της Αρετής Μουσουλιώτη
«Ρίχνοντας λέξεις στην πλάτη των ασήμαντων πραγμάτων. Για να μην κρυώνουν…»
Όλες τους είχαν γεννηθεί στο ίδιο χωριό – Χωριό το λέγανε, καμιά τους δεν ήξερε πριν από πόσα χρόνια. Ζούσαν η μια δίπλα στην άλλη σε μιαν ουσιαστικά απαρασάλευτη, θαρρείς, ακινησία, βαθιά ριζωμένες στη γη τους, το χωριό τίγκα στον κόσμο, οι γειτονιές τους κυριολεκτικά η μια δίπλα και πάνω στην άλλη, αλλά ποτέ σχεδόν δεν έσμιγαν όλες μαζί.
Το μέρος ήταν η κορυφή ενός βουνού που δεν ήξεραν το ύψος του, μονάχα ελάχιστες φορές είχαν δει τα Αποκατινά –έτσι έλεγαν τους πρόποδες του βουνού– γιατί ποτέ μα ποτέ δεν έφευγαν από κει πάνω παρά μόνο όταν έφταναν να εγκαταλείψουν τον κόσμο τους, αλλά αυτό θα ειπωθεί στη συνέχεια. Έτσι, καμιά τους δεν ήξερε να πει ακριβώς τι υπήρχε εκεί κάτω, καμιά δεν είχε ταξιδέψει παραέξω για να γυρίσει και να μεταφέρει μιαν εικόνα της απεραντοσύνης. Βέβαια όπως σε όλα, δυστυχώς, τα χωριά και τις πόλεις αυτής της πλάσης, υπήρχαν κι εδώ οι καλές και οι κακές γειτονιές με το προνόμιο μιας σχετικής θέας, του αέρα, του φωτός, και οι ανήλιαγοι, υγροί, σκοτεινοί μαχαλάδες, εσωτερικοί και κακοφωτισμένοι – κυρίως στη μεριά του Λαιμού.
Ωστόσο οι σχέσεις τους ήταν μάλλον αρμονικές και τη ζωή τους τάραζαν τίποτα θεομηνίες σαν τους σεισμούς, που συχνά πυκνά συνέβαιναν στα μέρη τους. Ένα περίεργο πράμα όμως, τα σπίτια τους δεν έπεφταν ποτέ και οι ίδιες δεν κινδύνευαν, μόνο που σειόντουσαν συθέμελα, μα, τόσο δεμένες που ήταν, κάθε ταρακούνημα έμοιαζε πάντα με χορό, με μια κίνηση περισσότερο ή λιγότερο βίαιη που εκτελούσαν συντονισμένα όλες μαζί, κι αυτό μάλλον τις γλύτωνε από τις ζημιές και τις φρίκες της καταστροφής.
Πραγματικά, ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους ακόμα κι όσες δεν είχαν ποτέ συναντηθεί, κι ας μην είχαν αντικρύσει η μια τη φάτσα της άλλης. Το πιο δυσάρεστο ήταν πως φορές φορές (αλλά μιας και δεν είχαν μνήμη, δεν μπορούσαν να πουν πόσο συχνά) κάτι συνέβαινε κι ακρωτηριάζονταν, χωρίς ωστόσο να πονάνε. Κι έτσι δεν δυσφορούσαν, το αποδεχόντουσαν σαν μια άτακτη κανονικότητα που μάλιστα κάποιες απ’ αυτές τις έκανε πιο ανάλαφρες και πιο νεανικές.
Πολύ συχνά πάλι πήγαιναν όλες μαζί για μπάνιο. Στις περισσότερες από αυτές τις εξορμήσεις ένιωθαν να χώνονται κάτω από έναν τεράστιο και ορμητικό καταρράκτη με τα αφρόλουτρα και τις ωραίες μυρωδιές, να σμίγουν η μια με την άλλη σαν σε αξεδιάλυτο κουβάρι και μετά να αισθάνονται άλλοτε κρύο κι άλλοτε χλιαρό –ποτέ καυτό– το νερό του καταρράκτη να κυλάει ορμητικά πάνω τους και να τους ισιώνει το κορμί. Κάποτε κολυμπούσαν σε θάλασσα, δηλαδή σε αρμυρό νερό, κι αυτό ήταν σημάδι πως κάτι παράξενο συνέβαινε σ’ ολόκληρη την επαρχία τους, μιας και την απόλαυση αυτή τους τη χάριζε η φύση αραιά και πού, και μάλιστα κράταγε συνήθως μονάχα λίγες μέρες. Εκείνες τις μέρες επέπλεαν ηδονικά στο νερό και βίωναν μια πρωτόγνωρη μοναχικότητα που τις αναγεννούσε, αφού και η ζωή τους, είπαμε, ήταν απολύτως κοινοβιακή και σπάνια τους δινόταν η ευκαιρία να απομονωθούν, να στοχαστούν την ύπαρξή τους σαν απόλυτες μονάδες που λικνίζονταν στην ίδια υγρή αγκαλιά αλλά με μιαν απολαυστική αυτονομία και με μιαν αξιοζήλευτη ισότητα. Γιατί, τα πράγματα να λέγονται με τ’ όνομά τους, στους σεισμούς, στους καταρράκτες και στη θάλασσα όλες είχαν παρουσία, καμιά δεν εξαιρούνταν, καμιά δεν αποκλειόταν, καμιά δεν έμενε πίσω –είτε ήταν είτε δεν ήταν από τις προνομιούχες γειτονιές της Πάνω κι Έξω Μεράς.
