Μια από τις ταινίες που χειροκροτήθηκαν περισσότερο στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας, το απαρατάτεμε της Μένης Τσιλιανίδου είναι μια πανέξυπνη κωμωδία με έντονο ΛΟΑΤΚΙ αποτύπωμα, που σέβεται τον εαυτό της και το κοινό.
Μια συζήτηση με την βραβευμένη στην Δράμα πρωταγωνίστρια του φιλμ, Υρώ Τσάμογλου, ενόψει της προβολής του απαρατάτεμε στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας.
Είναι πολύ ενθαρρυντικό να εισπράττεις αναγνώριση με οποιονδήποτε τρόπο όταν βρίσκεσαι στα πρώτα σου καλλιτεχνικά βήματα.
Πώς νιώθεις, λοιπόν, για το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Εθνικό Σπουδαστικό που κέρδισες για τον ρόλο σου στο απαρατάτεμε, το οποίο πολύ άρεσε φέτος στην Δράμα;
Είμαι πολύ χαρούμενη!
Ελπίζω όλα τα βραβεία που κέρδισε η ταινία να βοηθήσουν, γιατί είναι δύσκολα τα πράγματα. Μπορεί, όμως, να είναι και η τελευταία μου δουλειά στον κινηματογράφο – που ελπίζω να μην είναι!
Η δικιά σου σχέση με το σινεμά τόσο ως θεατής όσο και ως ηθοποιός, πόσο πίσω στον χρόνο ανάγεται;
Όλοι και όλες ως παιδιά έχουμε παρακολουθήσει κινηματογράφο στην Τηλεόραση με τους γονείς μας.
Το να τον παρακολουθείς, όμως, στην μεγάλη οθόνη ένα βράδυ, στο σκοτάδι, με συνοδεία ποπ κορν και μπύρες, είναι σαν ιεροτελεστία.
Ποια ήταν μια από αυτές τις βραδιές που πιο πολύ σου έχει εντυπωθεί στην μνήμη;
Η αλήθεια είναι ότι με τους γονείς μου ποτέ δεν πηγαίναμε σινεμά ή θέατρο. Δεν ήταν πολύ κινηματογραφόφιλοι ή θεατρόφιλοι. Μεγαλύτερη πια ξεκίνησα να το κάνω, με παρέες.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά το Interstellar, με το οποίο είχα πάθει πλάκα, ή το Αμελί.
Επειδή όλα ξεκινάνε όχι κατ’ ανάγκη για κάποιον λόγο, αλλά κάποτε, ποια ήταν η στιγμή που αποφάσισες να δοκιμάσεις τον εαυτό σου στην ηθοποιία; Ή επρόκειτο για κάτι τυχαίο;
Όταν βρισκόμουν στην αμήχανη διαδικασία της συμπλήρωσης του μηχανογραφικού ενόψει Πανελληνίων, η η ηθοποιία ήταν το μόνο πεδίο στο οποίο θα μπορούσα να σκεφτώ τον εαυτό μου να υπάρχει τα επόμενα χρόνια της ζωής μου χωρίς κατάθλιψη.
Αλήθεια; Επειδή ο χώρος του θεάματος, γενικά, και του σινεμά, ειδικά, κάθε άλλο παρά χαρούμενος είναι, ιδίως σε ό,τι αφορά το πώς εισέρχεσαι και παραμένεις σ’ αυτόν.
Δεν αγνοούσα παντελώς τα προβλήματα που υπάρχουν, ωστόσο ιδανικά δε θα ήθελα να έχω μια δουλειά 9-5, 5 στα 7, αν και το έχω κάνει κατά περιόδους και μου έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλη θλίψη. Δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι.
Θέλεις, επομένως, κάτι που να σε απελευθερώνει σε πολλά επίπεδα, έτσι;
Η τέχνη σε γεμίζει. Νιώθω ότι ο χρόνος ενασχόλησης μ’ αυτήν είναι πιο ποιοτικός.
Τυχαία, επομένως, ξεκίνησα, αλλά βρήκα έναν δρόμο με την εισαγωγή μου στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. Κατόπιν έδωσα εξετάσεις για Υποκριτική, και πέρασα.
