστικοί μουσικοί κι οι ίδιοι.
Δε μ’ ενδιέφερε και τόσο να συναντώ διάσημους μουσικούς, αλλά εκείνους που είχαν πολύ βάθος και που μπορούσα να μάθω από αυτούς.
Κι η μουσική σας διαθέτει εκείνο το βάθος, μοιάζει μερικές φορές να προέρχεται από ένα διαφορετικό κόσμο, ένα διαφορετικό γαλαξία. Νιώσατε ποτέ ότι μεταδίδετε σήματα από μια άλλη μουσική διάσταση;
Αισθάνομαι πως η μουσική υφίσταται σε μια διάσταση έξω από μας και οι πιο σπουδαίες συναυλιακές εμπειρίες μου είναι πάντα όταν χάνω την αίσθηση του εαυτού μου και δεν καταλαβαίνω καν ότι παίζω. Ότι ακούω, όπως ακριβώς το υπόλοιπο κοινό.
Αυτό δείχνει πως η μουσική υπάρχει έξω από μας, κι εμείς είμαστε σαν κεραίες που τη λαμβάνουν, όπως λαμβάνεις ένα ραδιοφωνικό σήμα.
Σας εύχομαι να συνεχίσετε να είστε το ίδιο υγιής και δημιουργικός και ανυπομονώ να παρακολουθήσω και να απολαύσω τη συναυλία σας.
Παρακαλώ, πέρνα να πεις ένα «γεια»! Υπήρξες πολύ ευγενικός.
Σας ευχαριστώ για όλα όσα έχετε προσφέρει τον τελευταίο μισό και πλέον αιώνα.
Ήταν μεγάλο ταξίδι, είμαι ευτυχής που είμαι ακόμη εδώ. (Γέλιο)
Photo credit (Terry Riley): Ray Tarantino.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Terry Riley, τη ζωή του, τη δουλειά του, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, μπορείτε να αντλήσετε από το προσωπικό του site.
Ο Terry Riley και ο γιος του, Gyan Riley, δίνουν μια ξεχωριστή συναυλία την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου στο Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός (πλατεία Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8), στις 21:00.