“Κοινωνική αποστασιοποίηση, μάλιστα… Λες και ανακάλυψαν την Αμερική… Η κοινωνία έχει αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό της εδώ και δεκαετίες”.
Έκλεισε τη γαλάζια οθόνη, πέταξε το κουτάκι στα σκουπίδια, πήρε καινούρια μπίρα από το ψυγείο. Άναψε τσιγάρο και βγήκε στο μπαλκόνι· ο ψυχρός αέρας τού έδωσε μιαν αίσθηση ζωντάνιας, αυτής που έλειπε απ’ όλη την πόλη. Η πλατεία μπροστά από το σπίτι του ήταν άδεια και σιωπηλή, σχεδόν άκουγε το θρόισμα από τα δέντρα. Ίσως αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα φώτα να έβλεπε και τ’ αστέρια. Από την άλλη βέβαια αυτά τα φώτα ήταν και η μόνη υπενθύμιση ότι γύρω του υπήρχαν ακόμα άνθρωποι.
Η καθολική καραντίνα είχε ξεκινήσει εδώ και επτά μέρες και θα διαρκούσε τουλάχιστον άλλες δεκατρείς, τουλάχιστον αυτό έλεγαν οι φήμες που έδιναν και έπαιρναν. Το διαδίκτυο είχε καταρρεύσει, ήταν σχεδόν απίθανο να συνδεθείς και αν τα κατάφερνες, μετά από λίγο σε πέταγε έξω. Το ίδιο ίσχυε και για τα κινητά. Οι πιο πολλοί άνθρωποι είχαν γαντζωθεί στις τηλεοράσεις, ο ίδιος εκτός από το σύντομο δελτίο των δώδεκα άκουγε μόνο ραδιόφωνο, μουσικούς σταθμούς. Έκλεινε τα μάτια και με τη βοήθεια της μουσικής προσπαθούσε να φανταστεί τοπία, είχε να βγει από την πόλη πάνω από πέντε μήνες.
Τις πρώτες μέρες ήταν με τις ώρες με το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί του, όσο πέρναγε ο καιρός άρχισε να αραιώνει τα τηλέφωνα, όταν τον έπαιρναν απαντούσε μονολεκτικά και βαριεστημένα – μέχρι που το τηλέφωνο σχεδόν σώπασε. Μόνο με το 8558 κρατούσε καθημερινή επικοινωνία. Τσιγάρα, μπίρες και τρόφιμα. Σ’ τα έφερναν λες και έκαναν αποστολή στο Τσερνόμπιλ την εποχή της έκρηξης.
Άργησε σήμερα, ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. “Λες να έπαθε κάτι; Μπα, βλέπω φως στο δωμάτιο”. Την είδε να τραβάει την κουρτίνα, το περίγραμμά της λούστηκε από το φως, θα ορκιζόταν πως τον κοίταζε. Βγήκε στο μπαλκόνι της, άναψε τσιγάρο – πρέπει να άναψε τσιγάρο γιατί διέκρινε την αναλαμπή του αναπτήρα και την καύτρα που δυνάμωσε στην πρώτη ρουφηξιά. Τράβηξε κι αυτός μια τζούρα για να στείλει σήμα, εδώ είμαι, μωρό μου.
Πώς να έμοιαζε; “Μμμ, μέτριο ανάστημα, μακριά μαλλιά, αδύνατη με καμπύλες, νομίζω”. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τα φανταστεί.
Ο φάρος από το περιπολικό που έκανε τον γύρο της πλατείας… Ασυναίσθητα πήγε ένα βήμα πίσω και έκρυψε το τσιγάρο του στο εσωτερικό της παλάμης όπως στην σκοπιά. “Πού καταντήσαμε;”
Ίσα που πρόλαβε να τη δει να μπαίνει πάλι μέσα στο διαμέρισμα· τον έπιασε μια απελπισία, ένα βάρος στο στήθος. Ήθελε να πάρει τους δρόμους, έστω να πάει μέχρι την απέναντι πολυκατοικία και να της χτυπήσει το κουδούνι. “Ποιο να ήταν το κουδούνι της;”
Το περιπολικό έκανε μια ακόμα γύρα στην πλατεία με αναμμένο φάρο και μετά χώθηκε σε κάποιο στενό, να συνεχίσει την επαγρύπνηση του.
Πέρασε η ώρα, πρέπει να φροντίσει και τον Άλκη, που εδώ και δυο μέρες έχει ανέβει στο πατάρι και δεν λέει να κατέβει.