Η νουβέλα του Φώτη Γ. Οι μπάτσοι δεν μπορούν να χορέψουν που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2019 από τις εκδόσεις των άλλων εντάσσεται αυτοδικαίως στο είδος της «Neo–Polar» αστυνομικής λογοτεχνίας, αφού η αστυνομική πλοκή της λειτουργεί για να αναδείξει την ανθρωπογεωγραφία των συγκρούσεων σε μια περιοχή που μπορεί να απέχει μόνο δυο δεκάδες χιλιόμετρα από την Αθήνα, αλλά στην πραγματικότητα είναι σχεδόν αόρατη και παντελώς άγνωστη στην πλειοψηφία των κατοίκων του υπόλοιπου λεκανοπεδίου της Αττικής.
Σε κάθε σελίδα του βιβλίου αναδύονται συγκρούσεις μέσα σε ένα περιβάλλον ενταγμένο αφηγηματικά σε έναν πυκνό, κινηματογραφικό χρόνο και ορισμένο από τις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και φυλετικές του διαστάσεις, που διαπλέκονται με τρόπο αδιαχώριστο. Το Μενίδι και οι γύρω περιοχές είναι το σκληρό βορειοδυτικό πέρασμα, όπου ο συγγραφέας θα τοποθετήσει την πλοκή της ιστορίας του. Τον ρόλο του παραδοσιακού ντετέκτιβ θα αναλάβει ως κρατικός υπάλληλος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη την περίοδο της προηγούμενης, «αριστερόστροφης» κυβέρνησης ένας ανορθόδοξος εγκληματολόγος, ο Χ., που –εν μέσω «εμπόλεμης» κατάστασης– φτάνει για να ερευνήσει τις εκρηκτικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί εκεί.
Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, η δολοφονία δυο νέων παιδιών στους πρόποδες της Πάρνηθας γίνεται η αφορμή για να ξαναμοιραστεί η πίτα από το ναρκεμπόριο και για να αναδιαταχθούν τα κέντρα εξουσίας στην περιοχή. Διεφθαρμένοι μπάτσοι, τα μεγάλα αφεντικά και οι αχυράνθρωποι-βιτρίνες τους, οι φασίστες, οι ανταγωνιστικές συμμορίες των Ρωσοπόντιων και των Τσιγγάνων εμπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι βίας, όπου τα παιχνίδια εξουσίας και πλουτισμού είναι αδιαχώριστα από την αναγκαιότητα της επιβίωσης σε οποιοσδήποτε συνθήκες και με οποιαδήποτε τίμημα.
Όσο η πλοκή της νουβέλας εξελίσσεται, οι διαπλοκές των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, οι μηχανορραφίες, οι ροές του χρήματος, των ναρκωτικών και της εξουσίας γίνονται όλο και πιο ορατές. Ταυτόχρονα ορατά γίνονται τόσο τα όρια του ρόλου του Χ. όσο και οι αντιφάσεις που αυτά του θέτουν. Καμία κυβέρνηση, όσο «αριστερόστροφη» και αν είναι, δεν έχει την πολιτική βούληση ή τα κότσια να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο και να προχωρήσει πέρα από επικοινωνιακές κινήσεις. Αντιθέτως, επιδεικνύει τον βαθύ κυνισμό της εξουσίας που δεν επιθυμεί να αναμετρηθεί ουσιαστικά με τον βούρκο της καπιταλιστικής κοινωνικής συνθήκης, την οποία άλλωστε ανέλαβε να διαχειριστεί κατόπιν εκλογών.
