της Αρετής Μουσουλιώτη

Έναν παλιό καιρό, πάνου από τον Συνοικισμό υπήρχε ένα πλάτωμα. Δεν ήτονε μεγάλο πολύ, όμως άμα κι ανέβαινες, είχε και μιαν ανηφοριά περδικλωμένη να το φτάσεις – μην κοιτάς ύστερις που ρίξανε την άσφαλτο, έβλεπες ολούθε γύρω να απλώνονται τα χαμόσπιτα. Εκεί που λες, τις Κυριακές επάγαινε η φτωχολογιά με τα καλά της. Σάματις είχαμε κι αλλού –σαν εσάς τώρα– να κάμομε τις περατζάδες μας, να διούμε και κόσμο εμείς τα κορτσούδια; Νοάς τι λέγω, ναι; Οπότε ήτονε η μεγάλη μας η βόλτα. Και καταμεσής ήταν ο βράχος. Δηλαδής όχι και βράχος κανονικός, μόνο ένα άπλωμα από πέτρα, αλλά τι πέτρα! «Η Πέτρα» την ελέγαμε. Χωρούσαν να καθίσουνε κοντά κοντά καμιά ντουζίνα νοματαίοι, άμα πεις για πιδάκια… Εκεί ήντουσαν οι πάπποι με τις μαγκουρίτσες τους, όλο να μιλάνε τα περασμένα, εκεί οι μεγάλες που κεντούσανε τα νέα, τις καλοσύνες και τις κακές κουβέντες τους, εκεί κι εμείς να τρυπώνομε και να χαζολογάμε, πολλά ν’ ακούμε, λίγα που κάνανε νόημα, εκεί δένανε και τ’ αμόρε, εκεί και χαλνούσανε. Σάμπως, να πούμε, το πλάτωμα να ’τανε η μεγάλη πλατεία του μαχαλά μας, και κάθε πλατεία έχει και τον πλάτανό της – άι, μην σε μπερδεύω, έτσι το λέγω, όμως, και να με συμπαθάς, δε νοάτε τι είναι το πλατάνι για μια πλατεία. Είναι η καρδιά της, να αυτό είναι. Ετούτο ήτονε κι η Πέτρα μας.

Μα μιαν άνοιξη ο βράχος άλλαξε, έτσι του αξάφνου. Από τέεετοιος που ήτανε, σχώρα με, εγίνηκε μικιός, ίσα για δυο ποπούς, που λέγει ο λόγος. Και μετά εμάθαμεν το γιατί. Άκου με, είναι ωραία ιστορία και δεν επρόκαμα να σου τηνε πω μέχρι τα τώρα.

Που λες, η Πέτρα έμοιαζε θάμα, με τις γωνιές της, με τα θρονιά της, όλο το μελίσσι εβούιζε από πάνου της κι έδινε μεγάλη χαρά. Έτσι που γυάλιζε στον ήλιο όλοι την ελέγανε εύμορφη, όχι εύμορφη, την πλιο εύμορφη του ντουνιά – ε, δεν ηξεύραμε κι εμείς από μεγάλο ντουνιά, όσο να πάμε στις δουλειές και στα Φουγάρα, αλλά για μας ετούτος ήτονε και ο ντουνιάς μας.

Το λοιπό, την Πέτρα μας την ερωτεύτηκε ένα σύγνεφο. Δηλαδής πολύ καημό την έκαμνε όπως την έβλεπε χαρούμενη, γεμάτη αθρώπους να κάθονται στη βολή της και να ζούνε τις Κυριακές με τις χαρές και τα βάσανα, με τα μωρουδέλια τους και τις παρέες τους. Κι είπε το Σύγνεφο πως δεν ήτονε μοναχά εύμορφη μα και καλή πέτρα, κι όλο επέρναε από πάνου της τάχα μου που το εφύσαε ο αέρας και το έσουρνε πέρα δώθε. Κι όλο έξαινε τα μπαμπάκια του να τηνε βλέπει και να τηνε θυμάται μετά, άμα ο καιρός ανοίγει και σύγνεφα δε σουλατσάρουνε όπως πρώτα στον ουρανό. Όμως πολύ λυπότανε άμα δεν είχε τρόπο να της μιλάει και να της λέγει την αγάπη του. Δεν ήξευρε τι γλώσσα να πει – γιατί, να ξεύρεις, όλα έχουνε γλώσσες, και τα δεντρά και τα νερά, κι εκείνα τ’ ουρανού και τ’ αποκάτου, και στο χώμα ακόμα τα σκουληκάκια έχουνε τον τρόπο τους να λένε τις κουβέντες τους. Όμως την εδική της δεν τηνε γνώριζε γιατί ήτονε τ’ ουρανού παιδί κι εκείνη της γης πράμα. Τα πουλιά όμως εμαθαίνανε από νωρίς να πιάνουνε κουβέντες με τα πράματα που τα ξαπόσταινανε και τους ανοίγανε το σπίτι τους, που λέει ο λόγος, μα για να κουρνιάζουνε, μα για να κρύβουνται απ’ τα κακά πουλιά, μα για να μην τα βρέχει η βροχή.

