Φλογερή τραγουδίστρια, χορεύτρια, ηθοποιός, μουσικός, ζωγράφος, μοντέλο, η γερμανικής καταγωγής Ute Lemper παρουσιάζει στο Θέατρο Παλλάς στις 3 Φεβρουαρίου τη μουσικοθεατρική παράσταση Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ.

Μια μακρά συνομιλία με την καλλιτέχνιδα.

Αν και ευρωπαϊκής -και συγκεκριμένα γερμανικής- καταγωγής, ζείτε εδώ και χρόνια στη Νέα Υόρκη. Πώς βιώνετε αυτήν τη συνθήκη;

Έφυγα από τη Γερμανία αμέσως μετά το λύκειο για να σπουδάσω στην Αυστρία. Κατόπιν, δούλεψα για πολλά χρόνια στο Παρίσι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Στο μεσοδιάστημα, πηγαινοερχόμουν στη Δυτική -τότε- Γερμανία, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, εργαζόμενη στο θέατρο.

Στα μέσα της δεκαετίας του’90 μετακόμισα στο Λονδίνο κι όταν μου προσφέρθηκε μια θέση στο μιούζικαλ Σικάγο στο Μπρόντγουεϊ, την αποδέχτηκα με χαρά και στη συνέχεια παρέμεινα στις Η.Π.Α.

Παντρεύτηκα Νεοϋορκέζο και κάναμε τα παιδιά μας στη Νέα Υόρκη. Μας άρεσε η αίσθηση που αποπνέει η πόλη.

Τι εκτιμάτε/απολαμβάνετε περισσότερο στη Νέα Υόρκη;

Μου αρέσει η ανοιχτότητα, η απουσία κανονικότητας, η τεράστια ποικιλομορφία της, ο γαλάζιος ουρανός, το γεγονός ότι είναι διαρκώς ζωντανή, πως ποτέ δε νιώθεις παγιδευμένος/παγιδευμένη σ’ αυτή.

Είναι, βέβαια, μια πόλη θορυβώδης που σου τσακίζει τα νεύρα, ωστόσο μπορείς να πας παντού με τα πόδια – και λατρεύω το περπάτημα, επί ώρες καθημερινά, οπουδήποτε χρειάζεται να βρεθώ.

Πότε πότε χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου, όλα και όλοι είναι άμεσα προσβάσιμα/-οι.

Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, είναι η θεατρική και η μουσική σκηνή της, κυρίως η τζαζ, αλλά και το αργεντίνικο τάνγκο, η γαλλική, η βραζιλιάνικη, η εβραϊκή κι η μεσανατολίτικη μουσική. Όλα είναι ζωντανά.

Έχω ένα ήσυχο σπιτάκι στην εξοχή, όχι μακριά από τη Νέα Υόρκη, όπου πηγαίνουμε όταν ο θόρυβος και η πολυκοσμία γίνονται ανυπόφορα. Πάντα, ωστόσο, αισθάνομαι ευτυχισμένη όταν επιστρέφω στη Νέα Υόρκη, όχι συμπιεσμένη ή παρακολουθούμενη.

Είναι και το τραγούδι -αλλά και η ηθοποιία- ο τρόπος σας να βιώνετε αυτήν την ανοιχτότητα;

Εδώ και σχεδόν σαράντα έξι χρόνια, το υπέροχο πάθος μου έχει εξελιχθεί σε δουλειά. Αυτή είμαι εγώ και είμαι ευγνώμων που έχω κοινό σ’ όλο τον κόσμο.

Δε με φαντάζομαι να ζω χωρίς μουσική και χωρίς να είμαι δημιουργική. Πάντα έχω κάτι καινούριο κατά νου, όπως επίσης και τις περιοδείες, οι οποίες, καθώς μεγαλώνω, γίνονται κάπως εξαντλητικές.

Για αρκετούς ανθρώπους – κυρίως νεότερων γενεών, στις οποίες δυστυχώς δε συγκαταλέγομαι…

Με τα γένια και τα μούσια σου θα μπορούσες να είσαι οποιασδήποτε ηλικίας. Μοιάζεις με τον Μωυσή από τη Βίβλο! (Γέλια).