Όλα κυλούσαν όμορφα στην Σχολή, ήμασταν πολύ δεμένα όλα τα παιδιά.
Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να κυνηγήσω το σινεμά, ωστόσο. Έπεσε στην αντίληψή μου η ακρόαση για το απαρατάτεμε, όμως, και σκέφτηκα: «Ας στείλω».
Είχες άλλη υποκριτική εμπειρία πριν από αυτή;
Στον κινηματογράφο όχι. Όσον αφορά στο θέατρο, είχαμε παρουσιάσει την διπλωματική μας, τις Μάγισσες, σε διάφορους χώρους στην Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Βενετία.
Είχα συμμετάσχει σε μια ακόμη παράσταση, την Ευριπίδου Άλκηστη του Γιάννη Μαυρόπουλου.
Και η διπλωματική και η ταινία αγαπήθηκαν από τον κόσμο.
Με βάση την μέχρι τώρα υποκριτική σου εμπειρία, βρίσκεις διαφορές ανάμεσα στο θέατρο και το σινεμά;
Είναι διαφορετικοί κόσμοι. Είναι εντελώς διαφορετικό να παίζεις μπροστά σε ανθρώπους και μπροστά σε μια κάμερα.
Στο απαρατάτεμε, για παράδειγμα, οι σεναριογράφοι και η σκηνοθέτρια είχαν ένα όραμα, οπότε υπήρχε μια πιο «καθαρή» κατεύθυνση.
Οι Μάγισσες, από την άλλη, ήταν devised theater (θέατρο της επινόησης), συνεπώς δεν υπήρχε έτοιμο κείμενο. Εμείς δημιουργήσαμε το κείμενο και τις σκηνικές δράσεις.
Σε ό,τι αφορά την διαδικασία των προβών, υπάρχουν ομοιότητες, αν και οι θεατρικές πρόβες είναι πιο δημιουργικές.
Κέρδισες ή έζησες κάτι περισσότερο από τις πρόβες για το απαρατάτεμε σε σχέση με τις παραστάσεις;
Το ταξίδι στο απαρατάτεμε συνίστατο, αφ’ ενός, στο να ανακαλύψω τον ρόλο της πρωταγωνίστριας, της Νίνας: γιατί είναι όπως είναι, σκέφτεται όπως σκέφτεται, λέει ό,τι λέει.
Αφ’ ετέρου, στην αλληλεπίδραση με τον Στάθη, τον Δημήτρη Ναζίρη.
Στις Μάγισσες, αντιθέτως, δεν υπήρχαν «ρόλοι». Ήμασταν δύο άτομα επί σκηνής, τα οποία μόνο κατά διαστήματα έμπαιναν σε ρόλους.
Η έμφυλη/ΛΟΑΤΚΙ+ διάσταση του φιλμ ήταν ήδη αποτυπωμένη στο σενάριο ή είχες κι εσύ κάποιον λόγο για τον χαρακτήρα που ενσάρκωνες;
Όλες είμαστε στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, άρα ήταν σημαντικό ο χαρακτήρας της Νίνας να μην είναι μια καρικατούρα. Φροντίσαμε, λοιπόν, να είναι έτσι δομημένος, ώστε να μπορεί το κοινό να ταυτιστεί μαζί του.
Δε συνέβαλα στην δημιουργία της Νίνας σεναριακά, αλλά είχα την ελευθερία να προτείνω ιδέες.
Η συνύπαρξη με τον Δημήτρη Ναζίρη ήταν εξίσου απολαυστική και εκτός μεγαλης οθόνης, δεδομένου του ότι είστε ηθοποιοί διαφορετικών γενεών και καταβολών;
Ο Δημήτρης Ναζίρης υπήρξε για ένα εξάμηνο δάσκαλός μου στην Σχολή. Δυστυχώς, το μάθημα πραγματοποιήθηκε μέσω Ζοοm λόγω κορονοϊού, οπότε δεν είχαμε αναπτύξει κάποια σχέση.