Ωστόσο κάποια στιγμή έφευγαν από το Χωριό. Άμα γερνούσαν ή αρρώσταιναν πολύ. Συνήθως το φευγιό τους ήταν διακριτικό, ανεπαίσθητο σχεδόν, γλιστρούσαν απλώς προς τα ριζά και χάνονταν για πάντα. Κάποιες έλεγαν πως ήταν στο αίμα τους το φευγιό, και οι παλιότερες –σχετικό κι αυτό, δεν μπορούσαν να πουν πόσο παλιότερες– διηγούνταν πως κι αυτονών οι γειτόνισσες ήρθε μια στιγμή που αθόρυβα εξαφανίστηκαν, μα την επόμενη μέρα τα σπίτια ήταν πάλι γεμάτα. Κι έτσι δεν υπήρχε ο θρήνος της απώλειας, έμοιαζε με ταξίδι φιλοπερίεργων και ανήσυχων πνευμάτων, ήρεμο, δίχως σαματά, κι ένα παράπονο μονάχα είχαν, πως καμιά δεν είχε επιστρέψει για να τους πει τι είχε δει στον πέρα κόσμο. Πάντως, συχνά πυκνά κάποιες αληθινά αντάρτισσες μπλέκονταν πεισμωμένες στα πόδια άλλων που δεν είχαν κατά νου μια τέτοια περιπέτεια, και τότε πραγματικά σημειώνονταν κάποια περιστατικά βίαιου ξεριζωμού των απρόθυμων από τον τόπο τους, και μόνο εκείνες τις ώρες στη γειτονιά έπεφτε ένα πρόσκαιρος και βουβός πόνος. Αλλά ξεχνιόταν γρήγορα μιας και, το ’παμε, μνήμη δεν είχαν.
Το άλλο αξιοσημείωτο γεγονός στη ζωή τους ήταν που πότε πότε, σπρωγμένες από μια ξένη, ακατανίκητη δύναμη, έσμιγαν φευγαλέα, τρυφερά διάφορες γειτονιές, και για πρώτη φορά έβλεπαν κάποιες την όψη άλλων (κάτι που, όταν συνέβαινε στον καταρράκτη ή στη θάλασσα, τους άφηνε μιαν εντελώς διαφορετική αίσθηση). Σε τέτοιες περιστάσεις σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους λόγια χαδιάρικα, ίσα για να προλάβουν να αλληλοαναγνωριστούν, να αγαπηθούνε εφήμερα, να υπάρξουν η μια για την άλλη με αφορμή έναν αρχικό εξαναγκασμό που αστραπιαία γινόταν επιλογή και βίωμα υπέρτατης χαράς. Είχαν να λένε για τις ευκαιρίες αυτές, τις θεωρούσαν τύχη μεγάλη κι ευχαριστούσαν εκείνες τις άγνωστες φυσικές δυνάμεις που τις έριχναν τη μια στην αγκαλιά της άλλης. Τελικά δεν ήταν κι άδεια η ζωή που ζούσαν, μονάχα παράξενη και κάπως περιορισμένη σ’ αυτό το πυκνοκατοικημένο άγνωστο βουνό. Κάποιες από καιρό σε καιρό έλεγαν πως είχαν δει τα ριζά του, πως είχαν νιώσει να υπάρχουν κι άλλες από τη μεγάλη φυλή τους, αλλά δεν ήξεραν να πουν λεπτομέρειες ή να περιγράψουν με ακρίβεια τις μακρινές αδερφές τους. Κι έτσι τέτοιες διηγήσεις έμοιαζαν κάπως με παραμύθια, τροφοδοτούσαν ένα παρόν που δεν ακούμπαγε σε παρελθόν σιγουρεμένο και δεν άνοιγε ούτε καν σε ένα αβέβαιο μέλλον, ανέμιζαν απλά ανάμεσά τους σαν βόμβος απροσδιόριστος υπάρξεων ιδιαίτερων, μοναδικών, ξεχωριστών κι όμως πανομοιότυπων στα μάτια του αδαούς. Σαν αυτή…
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ικανοποιημένη.
«Τελικά δεν βγήκε κι άσχημο το χρώμα» μονολόγησε αυτάρεσκα και μάζεψε βιαστικά κι ενοχλημένη από τον νιπτήρα κάποιες υγρές κόκκινες τρίχες από τα μαλλιά της.