Τζιέρι μ’, βαρέθηκες; Αμ μπράβο, δε βαρέθηκες την μπάμπω! Έτσι να σε χαρώ!

Ένα πουλάκι το λοιπό, ένα μικιό με χρώματα και σκέρτσα, πολύ ξυπνό από τα πολλά τα σούρτα-φέρτα – είδες που σου λέγω εγώ «κάμε ταξίδια, ν’ ανοίξουνε τα μάτια σου!», εκατάλαβε πως το Σύγνεφο πολύ στεκότανε από πάνου της. Αλλά κι εκείνη, άμα ένιωθε τη σκιά του, έπαιρνε το πιο γυαλιστερό της, έπιανε να μαλακώνει και να γλυκαίνει τις σκληράδες της, κι εκειά τα βαθουλώματά της ήτανε σάμπως και να χαμογελούσανε· κάθε που το ένιωθε να της έρχεται.

Ε, το ξυπνό πουλάκι με τα πολλά τηνε ρώτηξε – μην τύχει και κάνει και λάθος. Γιατί, και που ήτονε πουλάκι; Ε, δεν ήξευρε και τα πάντα, για πέτρες και για σύγνεφα και για τα όλα καν τ’ αποδέλοιπα. Το λοιπό, η περί ου ο λόγος τα έβγαλε όλα για το μαράζι της: που δεν ημπορεί να κάμει ούτε ένα γεια στο Σύγνεφο και τότενες να το φέρει με τα νερά της, να το καλέσει για ένα κουβεντολόι, να πούμε, και σιγά σιγά να κάμει τη γνωριμιά και το δέσιμο.

Το πουλάκι πολύ εστεναχωρήθη, γιατί κι εκείνο πεταχτούλι ήτονε κι όλο έβαζε στο ματάκι του έρωτες κι ό, τι μπορούσε έκαμε τέλος τέλος –άστα τώρα αυτά! Δεν είπε τίποτις, μόνο να μη στενοχωρούται κι ασχημαίνει και ύστερις πώς θα κάνει στράκες στον αγαπητικό, άμα αγριέψει από το αχ και βαχ και πάει να θολώσει και να μη στραφταλίζει και να μην την ξαναγναντεύει από μακριά το Σύγνεφο; Και τότενες, πάει, τον έχασε τον έρωτα!

Έβαλε με το νου του πως ήτονε στο χέρι του, πα να πει στο φτερό του, κάπως να κάμει και να τους τα προχωρήσει. Μιαν ημέρα που εφύσαε αέρας δυνατός έπιασε κι εσκέφθη πως ελόγου του βέβαια δεν ημπορεί να πει κουβέντα στο Σύγνεφο, το πρώτο που δεν ηξεύρει πώς μιλάνε τα σύγνεφα, το δεύτερο που δεν έχει τη δύναμη να πάει τόσο ψηλά, που να το βρει και να του αμολήσει: το και το. Ζούληξε, ζούληξε το πουλίσιο το μυαλό του και κατέβασε ιδέα γερή. Θα έκαμνε υπομονή, άνοιξη έπιανε σιγά σιγά, και θα περίμενε κείνη κει τη γιορτή που οι ανθρώποι αμολάνε με σκοινιά τα περίεργα πουλιά, όχι τα κανονικά, εκειά ντε, τα ψεύτικα, ’τα με τις ουρές και τα χαζά τα σκέδια απάνου, και παίζουνε τα παιδάκια. Το ηύρες, ξεφτέρι μ’; Τους αητούς, έλεγε, της Καθαρής Δευτέρας. Ψεύτικα ξεψεύτικα, και μιλιά είχανε – πράματα δεν ήντουσαν; Και κουβέντες ελέγανε με τα πουλιά, ένεκα που έπρεπε να κάνουν χωριό στον ίδιο τόπο, δηλαδής στον ουρανό, κι έπρεπε κάπως να τα βρίσκουνε και να μη μαλώνουνε και να κανονίζουνε, «εσύ από δω, εγώ από κει, στρίψε τώρα μη και στουκάρουμε» και τα τοιαύτα.

