Της Μαρίας Μυλωνάκη
Έκανα αυτό που έπρεπε. Ένα μπάνιο ζεστό, έβαλα καθαρά ρούχα, γάντια, μάσκα, στολή, κράνος και κάθισα στην ησυχία του σπιτιού να περιμένω. Μέσα ησυχία, έξω ησυχία. Δεν είναι βράδυ, μέρα είναι μεσημέρι. Κανείς δε με ρώτησε τι το θέλω το ρολόι, αφού δεν έχει κανένα νόημα τώρα πια ο χρόνος που περνάει. Κανείς δεν έχει μπει στο σπίτι μου εδώ και δύο χρόνια και δεν έχω μπει στο σπίτι κανενός. Ούτε νόμιμα ούτε παράνομα. Φοβόμουν πάντα να κάνω πράγματα πέρα από αυτά που όριζε ο κόσμος συνηθισμένα και κανονικά και πρέποντα. Έτσι και τώρα. Κάθομαι μέσα στην ησυχία του σπιτιού μου και του κόσμου, πάνοπλη, σαν σε πόλεμο αλλά χωρίς πόλεμος να γίνεται και περιμένω. Σήμερα θα δω το κάστρο, τη θάλασσα και τα βουνά. Αυτά που πριν δυο χρόνια έλεγα το κάστρο μου, η θάλασσά μου και τα βουνά μου.
Όταν ήμουν μικρή περίμενα πώς και τι να μεγαλώσω. Να κάνω τα πράγματα που αγαπάω, να έχω φίλους κι ένα παιδί. Να βλέπω λίγο το σπίτι μου και πολύ τον κόσμο. Να διαβάζω τα βιβλία που θέλω, να πηγαίνω σινεμά όποτε θέλω, να ακούω ότι μουσική θέλω και να περπατάω ατελείωτα όπου βρεθώ. Οι πόλεμοι είχαν τελειώσει για μας. Κίνδυνος από πουθενά. Δεν ήθελε κανείς να μας πάρει, δε θέλαμε πια να πάρουμε κανέναν και η ζωή θα κυλούσε ήρεμα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Κι όλα έγιναν. Έκανα ένα παιδί, είχα φίλους που αγαπούσα κι έκανα πράγματα που αγαπούσα. Μέχρι πριν δύο χρόνια. Και να’ μαι τώρα πάνοπλη, στον κανένα πόλεμο, να περιμένω μετά από δύο χρόνια ένα χτύπημα στην πόρτα. Για να πάω που; Για να δω τι;
Αφού δεν θα μπορούσα πια να μυρίσω τον αέρα, να αγγίξω την πέτρα. Να δω μόνο το φως θα μπορούσα. Ότι δηλαδή μπορεί κανείς να δει και στις φωτογραφίες. Μόνο το φως. Κι έτσι έβγαλα το κράνος και τη μάσκα. Τα ακούμπησα πάνω στο τραπέζι και πήγα στην κουζίνα. Κάθισα στην καρέκλα. Τράβηξα την κουρτίνα. Το φως χτύπησε πάνω μου. Ζεστασιά και τύφλωση.
Ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος που και να ήθελε και να μπορούσε κανείς δε θα γινόταν με τίποτα να τον ζήσει όλο. Και τα ταξίδια είναι τόσο μικρά στο χρόνο τους, σα να ξεφυλλίζεις ένα τουριστικό οδηγό. Βλέπεις μα δε μαθαίνεις τίποτα για τον κόσμο. Κι ύστερα σκέφτομαι πως όλοι περπατάμε τους ίδιους ασφάλτινους δρόμους, μένουμε στα ίδια τσιμεντένια σπίτια, οδηγούμε τα ίδια αμάξια από λαμαρίνες και λάστιχο, τρώμε όλοι τα ίδια ψωμιά και πίνουμε όλοι το ίδιο νερό. Και τότε ο κόσμος γίνεται τόσο μικρός που αν κάνω να τον βάλω μέσα στη χούφτα μου θα χωράει και θα περισσεύει και για άλλη μια γη.
Όλοι μου οι φίλοι έχουν πεθάνει. Δεν ξέρω αν έχουν φύγει από τη ζωή αυτή, από τη δική μου σίγουρα. Τους έχω όλους κορνιζώσει και τους έχω βάλει στο μεγάλο τραπέζι, όπως κάνουν στους ανθρώπους που έχουν πεθάνει. Και δεν έχω κρατήσει καμία ανάμνηση από κανέναν τους. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα μικρό πράγμα για τον καθένα. Ο τρόπος που γελούσε, μια ελιά στο χέρι της, το «έλα ρε» όταν σήκωνε το τηλέφωνο, το άρωμά του, τα δύο ακριανά δόντια της που στράβωναν προς τα εμπρός, το μικρό πανί που φορούσε στο χέρι λες κι ήταν επέκταση του δέρματος. Ο κόσμος είναι πια τόσο μικρός και όλοι οι φίλοι μας έχουν πεθάνει.
Μια μέρα που καθόμουν πάλι στην κουζίνα θυμήθηκα τις πορτοκαλιές που άνθιζαν πάντα στη μέση της άνοιξης και άνοιγα το παράθυρο και μύριζα ατελείωτα. Πότε έφυγαν οι πορτοκαλιές. Γιατί δεν το είχα καταλάβει ως τότε. Είχα μεγαλώσει με αυτές τις πορτοκαλιές, τους καρπούς, τη μυρωδιά τους και τον ίσκιο τους. Πώς είναι δυνατόν να εγκατέλειψαν έτσι χωρίς να το καταλάβω. Πότε ασχήμυνε τόσο πολύ ο κόσμος;
Ένας ηλικιωμένος κύριος που δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ όταν ο κόσμος ήταν κανονικός, κάθεται κάθε μέρα στο μπαλκόνι του μέχρι να βραδιάσει. Διαβάζει ή χάνεται στο άπειρο και πότε πότε από τη μουσική που μάλλον ακούει στα ακουστικά του μουρμουρίζει κανένα τραγούδι ή κάποια μουσική. Τις προάλλες έλεγε κάτι παλιά του Αττίκ. Σα να μου φαίνεται πως έλεγε «να ξανάρθεις». Ποιον να περίμενε άραγε, έναν άνθρωπο, τη θάλασσα, μια ολόκληρη ζωή ή τη ζωή. Καμιά φορά τον ακούω τα πρωινά να λέει όπως κάθεται καλημέρα. Χωρίς να υπάρχει κανένας άνθρωπος κοντά του για να την πει. Ποιος ξέρει πάλι. Κάποιον μπορεί να φαντάζεται ή μπορεί να σκέφτεται ότι όλοι τριγύρω είναι κρυμμένοι πίσω από κλειστές κουρτίνες και παραθυρόφυλλα κι ενώ φοβούνται περιμένουν πώς και τι να δουν έναν αληθινό άνθρωπο.
Σηκώθηκα από την καρέκλα. Έβαλα τα ακουστικά στα αφτιά μου στη διαπασών. Vecchia Zimarra. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα, τράβηξα την καρέκλα έξω. Του είπα καλημέρα, διάβασα στα χείλη του μια καλημέρα σε ένα χαμόγελο. Στην τσέπη του μπουφάν μου ένιωσα τη δόνηση του κινητού. «Σας ενημερώνουμε ότι το πλήρωμα προσπάθησε να σας ειδοποιήσει για την έξοδό σας αλλά δεν υπήρξε απόκριση. Επόμενη δυνατότητα αίτησης Απρίλιο του 2024».