Μακριά από κάθε διάθεση ωραιοποίησης ή θυματοποίησης ο συγγραφέας δεν στέκεται ουδέτερος ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές: έχει όχι μόνο όλα εκείνα τα εργαλεία κατανόησης και τη γνώση, αλλά και την πολιτική ενσυναίσθηση που του επιτρέπει να ξεχωρίζει τα μεγάλα κεφάλια από τους περιθωριοποιημένους. Χωρίς να παρουσιάζει τους Τσιγγάνους άβουλους και μοιραίους αναγνωρίζει ότι η εμπλοκή τους με μορφές εγκλήματος και παραβατικότητας είναι αποτέλεσμα της ανάγκης για επιβίωση σε έναν κόσμο που, πετώντας τους εκτός, δεν τους έχει αφήσει άλλες επιλογές. Αποτελεί πολιτική επιλογή του – αλλά, τολμώ να πω, είναι ανιχνεύσιμη και η δύναμη της βιωμένης εμπειρίας, η ένταξη της ρεαλιστικής, δίχως πολιτικά ορθές ωραιοποιήσεις πραγματικότητας των Ρομά στο κοινωνικά αποσαθρωμένο περιβάλλον της μητροπολιτικής Αθήνας. Οι άγριες συνθήκες των καταυλισμών, ο αποκλεισμός από τα πιο βασικά δικαιώματα, ο εγκλωβισμός στις φυλετικές ιεραρχικές δομές, η αναπόφευκτη δοσοληψία με το πολιτικό σύστημα και τις ΜΚΟ δεν καταγγέλλονται διακηρυκτικά, παρουσιάζονται καρέ καρέ μέσα από την αφήγηση. Μοιάζει ωστόσο γοητευμένος –και δεν το κρύβει– από τα στοιχεία της περηφάνιας, ενός διονυσιακού παροξυσμού, που δεν χαρακτηρίζει μονάχα τα γλέντια, της αίσθησης κοινότητας, των άκαμπτων κωδίκων, όλα συνθετικά στοιχεία της τσιγγάνικης κουλτούρας. Μεταξύ άλλων, κατά βάση σινεφίλ αποσπασμάτων, που σχολιάζουν προδρομικά ορισμένα κεφάλαια, είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από τον Γκυ Ντεμπορ. «Οι τσιγγάνοι πιστεύουν πως έχει κανείς την υποχρέωση να λέει την αλήθεια μόνο στη γλώσσα του. Στη γλώσσα του εχθρού, το ψέμα είναι υπεραρκετό».
Όπως σε κάθε νουάρ που σέβεται τον εαυτό του έτσι και στο συγκεκριμένο ο συγγραφέας εγγράφει τη δράση και τις κοινωνικοπολιτικές αιτιάσεις μέσα στις υπαρξιακές αναζητήσεις των ηρώων του και το αντίστροφο: για παράδειγμα, οι συγκρούσεις μεταφέρονται από το πεδίο της ιστορίας, όπως αυτή συμβαίνει, στο σύνολο του είναι του κεντρικού ήρωα, βάζοντας τον ίδιο σε αναστοχασμό και όλη του τη ζωή σε κρίση, για να ανατροφοδοτήσουν με τη σειρά τους την πλοκή δίνοντας νέα κίνητρα στον Χ. Κι αυτά ξεδιπλώνονται πέρα από τον ορθολογισμό ή την επαγγελματική αποτελεσματικότητα, για τον οδηγήσουν σε μια παράταιρη, αυτοκαταστροφική, μα ελεύθερη επιλογή. Έχει ενδιαφέρον, βέβαια, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια να παρακολουθήσουν ανάλογες διακυμάνσεις στη σκιαγράφηση και άλλων χαρακτήρων –προφανώς σκιαγράφηση ανισοβαρής σε ένα, έτσι κι αλλιώς, πολυπρόσωπο αφήγημα. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι τόσο ο Χ. όσο και πολλά από αυτά τα πρόσωπα, ματαιωμένα σε προσδοκίες, επιθυμίες και όνειρα μιας άλλης, προηγούμενης ζωής, βυθίζονται διαρκώς σε περιδινήσεις ερωτικές, σχεσιακές, κοινωνικές για να βιώσουν ένα περισσότερο ή λιγότερο μοιραίο αδιέξοδο. Αν ωστόσο μεταφερθούμε στο στρατόπεδο των κακών, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά: οι φιγούρες που παρελαύνουν, από τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες της μαφίας και τα λούμπεν και τα φασιστοειδή τσιράκια τους μέχρι τον οικογενειακό τους περίγυρο, παρουσιάζονται με έναν ωμό και γκροτέσκο κυνισμό: εδώ η ερμηνεία και η κατανόηση κινήτρων δεν αρκεί για να εξασφαλίσει τη συμπάθεια του αφηγητή. Αυτή φυλάγεται για να συντροφέψει το αόρατο περιθώριο, τους ανθρώπους εκείνους που στο σύμπαν της αφήγησης –και όχι μόνο– αποτελούν συνήθεις παράπλευρες απώλειες…