Δε με έχουν παραλληλίσει με τον Μωυσή ξανά!

Για να επιστρέψω, όμως, στην ερώτηση την οποία ήθελα να σας θέσω, για πολλούς ανθρώπους είστε η πύλη εισόδου στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον Κουρτ Βάιλ και την Λότε Λένια.

Το 2025 γιορτάζουμε τα 125 χρόνια από τη γέννηση του Κουρτ Βάιλ. Ετοιμάζω, μάλιστα, ένα άλμπουμ όπου προσπαθώ να ξαναφανταστώ τις συνθέσεις του.

Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν για πρώτη φορά εκτεθήκατε στο έργο αυτών των ανθρώπων και στην εποχή τους, μιας και αποτελείτε μια από τις πλέον αφοσιωμένες ερμηνεύτριές του;

Τραγουδώ αυτήν τη μουσική επί σχεδόν σαράντα έξι χρόνια.

Την ανακάλυψα ως έφηβη στα δεκαέξι μου, όταν παρακολουθούσα ένα σεμινάριο για τη μουσική του Κουρτ Βάιλ στην Αυστρία.

Η ευφυία του έργου του, οι προβοκατόρικοι στίχοι και οι εξωτικοί χαρακτήρες των απόβλητων μου φάνηκαν εξωπραγματικά.

Η εκ νέου ανακάλυψη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μέσω του ρεπερτορίου του Κουρτ Βάιλ υπήρξε, εξάλλου, σημαντική.

Κατόπιν, έγινε κι ο ίδιος σημαντικός συνθέτης στο Μπρόντγουεϊ, αφήνοντας πίσω του όσα τον αντιπροσώπευαν κατά τη γερμανική περίοδό του και δημιουργώντας μια μουσική εμπορική και ρομαντική.

Αρνείτο καν να μιλήσει γερμανικά αφότου έφτασε στις Η.Π.Α., εξελισσόμενος σε έναν ακόμη από τους Εβραίους μετανάστες που εμπλούτισαν τη βορειοαμερικανική κουλτούρα με τη δικιά τους.

Ο Κουρτ Βάιλ είναι, επομένως, ένας άνθρωπος απίστευτης σημασίας για μένα επειδή ήταν ένας δημιουργικός και συνεπής προς τον εαυτό του Γερμανοεβραίος, κι όμως υπέστη εξευτελισμούς και προσβολές από τους Ναζί και εντέλει εξορίστηκε.

Πώς ερμηνεύετε τη συνεχιζόμενη σαγήνη την οποία προκαλεί αυτή η μουσική, ακόμη και σε κοινά πιο νεανικά;

Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει και τόσο ενδιαφέρον από τις νεότερες γενιές.

Άνθρωποι ανάμεσα στα είκοσι και τα τριάντα έχουν μεγαλώσει με μια εντελώς διαφορετική ευαισθησία και γούστο όσον αφορά στη μουσική.

Με απελπίζει, λοιπόν, λίγο το πού βρισκόμαστε χωρίς γούστο στη μουσική. Η μουσική έχει εξελιχθεί σε ψηφιακή επιφάνεια και παράγεται σε κουτάκια. Η ανθρωπιά μέσα της έχει πάει κάπου αλλού.

Και βέβαια οι Η.Π.Α. επηρεάζει την παγκόσμια μουσική αγορά με χιπ χοπ και ραπ.

Από την άλλη, υπάρχουν οι παραδοσιακές μουσικές, με τις οποίες πολλοί άνθρωποι ανά τον κόσμο συνδέονται.

Για να απαντήσω, όμως, στην ερώτησή σου, η επαναστατική/εξεγερσιακή διάσταση αυτής της μουσικής και το εξωτικό στοιχείο στην αφήγηση ιστοριών προκαλούν ενδιαφέρον με έναν εναλλακτικό τρόπο στη στις νεότερες γενιές.

Κάποιες από τις μουσικές κυκλοφορίες σας θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «ποπ», ίσως με έναν προσωπικό και ιδιοσυγκρασιακό τρόπο. Το Punishing Kiss, για παράδειγμα, είναι ένα είδος ποπ άλμπουμ.