Προσωπικά, αισθάνθηκα τρομερό άγχος όταν έμαθα πως θα συμμετείχε ο Δημήτρης, ένας ηθοποιός τόσο έμπειρος, στην ταινία και φοβήθηκα ότι θα τον απογοήτευα.
«Δέσαμε», όμως, αμέσως, καθώς είναι ένας ανοιχτός, κουλ, συνεννοήσιμος άνθρωπος, καθόλου τυπικός εκπρόσωπος της γενιάς του, και σε απόλυτη επαφή με την δική μας γενιά.
Καθόλου αυτονόητα όλα αυτά. Όπως δεν είναι αυτονόητο να σκηνοθετείς ή να συμμετέχεις σε μια έξυπνη κωμωδία, η οποία δεν υποτιμά ούτε τον εαυτό της ούτε το όποιο κοινό.
Πόση ανάγκη για έξυπνες κωμωδίες που δεν υποτιμούν ούτε αυτούς/αυτές που τις κάνουν ούτε το κοινό τους έχουμε;
Ως θεατές και θεάτριες πάντα έχουμε την ανάγκη να γελάμε. Σε κάθε παράσταση ή ταινία, ανεξαρτήτως είδους, υπάρχει, λοιπόν, άπειρος χώρος για χιούμορ.
Πόσο εύκολο είναι διολισθαίνει κάποιος σε ευκολίες, μη σεβόμενος τον εαυτό του, την δουλειά του και το κοινό;
Πολλές φορές είναι λεπτές οι γραμμές. Όταν βιώνεις μια δημιουργική διαδικασία καθημερινά, το βλέμμα σου δεν είναι τόσο καθαρό. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η ειλικρινής ματιά άλλων, κοντινών ανθρώπων.
Πρέπει να υπάρχει σεβασμός και συνειδητότητα όσον αφορά στο ποιοι και ποιες είμαστε, ποια άτομα αντιπροσωπεύουμε, σε ποια εποχή ζούμε και, κυρίως, καθαρή πρόθεση. Αν προτίθεμαι να κοροϊδέψω, αυτό θα βγει και στην οθόνη.
Νιώθεις ότι η καλώς εννοούμενη αθωότητα που χαρακτηρίζει την στάση πολλών εκ των εμπλεκομένων στο πεδίο του σινεμά στα πρώτα τους βήματα έχει ημερομηνία λήξης; Μετατρέπεται κάποια στιγμή σε αλληλοφάγωμα και κυνισμό;
Δεν έχω ζήσει κάτι τέτοιο. Η άγνοια κινδύνου πολλές φορές λειτουργεί θετικά. Σίγουρα, πάντως, θα αλλάξω κι εγώ. Ελπίζω, όμως, να έχω την ωριμότητα να διαχειριστώ την κατάσταση χωρίς να πέσω σε κατάθλιψη.
Οπότε, αν εντοπίσω κάποιο αρνητικό στην δουλειά ενός ανθρώπου, θα του το πω για να υπάρξει βελτίωση.
Προσωπικά, αισθάνομαι την ανάγκη να βρίσκομαι μέσα στην τέχνη, κι ας μην προσφέρει αναγνωρισιμότητα.
Ελπίζω και οι όποιες επόμενες δουλειές σου να σε βρουν με το ίδιο χαμόγελο, την ίδια αισιοδοξία και με περισσότερη, καλώς εννοούμενη, ωριμότητα.
Χρειάζεται η τελευταία! (Γέλιο).
H ταινία της Μένης Τσιλιανίδου απαρατάτεμε, με την Υρώ Τσάμογλου και τον Δημήτρη Ναζίρη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, κέρδισε τρία βραβεία στο πλαίσιο του Εθνικού Σπουδαστικού του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (Σκηνοθεσίας, Γυναικείας και Ανδρικής Ερμηνείας).
Το απαρατάτεμε προβάλλεται την Δευτέρα 7 Οκτωβρίου στο πλαίσιο του τμήματος Ελληνικες Μικρές Ιστορίες των 30ών Νυχτών Πρεμιέρας (κινηματογράφος Άστορ, 17:00).
Προβάλλεται, επίσης, στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου).