Για τις Διαπραγματεύσεις του Σπύρου Βρεττού
του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Ο ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και γλύπτης Σπύρος Βρεττός διανύει ήδη την τέταρτη δημιουργική του δεκαετία. Στο πλούσιο έργο του μας έχει προσφέρει έως σήμερα 9 ποιητικές συλλογές: Ως Αζτέκοι στις Αζόρες (1985), Σε μαύρο πλου (1988), Ακίνητα μάτια (1992), Τραγωδία (1995), Πράξη απλή (2003), Συνέβη (2007), Τα σχέδια της ποίησης, από μιαν άνωση της γλώσσας (2009), Τα δεδομένα (2012), Διαπραγματεύσεις (2019). Εκτός από την ποίηση έχει καταθέσει επίσης 3 σημαντικές δοκιμιακές μελέτες: Εισαγωγή στην ιστορία του Καραγκιόζη της Πάτρας (1998), Κώστας Καρυωτάκης, το εγκώμιο της φυγής (2006), Μια κάποια λύσις, 3+1 δοκίμια για τον Κ. Π. Καβάφη (2015). Πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε και η πρώτη συλλογή διηγημάτων του που επιγράφεται Ένας αόριστος Άνθρωπος (2016), της οποίας πρόσφατα θαυμάσαμε και μια ιδιαίτερη θεατρική μεταφορά. Το καλλιτεχνικό του έργο συμπληρώνουν –φαινομενικά αναπάντεχα– ορισμένα πολύ ξεχωριστά γλυπτά και ζωγραφικά ιδεογράμματα που λειτουργούν τις περισσότερες φορές ως εικαστικοί σχολιαστές των ποιημάτων του. Το ποιητικό έργο του Σπύρου Βρεττού έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον σημαντικών μεταφραστών, όπως ο Φίλιπ Ραμπ (που έχει μεταφράσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στα Αγγλικά), ο Πίτερ Κόνστανταϊν και άλλοι, με συνέπεια τα ποιήματά του να περάσουν τα γλωσσικά σύνορα και να ταξιδέψουν στον παγκόσμιο κόσμο της γραφής.
Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο προσπαθώντας να αναλύσουμε την τελευταία του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Διαπραγματεύσεις. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη με τους ακόλουθους τίτλους: Ο ανακριτής και το γεγονός, Συνεχείς διαπραγματεύσεις, Μικρή ερωτική ιστορία. Φαινομενικά, τα τρία μέρη διαφέρουν εντελώς μεταξύ τους. Το ύψος, ο ποιητικός τόνος, η μορφή και η θεματολογία μοιάζουν να ανήκουν σε εντελώς διαφορετικές συλλογές. Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο που τα συνέχει, το οποίο και ελπίζω να φανεί στη συνέχεια.
Στο πρώτο μέρος ο ποιητής μάς μεταφέρει στον εικονικό χώρο μια ανακριτικής διαδικασίας όπου διαδοχικοί μάρτυρες και ένας ανακριτής επιχειρούν να συλλάβουν ένα γεγονός, το οποίο όμως πεισματικά αποφεύγει τη σύλληψη του. Ποιο είναι όμως αυτό το γεγονός; Τους αυτόπτες μάρτυρες τους εξαπατά η όραση, τους αυτήκοες τους εξαπατά η ακοή. Μια σειρά από μεταφορικές εικόνες, δηλωτικές μια υπεραισθητής πραγματικότητας, συγκαλύπτουν το γεγονός. Με τον πρώτο κιόλας μάρτυρα, νου «αισθητικό και μπερδεμένο» όπως μας παρουσιάζεται, τίθεται το θέμα της αισθητικής αντίληψης του κόσμου ως ψευδαίσθησης. Λέει ο μάρτυρας: «Όμως αυτό που αποκαλούμε γεγονός / κι εγώ περνιέμαι μαρτυράς του / είχε χαθεί με τα πουλιά. / Είχε χαθεί στον κουρνιαχτό. / Και ήταν λες και τίποτα δεν ήταν ορατό / ή λες και όλα έγιναν ένα μεγάλο βλέμμα». Στον δεύτερο μάρτυρα αμφισβητούνται συνολικότερες αισθήσεις, όπως αυτή της όρασης: «Και άνοιξαν τα παράθυρα στο φως / και δεν υπήρχε φως. / Κοίταξα δεύτερη φορά: Έλειπε και το σκοτάδι / και είπα: ώρα λοιπόν να αντιληφθούμε τον κόσμο». Στην κατάθεση του τρίτου μάρτυρα τίθεται εν αμφιβόλω η ίδια η έννοια του εαυτού. Ο μάρτυρας δεν μπορεί πια να κατανοήσει αν είναι το υποκείμενο ή το αντικείμενο.
Τι είναι αυτό που συμβαίνει ως εδώ; Τον ποιητή φαίνεται να τον προβληματίζει έντονα ένα από τα ερωτήματα που οικοδομούν τα θεμέλια της δυτικής φιλοσοφίας. Από την πλατωνική προτροπή να στρέψουμε το βλέμμα μας από τις παραστάσεις του αισθητού κόσμου έως την προβληματική της υποκειμενικής πρόσληψης στον Καντ, ο φιλοσοφικός στοχασμός έχει θεματοποιήσει τόσο την αυθαιρεσία της μαρτυρίας όσο και την πλάνη των αισθήσεων· και είναι οι ίδιες πλάνες αισθήσεις που μπορούν να οδηγήσουν ως και στην αμφισβήτηση των υπερβατολογικών θεμελίων του ίδιου του στοχασμού· του αναστοχαζόμενου υποκειμένου.
Στους επόμενους μάρτυρες συναντάμε μια επέκταση αυτής της προβληματικής. Ο «φτωχός δανειολήπτης» ασκείται σε μια ηδονοβλεπτική θεώρηση της ομορφιάς ως απρόσιτου γεγονότος, ως θεραπείας της βασανισμένης του ψυχής, που ταλανίζεται υπό το βάρος των χρεών και συνεχώς τρέμει –σαν σε παραλήρημα καταδίωξης– πως αυτός θα γίνει η αιτία του γεγονότος. Στην κατάθεση του «αόριστου μάρτυρα» τίθεται για πρώτη φορά η προβληματική της ψευδαισθητικότητας της ίδιας της γλώσσας, που θα αποτελέσει από εκεί και πέρα κεντρική συνιστώσα της ποιητικής προβληματικής: «Αν είναι ο καλπασμός το γεγονός / τότε με σιγουριά σας απαντώ / πώς μες στη λέξη του συνέβη». Κι όμως, παρακάτω ανακαλύπτουμε πως το γεγονός που κρύβεται από τους κουρνιαχτούς των αισθήσεων είναι μια ερωτική συνεύρεση. Άρα υπάρχει γεγονός; Από το κρυφάκουσμα του ανακριτή (που μοιάζει βγαλμένος από την Κόκκινη ταινία του Κριστόφ Κισλόφσκι) εντείνεται η αμφιβολία: «Πόσες φορές μπαινοβγαίνουν στο στόμα του / το σώμα και η ψυχή / – σαν πράγματα και σαν λέξεις». Σαν «πράγματα και σαν λέξεις» λοιπόν. Η φράση μάς παραπέμπει στον Μισέλ Φουκώ και σε όλη τη γαλλική (μετά)στρουκτουραλιστική σχολή: η λέξη είναι το γεγονός. Η σχέση της με το αναφερόμενο έχει χαθεί. Το σημαίνον είναι πλέον αδέσμευτο του σημαινομένου του· «ας υπερβούμε την πλατωνική προκατάληψη που θέλει πάντα κάτι πραγματικό να κρύβεται πίσω από τις λέξεις» θα μας έλεγε ο Ντεριντά. Γράφει ο ποιητής «Όμως ενδέχεται / ούτε κι ο έρωτας να είναι γεγονός. / Πιο γεγονός κι από αυτόν / ενδέχεται να είναι η ποίηση που τον στοιχειώνει».
Στο δεύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής, υπό τον τίτλο Συνεχείς διαπραγματεύσεις ο ποιητής επιχειρεί μια προσγείωση στην υλική, ιστορική, πραγματικότητα της κρίσης. Σε αυτό το μέρος, μέσα από το σχήμα των διαπραγματεύσεων, σκιαγραφούνται αδρά οι διαπραγματεύσεις ενός κράτους με τους δανειστές του. Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες, οι προβληματισμοί, οι ετερογονίες των σκοπών αλλά και το διαφορετικό νόημα των λέξεων είναι η πρώτη ύλη του ποιητικού γλυπτού. Όταν το «Πρόγραμμα» λήγει, η χώρα- δανειζόμενος ζητά χρόνο. Αγοράζει μόλις ένα δευτερόλεπτο αλλά αναγκάζεται να δώσει ως αντάλλαγμα «τιμαλφή και περιδέραια, ράβδους χρυσού» και «μερικά αγάλματα σπασμένα». Εκτός όμως από τη λεγόμενη «μεγάλη εικόνα» ο ποιητής εστιάζει στις πιο τραγικά ανθρώπινες συνέπειες της κρίσης. Πρόσφυγες στα σύνορα που διαπραγματεύονται τη φυγή τους με χείλη ραμμένα και τα σύνορα κλειστά, άνθρωποι που ψάχνουν τη ζεστασιά ενός σώματος παραδομένοι στο ψύχος της μοναξιάς αλλά και σώματα που πάνω τους έχουν χαραχτεί τα σύνορα της ιστορίας. Η παγκόσμια γεωπολιτική κρίση σωματοποιείται πάνω στα κορμιά των ανθρώπων σαν φράκταλ αυτο-ομοιότητες ενός κόσμου όπου το απεριόριστα μεγάλο και το πολύ μικρό χαρακτηρίζεται από έναν απόλυτο ισομορφισμό: «Το χέρι του ακολούθησε / του σώματός της τις γραμμές. / Και ήταν σαν σύνορα ετούτες οι γραμμές. […] Χάραξε κι άλλα σύνορα λοιπόν, της είπε αυτός […] Δεν είναι το κράτος μου αλλού, αλλά σε σένα».
Στο δεύτερο αυτό μέρος ο ποιητής εκκινεί από μια παγκόσμια προσομοίωση της πλατωνικής πολιτείας, όπου οι φύλακες ορίζουν τη μοίρα των λαών, για να υποχωρήσει σταδιακά στο υπαρξιακό βάθος των διαπραγματεύσεων προσφέροντάς μας μια αλληγορική, κατακόρυφη τομή της κρίσης και των αιτιών της: η αποξένωση και η μοναξιά, η γλώσσα και οι λέξεις που χάνουν το νόημά τους. Έτσι, με έναν υπόγειο-θεματικό τρόπο, το δεύτερο μέρος συναντά ξανά το πρώτο μέρος της σύνθεσης πείθοντάς μας για τον δεσμό τους.
Στο τρίτο μέρος της συλλογής ο ποιητής μάς παραθέτει οκτώ πεζοειδή ποιήματα που αφηγούνται μια Μικρή ερωτική ιστορία. Η θεματική δείχνει σαν να επιστρέφει στην προβληματική του πρώτου μέρους. Η υπαρξιακή αγωνία καθώς και ο φόβος πως οτιδήποτε ζούμε, ακόμα και ο έρωτας, αποτελούν μια σκηνοθεσία των λέξεων επιστρέφει. Όμως εδώ επιχειρείται μια διαλεκτική επίλυση του αδιεξόδου.
«Γιατί με έστειλες να σε βρω; Της λες /γιατί δεν ξέρω αν υπάρχω, σου απαντάει»
Η ύπαρξη αμφισβητείται από την απουσία. Η αγωνία για το νόημά της πυροδοτείται από τον καθρέφτη του πρωτογενούς ναρκισσισμού. Όμως ο Άλλος είναι ο μόνος δημιουργός του Εαυτού.
«γιατί ήρθες να με βρεις; Της λέει / γιατί ήθελα να δω αν υπήρξαμε, του απαντά»
Μέσω του Άλλου, της θεμελιώδους, μοριακής σχέσης του ανθρώπινου δεσμού, σηματοδοτείται η ύπαρξη: το καρτεσιανό cogito, που αξιώνει την αυτοσυνείδητη σκέψη ως απόδειξη της ύπαρξης, μετασχηματίζεται εδώ στο κοινωνικό του αντίστοιχο: Υπάρχω επειδή Υπάρχεις… Η ψυχανάλυση στον 20ο αιώνα θα αποδείξει του λόγου το αληθές. Η ποίηση του Βρεττού αναζητά τη διαλεκτική επίλυση του σύγχρονου αδιεξόδου στην επανεφεύρεση αυτού του δεσμού. Και είναι λογικό, θα πω εγώ.
Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να πράξει μια –ακόμα ανθρωπιστικά προσανατολισμένη τέχνη– από το να εκφράσει τη βαθιά της αγωνία για την απώλεια του κοινωνικού άλλου· πώς θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς αυτήν την καμουφλαρισμένα (είναι η αλήθεια) ρομαντική αναζήτηση της κοινότητας;
…
Γιατί αγωνιά ο ποιητής για τις λέξεις και γιατί χρησιμοποιεί την πρόσφατη ιστορία ως εμφανή αναφορά του ενεργήματός του;
Γιατί διακρίνει πως μέσα στον «ερμαφροδιτισμό των ημερών» (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος), μέσα στις κατακλυσμιαίες αλλαγές της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο το υλικό μέλλον της κοινωνίας αλλά και το βάρος των ίδιων των λέξεων. Απέναντι σε αυτήν τη διαπίστωση, η αγωνία του ποιητή παίρνει σαφή θέση στο πλευρό μιας ανυποχώρητης ΣΗΜΑΣΙΑΣ. Γι’ αυτό και η γλώσσα του γίνεται απλή, στιβαρή και συγκεκριμένη. Σαν να θέλει να καρφώσει τις λέξεις, που έλεγε και ο ποιητής, να μην τις πάρει ο άνεμος.
Η βαθύτερη όμως αγωνία του ποιητή είναι η ύπαρξη. Το ερώτημα της ύπαρξης θα επανέλθει σε πολλούς στίχους, ενώ σαν προβληματική θα δέσει το πρώτο και το τρίτο μέρος της συλλογής. Το ερώτημα αυτό, αν και μορφώνεται με ποιητικό αναστοχασμό και σκηνοθεσία, δεν είναι αμιγώς ποιητικό. Ο ποιητής θέτει το αναπάντητο ερώτημα για το τί υπάρχει «πίσω από τις λέξεις», για το αν η γλώσσα είναι προϊόν της αφής, για το αν –σε τελική ανάλυση– το υλικό της δημιουργίας του δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα γλυπτικό ενέργημα. Από πού προέρχεται η γλώσσα; Και γιατί αυτή (η γλώσσα) σταδιακά αποξενώνεται (και αποξενώνει); Αν το νόημα «προέρχεται από τα ζώα», για να θυμηθούμε μια πολύ γνωστή γλωσσοφιλοσοφική θέση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αν μέσα στη λέξη ζει κάτι από την άρρηκτη ουσία του πράγματος – μια έκφραση που μεταφράζεται αλλεπάλληλα από το ανόργανο στις πιο περίπλοκες βαθμίδες της ύπαρξης, τί είναι αυτό που συνιστά τη σύγχρονη κρίση της γλώσσας;
Ο ποιητής μοιάζει να απαντά καταθέτοντας με το έργο του μια κραυγή αγωνίας για τον κατακερματισμό και τη διάσπαση της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύγχρονο κόσμο. Η αποξένωση και η απώλεια του αναστοχαζόμενου υποκειμένου μέσα στην ιστορία, που τόσοι και τόσοι έχουν θρηνήσει, η δημιουργία της μαζικής καταναλωτικής συλλογικής εξατομίκευσης ως οδηγού-μοτίβου της σύγχρονης ζωής, η χρήση μιας γλώσσα πλήρως απεδαφοποιημένης και ιπτάμενης – με λέξεις που σημαίνουν σχεδόν το οτιδήποτε, ακόμα και τα αντίθετά τους (κατά τον οργουελικό εφιάλτη), όλα τα παραπάνω είναι συμπτώματα της ίδιας ακριβώς αιτίας: της απώλειας του Άλλου· της κυτταρικής ανθρώπινης κοινότητας, μοναδικό δημιούργημα της οποίας ήταν και θα παραμένει πάντα ο άνθρωπος.