Εναλλακτικής ποπ! (Γέλιο).

Υπο ποιες συνθήκες γεννήθηκε, στην «αυγή» σχεδόν της νέας χιλιετίας;

Ήταν ένα ενδιαφέρον πρότζεκτ που επινοήθηκε από την εταιρεία Decca Music μετά από εννέα δίσκους μου παραδοσιακής μουσικής οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει.

Με συνάρπασε η προοπτική να συναντήσω μερικούς από τους ήρωές μου, όπως τον Τομ Γουέιτς, τον Έλβις Κοστέλο, τον Νικ Κέιβ, τον Σκοτ Γουόκερ. Απίστευτοι άνθρωποι, με δική τους φωνή.

Ωστόσο, κάτι δε μου πήγαινε καλά σε επίπεδο παραγωγής, και εντέλει έλειπε από τα τραγούδια τους. Δεν μπορούσα να βρω τη φωνή μου στο συγκεκριμένο πρότζεκτ, και δεν ήθελα να μιμηθώ κάποιον άλλο.

Το γεγονός αυτό, όμως, αποτέλεσε για μένα την έμπνευση να αρχίσω να γράφω τη δική μου μουσική, τα δικά μου τραγούδια.

Αμέσως μετά, λοιπόν, ξεκίνησα με το πρότζεκτ για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι.

Με το πιο πρόσφατο άλμπουμ μου, το Time Traveler, το οποίο συνέπεσε με τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας μου, στοχάζομαι πάνω στο πέρασμα του χρόνου.

Η αίσθηση αυτού του περάσματος σας ανταμείβει ή έχετε μετανιώσει και για κάτι;

Στην πραγματικότητα δε μετανιώνω για κάτι, επειδή είμαι διαισθητικός άνθρωπος και πάντα ακολουθώ το ένστικτό μου. Επί μακρόν δεν έχω υποστεί εξαναγκασμό, απλώς ακολουθώ τον δρόμο μου.

Σίγουρα ο χρόνος περνά γρήγορα. Δεν ξέρω πού πήγαν τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια! Εσωτερικά, δεν αισθάνομαι τον χρόνο.  

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, το οποίο συνέβη με την πανδημία είναι πως έχω ακόμα πιο έντονη τάση να βρω την εσωτερική μου γαλήνη και να μην εμπλέκομαι σε οτιδήποτε αγχωτικό και πιεστικό – σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό επίπεδο.

Έχω καλλιεργήσει ένα ταξίδι προς εμένα την ίδια, παρά μέσω του κόσμου. Αυτή η διαδικασία μού έχει προσφέρει γαλήνη, κι έτσι είναι ευκολότερο να αποδεχθώ τη γήρανση του σώματος.

Ενώ, λοιπόν, το σώμα μαραίνεται, μυαλό και ψυχή ισχυροποιούνται. Μέχρι που κάποια στιγμή πρέπει ν’ αποχαιρετήσεις το σώμα σου. Τι συμβαίνει μετά, δεν το γνωρίζουμε. (Γέλιο).

Εφόσον κάποιος άνθρωπος διατηρεί την πνευματική του διαύγεια και την αυτοαντίληψή του, η σωματική εξασθένηση φαντάζει λιγότερο καταστροφική.

Μερικές φορές καλό που δεν έχεις επίγνωση του εαυτού σου, ιδίως αν έχεις υπερβεί τα ενενήντα κι έχεις πλέον αποδεχτεί πως κάθε μέρα θα είναι λίγο πολύ ίδια με την προηγούμενη, αναπτύσσοντας μια συνείδηση πέρα από τον χρόνο.

Δεν έχω, πάντως, φτάσει σ’ ένα τέτοιο σημείο! Απολαμβάνω την κάθε μέρα μου και είμαι ευγνώμων για το ταξίδι το οποίο μέχρι τώρα είχα. Τα παιδιά μου μού έχουν δώσει τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή.

Καλλιτέχνες κι εκείνα;

Η κόρη μου είναι μυθιστοριογράφος, οι γιοι μου είναι αθλητικοί τύποι.

Ο Μαξ μου, ο μεγαλύτερος, ασχολείται με μια εταιρεία νεοφυούς επιχειρηματικότητας ζώντας με έναν εναλλακτικό τρόπο. Ο Τζούλιαν μου, ο μικρότερος, παίζει μπέιζμπολ.

Στην ηλικία τους ήμουν αγχωμένη. Μπορεί να λάτρευα το να βρίσκομαι επί σκηνής, αλλά το τίμημα ήταν τεράστιο.

Στα είκοσι δύο μου ήμουν ήδη σταρ. Περιόδευα ανά τον κόσμο και, λόγω της πίεσης, δεν μπορούσα να έχω ερωτική σχέση, η φωνή μου κουραζόταν συχνά και πάθαινα τραυματισμούς.

Αφότου, όμως, δημιούργησα οικογένεια, έθεσα προτεραιότητες. Οπότε, με την πάροδο των δεκαετιών, μεταμορφώθηκα από έναν «εκεί έξω» άνθρωπο σε έναν «εδώ μέσα». Μου αρέσει αυτή η νέα διάσταση!

Ακτινοβολείτε χαρά και εσωτερική γαλήνη. Κι αυτό αρέσει σε μένα!

Δε μιλήσαμε, όμως, καθόλου για τη συναυλία μου στο Παλλάς στις 3 Φεβρουαρίου.

Ιδού, λοιπόν.

Θα παρουσιάσω το Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ, ένα θεατρικό έργο με μουσική την οποία συνέθεσα μόνη μου επτά χρόνια πριν και βασίζεται σε ένα τηλεφώνημα το οποίο όντως συνέβη στο Παρίσι το 1997.

Τα Μ.Μ.Ε. με περιέγραφαν τότε ως την «νέα Μαρλέν». Η Μαρλέν Ντίτριχ ήταν ακόμα ζωντανή, τότε στα ογδόντα επτά της, και ζούσε στο Παρίσι. Δεν είχε βγει από το σπίτι της επί μια δεκαετία, για να μη δείξει το γερασμένο πρόσωπό της.

Της έγραψα ένα γράμμα απολογούμενη γι’ αυτή τη σύγκριση, μιας είκοσι τετράχρονης πρωτοεμφανιζόμενης με έναν θρύλο, χωρίς να περιμένω απάντηση.

Ένα μήνα αργότερα, μου τηλεφώνησε, και είχαμε μιας τρίωρης διάρκειας πολύ σημαντική συνομιλία. Μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο Γερμανίδες για τα πάντα:

Για την πολιτική, την Ιστορία, την αγάπη, την ποίηση, τη μουσική και -κυρίως- για τον καημό της που δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Γερμανία επειδή είχε πολεμήσει τους Ναζί.

Ακόμα και είκοσι χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την αποκαλούσαν «προδότρια». Αυτό λέει πολλά για τη Γερμανία στην οποία μεγάλωσα.

Κράτησα το τηλεφώνημα μυστικό για πολύ καιρό μέχρι που, τριάντα χρόνια αργότερα, αποφάσισα να γράψω ένα θεατρικό βασισμένο σ’ αυτό.

Αφηγούμαι, λοιπόν, την ιστορία, τη μελαγχολία, την πικρία, τις ψευδαισθήσεις, τα όνειρά της.

Ήταν μια «γυναίκα του μέλλοντος», έτσι την αποκαλώ: στον τρόπο ζωής της, στην ελευθερία σκέψης της, της σεξουαλική χειραφέτησή της, στη διανοητική ωριμότητά της.

Δεν πρέπει να ξεχαστεί. Έγραψα, επομένως, αυτό το θεατρικό για να ξαναφέρω την ιστορία της στον κόσμο.

Ευχαριστώ θερμά την Ina Marija Ubaite (Arabella Arts) για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με την Ute Lemper.

Η Ute Lemper παρουσιάζει τη μουσικοθεατρική παράσταση Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ στοΘέατρο Παλλάςτη Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου, στις 21:00.