Έτσι κι εγίνηκε: ήρθεν η Καθαρή, εβγήκανε στο πλάτωμα ο Συνοικισμός με τα πιδάκια, τις ελίτσες, τους ταραμάδες (εμείς με ψωμί μόνο τους φτιάναμε, εσείς εμάθατε εκειό το μπλάστρι, με πατάτες κι άλλα μονδέρνα), τις λαγάνες, τις ρετσίνες κι όσα ήντουσαν της ημέρας. Και χαρταητοί να διούν τα μάτια σου, όχι αγοραστοί σα σήμερις, μόνο φτιαχτοί, κι ουρές από φημερίδες και πλούμια από τις κάλτσες τις χαλασμένες, που δεν ήντουσαν πλια να μανταριστούνε. Και να κουβέντες για τα ζύγια, και να για πόσο επήγεν εφέτος το καλό, το γυαλιστερό χαρτί, κι όλα τα σερνικά κοκόρια ποιανού θα πάει πιο ψηλά, κι έτσι και μπερδευτεί να χαλάσει τον άλλονε κι όχι να τρυπήσει ο δικός του, και πάαινε σειρά το πράμα.

Το πουλάκι το μικιό έβαλε στο μάτι τον πιο δυνατόνε. Κι άμα επερίμενεν ώρα και τον είδε που αντέχει και πάει ψηλότερα από τους άλλους, πέταξε και μίλησε στη γλώσσα του και του ’πε χαρτί και καλαμάρι: «Το και το με τη φιλινάδα μου την Πέτρα και τον έρωτα με το Σύγνεφο, μα δεν ημπορεί να το ανταμώσει και μαραζώνει μοναχή της, η καψερή». Ο αητός πολύ βαριά το πήρε γιατί ελόγου του ήτονε αισθηματίας, μια που τον είχε μαστορέψει ο Γιάννης της Φροσούλας για να τον ξεχωρίσει η δικιά του, η Ανδρονίκη, και να φουντώσει από μέσα της: “Τι παιδί είν’ αυτό και με κοιτάει και λιώνει, κι άμα μαστορεύει έτσι τον αητό, βάλε, Νικούλα μου, τι άλλα μαστορέματα ξεύρουνε τα χεράκια του!” Άι καλά, ξεστράτισα κι άρχισα και τα… – Θιέ μου, ’σχώρα μ’, τα ξετσίπωτα, γριά γυναίκα… Μην τα πολυλογώ, ο αητός είπε να τ’ αμολήσει όλα στον αέρα – τι αητός θα’ τανε ελόγου του άμα δεν ήξευρε από κούνια τη γλώσσα του στοιχειού που τον ανεβάζει στα ουράνια; Και μια και δυο τού τα σφυράει σε μια δυνατή γυροβολιά – ευτυχώς γιατί το ’νιωσε πως πάγαινε για φούντο έτσι που το σκοινί έπαιρνε ν’ αναλύει, και δεν ήξευρε για πόσο θα σουλατσάρει άρχοντας. Ε, κι ο άνεμος πόνεσε στην ψυχούλα του για τέτοια αγάπη που μπόραγε να δέσει γη κι ουρανό αναμετάξυ τους, κι έφυγε και ηύρε το Σύγνεφο που ξεροστάλιαζε στην άκρη. Ξεμονεμένο από τ’ άλλα, έκανε φως φανάρι που κόντρα του αέρα –πείσμα γαϊδουρινό– δεν εταξίδευε μαζί με τ’ αποδέλοιπα, μόνο πάλευε να κρατηθεί με το στανιό πάνου από την αγαπημένη του.

Άμα του τα ξεφούρνισε ο αέρας! Ε, δεν είχε περάσει από τον ουρανό τόσο ευτυχισμένο πράμα! Φώτισε έτσι διαλεγμένα από το φως του ήλιου –βόλευε γιατί κι αυτός έπιανε σιγά σιγά να πέφτει– τόσα μενεξεδιά και ροζουλιά και γκρίζα του ατλαζιού και λευκά χιονάτα, που οι αθρώποι κάτω έμεινανε με τον στόμα ανοιχτό, κι εγίνηκε σούσουρο άμα τους το ’δειξε ο Θανασάκης της Αργυρώς – παιδί πράμα, αλλά το μάτι του από τότες έκοβε, και διες την προκοπή που έκαμε. Ε, πάντα θα σούρνονται και ιστορίες: μα για την τσιφουτιά του, που στα στερνά αδίκησε το κορτσούδι του στην προίκα, μα για τα νταραβέρια μ’ εκείνονε τον μπόκντορβα, τον πολιτευτή, που ’κανε και Χίτης τους κακούς καιρούς – αλλά αλήθεια, ψέματα; Ο Θιός τον εκρίνει κι αυτόνε και τη φαμίλια του. Ο Κωστάκης του όμως, ο δάσκαλος, μάλαμα βγήκε, ναι; Άι, πάλι το ’χασα!

Το λοιπό, το Σύγνεφο στις ομορφιές του, με σκέρτσα και καμώματα στα μπαμπάκια του. Αλλά και η δικιά μας… Αχ, μόλις και το χαμπέρισε! Άλλο να τηνε βλέπεις κι άλλο να σου το λέγω εγώ. Εγώ; Εμ βέβαια την είδα, εκεί ήμανε, και κοτζάμ παιδί, σαν τώρα το θυμάμαι…

Το τι εγίνηκε μετά, το σιάξαμε με το μυαλό μας επειδή ήρθε κι η ώρα να πααίνουμε και δεν έμεινε μάτι να τα διεί, για να τα πει κι ο στόμας. Αλλά άκουε πού το φέραμε το άλλο απόβραδο, άκουε και θα διείς, κι εμείς παλιά χαζές δεν ήμασταν. Λοιπόν, εμαζέψαμε τα τσουμπλέκια μας κι εγυρίσαμε – κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, που λένε. Το βράδυ ήπιασεν η βροχή. Κι ο Θιός που ξημέρωσε την ημέρα ήβρεχεν ίσαμε το απόγεμα μιαν ήσυχη βροχή, όμως παράξενη, όχι ανοιξιάτική, χοντρή χοντρή μα κι ήρεμη. Ε, κατά το βραδάκι, κατέβηκε από το πλάτωμα η κόρη της Γερμενής, η Μαρία. Κανείς τότες δεν ερώτηξε το γιατί και το πώς βρέθηκεν εκεί πάνου. Κι άμα σου συνεχίσω, θα νοήσεις πως ήτανε τόσο μυστήριο ’το που μας εμήνυσε, που και οι πιο κουτσομπόλικες γλώσσες του Συνοικισμού εκλειδώσανε. Η Πέτρα, είπε, είχε μείνει απολειφάδι! Εκεί που απλωνότανε φαρδιά πλατιά, τώρα ίσα που χώραγε δυο ποπούς. Το κορίτσι έκαμνε το σταυρό του, ορκιζότανε στο στεφάνι που θα ’βαζε. Άι, να σ’ το ’ξηγήσω τώρα μη λες πως σου κρύβω πράματα, να ’χεις κι εσύ το πώς εγίνηκε. Κάνα χρόνο μετά έβαλε στ’ αλήθεια στεφάνι με τον Χαράλαμπο! Μαζί του ήτονε, το λοιπό, κείνο το βράδυ στο πλάτωμα, ύστερα το είπε στην κουμπάρα της, την Αννούλα της Χρυσάνθης, κι από κει πλια το εμάθαμε κι εμείς κι εσιγουρέψαμενε τον λόγο της για την Πέτρα. Την άλλη μέρα πήγε κόσμος στο πλάτωμα να διει. Έτσι και είχε γίνει. Δεν ήτονε της ερωτιάρας ονειροφαντασιά – άσε που τηνε βλέπανε κορτσούδι πραχτικό, άπαξ κι επάταε στη γη όλα της τα χρόνια. Για κάνα μήνα έδινανε κι έπαιρνανε στον Συνοικισμό τα κουσκούσια για το πώς εγίνηκε τέτοιο πράμα στην Πέτρα. Στύψανε και το μυαλό τους οι παλιές – χαζές δεν ήντουσαν, δέσανε όσα είχανε διεί κι ακούσει και καταλάβανε εκειά που σου ’πα ως τα τώρα. Κι η Πέτρα πώς έλιωσε σε μιαν ημέρα μέσα; Πώς έμεινεν απολειφάδι απ’ το ’να βράδυ ίσαμε τ’ άλλο απόγεμα;

Άκουε τώρα· αυτή ήτανε η αιτία, κι έτσι τα ’πανε: η Πέτρα έλιωσεν από τη βροχή! Δεν έπεσε πάνου της αθρώπου χέρι να τηνε χαλάσει, καυστικό δε θα ’πιανε με το νερό που έριξε μήτε φυτίλι θ’ άναβε με τέτοια μπόρα – κι αν είχε ανάψει θα την έσκιζε. Ελόγου μας την ηύραμε… Πώς να πω; Μαραζωμένη. Μα εκείνο που ’σταζε πάνου της δεν ήτονε και βροχή, δεν κάμνει τέτοια το βρόχινο νερό! Αφού, καλέ, ελουζόμαστε με τούτο το νερό και τα τσαμασίρια μας εξεπλέναμε. Αμ, τι θαρρείς; Το μαζεύαμε! Ήκουσες ποτές σου εσύ να έλιωσε βρακί επειδή έμεινε απλωμένο στη βροχούλα; Το Σύγνεφο έριξε έρωτα απάνου της! Τι άλλο να κάμει παρά να πέσει για να τη διεί από κοντά, να της πει τα γλυκόλογα, να τήνε δέσει μια φορά; Κι ύστερις αποθανέτω… Γιατί τούτο πληρώνουνε τα σύγνεφα άμα βρέχουν τη βροχή τους, πάει καλιά τους, τελειώνουνε και σβήνουνε από τον χάρτη τ’ ουρανού. Σου το λέγω, το Σύγνεφο έριξε έρωτα πάνου στην Πέτρα! Κι αυτή έλιωσε. Από την αγάπη της, θες; Από τον καημό που δε θα το ξανάβλεπε; Που ήθελε να του δείξει κι αυτή πόσον καιρό το λαχταρούσε στην αγκαλιά της να το χαρεί; Ποιος να το ξεύρει κι ακριβώς; Κανένας…

Όμως ύστερις, άμα και ηύρανε πώς έλιωσε η Πέτρα από τον έρωτα του Σύγνεφου, εσκεφτόντουσαν και το μιλάγανε αναμετάξυ τους οι σοφές γριές κι έβαλαν με το νου τους και τ’ αποδέλοιπα, εκειά που τα ’πα πρώτα: για τον αητό, τον αέρα, το πουλάκι, την Πέτρα, την ομορφάδα και την καλοσύνη της. Κι εξηγήσανε τα θαμαστά στο πλάτωμα και μας τα είπανε, δηλαδής στους μεγάλους τα είπανε, κι εμείς, τα μικιά, πολύ μετά τα ταιριάξαμε πως έτσι εγινήκανε. Πότε; Μα θέλει ρώτημα; Ντιπ πλια, κοτζαμάν πιδί; Όταν ήρθεν η ώρα μας, ντε, να ερωτευτούμε.

Δεθήκαμενε, δε δεθήκαμενε, άλλου παπά Βαγγέλιο.

Βάσανα που ’χει η αγάπη!

Άι, κατέβασέ με τώρα από δω πάνου να πάμε σπιτάκι μας. Στέγνωσε ο στόμας μου, να πιούμε κι ένα ποτηράκι– ένα σε λέω! Καλέ, τι αγριοκοιτάς; Να ζεστάνω και τα γιουβαρλάκια. Αμάν, γιαβρί μ’, τι ενόμισες; Και δε θα σ’ τα ’φκιανα που τα ορέχτηκες;

Μικρό γλωσσάρι (ορισμένων) ιδιωματικών/διαλεκτικών λεξιλογικών τύπων με τη σειρά που απαντούν στο «Αμ, χαζές ήντουσαν οι παλιές;»

ήντουσαν (ήταν, γ΄ πληθυντικό πρόσωπο, οριστική παρατατικού): τύπος βόρειων ιδιωμάτων (π.χ. βόρεια Εύβοια, Ικαρία).

ήμανε (ήμουν, α΄ ενικό πρόσωπο, οριστική παρατατικού): πρόκειται για τύπο αργκό (slang) της ανατολικής Μακεδονίας και των δυτικών παραθεσσαλονικιών.

ήτονε (ήταν, γ΄ ενικό πρόσωπο, οριστική παρατατικού): κρητικός διαλεκτικός τύπος, απαντά ήδη στον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου.

περατζάδες, οι: η περατζάδα είναι η βόλτα, ο περίπατος. Πρόκειται για επτανησιακό (λευκαδίτικο) ιδιωματικό τύπο (ημιβόρειος) με ευρεία διάδοση.

κορτσούδια, κορτσούδι (η κοπέλα, το κορίτσι): βόρειος ιδιωματικός τύπος (της Λήμνου), ευρέως διαδομένος και σε θρακιώτικα ιδιώματα.

(να) διούμε (δούμε, α΄ πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου): βόρειος ιδωματικός τύπος που απαντά σε ευρεία διασπορά (π.χ. Ήπειρος, Θεσσαλία, Θράκη).

πιδάκια, τα(παιδάκια): βόρειος ιδιωματικός τύπος που απαντά σε ευρεία διασπορά στη βόρεια ηπειρωτική Ελλάδα και στη Μ. Ασία. Οφείλεται στο συχνό σε αυτά τα ιδιώματα φαινόμενο της κώφωσης, δηλ. της μετατροπής ανοιχτού φωνήεντος (ε, ο) σε κλειστό (ι, ου).

νοάς, νοάτε: πρόκειται για β΄ ενικό/πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα(ή νογάς, νογάτε) του ρ. νο(γ)άω (καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι). Ο τύπος απαντά σε (νότια και ημιβόρεια) νησιωτικά ιδιώματα (π.χ. Νάξος, Αμοργός, Λευκάδα) και αποτελεί μεσαιωνικό κατάλοιπο του αρχαιοελληνικού τύπου νοέω-ώ.

μικιός, μικιά (ο μικρός, τα μικρά): κρητικός διαλεκτικός τύπος.

εύμορφη (όμορφη): βόρειος ιδιωματικός τύπος που απαντά σε Θράκη και σε μικρασιάτικα ιδιώματα και διασώζει την αρχαιοελληνική λέξη «εύμορφος». Στην εκδοχή «έμορφος» εμφανίζεται στην ποντιακή διάλεκτο αλλά και σε στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών.

πλιο, πλια (πιο, πια): θεωρείται μεσαιωνική επιβίωση της αρχαιοελληνικής λέξης «πλέον» και εμφανίζεται σε ευρεία διασπορά σε νησιωτικά κατά βάση ιδιώματα, βόρεια, ημιβόρεια και νότια (π.χ. Λέρος, Λέσβος, Κάσος, Σκύρος, Λευκάδα, Κάρπαθος) αλλά και σε Αιτωλία και Αχαΐα. Απαντά επίσης και στην κρητική διάλεκτο.

ηξεύραμε, ήξευρε, ξεύρεις (ξέραμε, ήξερε, ξέρεις): βόρειοι ιδιωματικοί τύποι της Μακεδονίας του ρήματος «ξεύρω» ή «εξεύρω» (ξέρω) σε ευρεία διασπορά και σε άλλες ιδιωματικές ζώνες (π.χ. Μ. Ασία, Ηλεία, Αρκαδία, Ρόδος).

σύγνεφο (σύννεφο): μεσαιωνικό κατάλοιπο εμφανιζόμενο σε ιδιωματική διασπορά (πχ. Λακωνία, Αρκαδία, Επτάνησα) αλλά και στην ποίηση.

αποδέλοιπα, τα (τα υπόλοιπα): μεσαιωνικός τύπος που εμφανίζεται σε νησιωτικά κατά βάση ιδιώματα (π.χ. Νάξος, Επτάνησα) και στην κρητική διάλεκτο. Απαντά και ως τύπος αργκό (slang) με αρνητική ωστόσο σημασία (αυτά που απομένουν από τη διαλογή, τα άχρηστα).

εκειά (εκείνα): ο ιδιωματικός τύπος «εκειός-ά-ό» της δεικτικής αντωνυμίας «εκείνος-η-ο» απαντά σε Επτάνησα και Ήπειρο. Ας μην συγχέεται με τον τύπο «εκειά» της κρητικής διαλέκτου που ισοδυναμεί με το δεικτικό επίρρημα «εκεί».

ξυπνό, το (έξυπνος):μεσαιωνικό κατάλοιπο που με την μεταφορική σημασία έξυπνος απαντά στο ιδίωμα της ανατολικής Θράκης. Ο τύπος «ξυπνός» στο ναξιώτικο ιδίωμα έχει την κυριολεκτική σημασία (αυτός που είναι ξύπνιος, δηλαδή δεν κοιμάται) ενώ στο αιτωλικό σημαίνει «άπιαστος».

τότενες (τότε): πρόκειται για τύπο αργκό (slang), εμφανίζεται όμως και σε πληθώρα ιδιωμάτων (π.χ. Επτάνησα, Θεσπρωτία, Σπέτσες, Αρκαδία, Λακωνία, Μεσσηνία).

σκέδια, τα (τα σχέδια): ιδιωματικός τύπος σε ικανή βόρεια (π.χ. Θράκη, Βοιωτία)και νότια διασπορά (π.χ. Δωδεκάνησα). Απαντά και στην κυπριακή διάλεκτο.

μονδέρνα, τα (μοντέρνα): ιδιολεκτική, λαϊκότροπη παραφθορά του τύπου «μοντέρνος», οφειλόμενη πιθανότατα σε γλωσσικό λάθος υπερδιόρθωσης.

φιλινάδα, η (φιλενάδα): (βόρειος) ιδιωματικός τύπος που απαντά σε διασπορά στη βόρεια ηπειρωτική Ελλάδα και σε μικρασιατικά ιδιώματα. Οφείλεται στο τυπικό σε αυτά τα ιδιώματα φαινόμενο της κώφωσης, δηλ. της μετατροπής ανοιχτού φωνήεντος (ε, ο) σε κλειστό (ι, ου).

αναλύει (διαλύει): πρόκειται για ιδιωματική χρήση του ρήματος «αναλύω» με την έννοια «διαλύω, αποσαρθρώνω» που απαντά σε περιορισμένη έκταση στο μεσσηνιακό ιδίωμα.

μπόκντορβας, ο (σακί με σκατά): (βόρεια) ιδιωματική θρακιώτικη βρισιά τουρκικής προέλευσης (bok: σκατά, torba : τσάντα, ταγάρι).

Θιέ, Θιός (Θεέ, Θεός): βόρειος ιδιωματικός τύπος που απαντά σε διασπορά στη βόρεια ηπειρωτική Ελλάδα (π.χ. Αιτωλία Μακεδονία Ήπειρος, Θεσσαλία Αιτωλία) και στη Μ. Ασία. Απαντά και στην κρητική διάλεκτο. Οφείλεται στο τυπικό σε αυτά τα ιδιώματα φαινόμενο της κώφωσης, δηλ. της μετατροπής ανοιχτού φωνήεντος (ε, ο) σε κλειστό (ι, ου).

χαμπέρισε (γ΄ ενικό πρόσωπο, οριστική αορίστου): το ρήμα «χαμπαρίζω» ή «χαμπερίζω» (καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι) απαντά σε βόρεια (Θράκη, Θεσπρωτία) και νότια ιδιώματα (Αρκαδία, Λακωνία). Συνδέεται με την τουρκική λέξη «haber» (χαμπέρι/χαμπάρι: τα νέα, οι ειδήσεις).

στόμας, ο (το στόμα): εμφανίζεται στην ντούρα (σκληρή) σλάνγκ (slang) και χρησιμοποιείται ειδικά στις περιπτώσεις που ξεστομίζουμε λόγια βαρυσήμαντα. Απαντά επίσης στην κυπριακή, καππαδοκική και ποντιακή διάλεκτο αλλά και στα ιδιώματα Επτανήσων και Θράκης.

τσουμπλέκια, τα (σκεύη, μικροαντικείμενα): απαντά στην αργό (slang), αναφέρεται συνήθως σε αντικείμενα απροσδιόριστης χρηστικότητας που συνοδεύουν το κύριο στην περιγραφή του αντικείμενο – από επιλογή ή αδυναμία προσδιορισμού δεν εστιάζουμε στα υπόλοιπα. Συνδέεται με την τουρκική λέξη «çömlek» (πήλινο σκεύος, συνήθως κατώτερης ποιότητας και παλιάς τεχνολογίας).

τσαμασίρια, τα (εσώρουχα): πρόκειται για τύπο του πολίτικου ιδιώματος που πέρασε και στην αργό (slang). Συνδέεται με την τουρκική λέξη «çamaşır» (άπλυτα ρούχα και ειδικά εσώρουχα, μικροπράγματα) .

γιαβρί, το: πρόκειται για εξελληνισμένο τύπο της τουρκικής λέξης «yavru» (νεογνό, μωρό, μικρούλι) και στις εκδοχές γιαβρίμ/γιαβρί μ’/ γιαβρούμ χρησιμοποιείται ως τρυφερή προσφώνηση (μωρό μου, μικρό μου, αγαπούλα μου).

τζιέρι, το: πρόκειται για εξελληνισμένο τύπο της τουρκικής λέξης «ciğer» (εντόσθιο, σπλάχνο) και αποτελεί προσφώνηση που απευθύνεται σε πολύ αγαπημένο πρόσωπο. Απαντά στο πολίτικο ιδίωμα και εμφανίζει ευρεία διασπορά σε βόρεια ιδιώματα της Μακεδονίας (π.χ. Καστοριά, Κοζάνη) και στη Θράκη.

(έ)φκιανα (έφτιαχνα, α΄ ενικό πρόσωπο, οριστική παρατατικού): το ρήμα «φκιάνω» (φτιάχνω) είναι βόρειος ιδιωματικός τύπος (π.χ. Μακεδονία, Ήπειρος, Αιτωλία, Λήμνος). Απαντά επίσης σε επτανησιακά, θρακιώτικα και μικρασιατικά ιδιώματα.

καλιά, η: αρχικά σήμαινε τη φωλιά των πτηνών. Ο τύπος απαντά με την ίδια σημασία στα αρχαία ελληνικά. Στην αργκό(slang) εμφανίζεται στη φράση «πάω/πάει καλιά μου/του» – ευφημισμός για το ρήμα «πεθαίνω» με την έννοια ότι ο νεκρός επέστρεψε «στο σπίτι του». Με αυτό το σημασιολογικό περιεχόμενο γνωρίζει ευρεία διασπορά σε βόρεια (π.χ. Θράκη Θεσσαλία, Αιτωλία, Σάμος) αλλά και σε νότια ιδιώματα (π.χ. Αρκαδία, Μεσσηνία, Επτάνησα – ειδικά στην Κεφαλονιά.

Προηγούμενο ΆρθροGeorgi Gospodinov: «Η λογοτεχνία είναι η μόνη μορφή αθανασίας που έχει ανακαλυφθεί»
Επόμενο ΆρθροVirna Molina: «Υπάρχει μια ουτοπία που είναι συλλογική, πολιτική και πνευματική»
Η πόλη Κ φιλοδοξεί να είναι ένα σάιτ ποικίλης ύλης για την πολιτική από τα κάτω και την τέχνη, στην εγχώρια και τη διεθνή τους διάσταση. Η συντακτική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τις τέχνες, την πολιτική και κοινωνική θεωρία, και συμμετέχουν σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα . Οι αναζητήσεις της ομάδας εκτείνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των φυλακών, και της αποδόμησης των συστημικών ΜΜΕ και της αστικής δικαιοσύνης Η πόλη Κ είναι ο προορισμός στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Για μας προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας και όλες τις χίμαιρες τις οποίες μπορεί αυτή να εμπεριέχει. Μερικά μονοπάτια προς μια ελευθεριακή ουτοπία θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ιχνηλατήσουμε μέσα από το εγχείρημά μας, με οδηγούς την κριτική πληροφόρηση, τη φαντασία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα ελεύθερο διαδίκτυο.