της Αρετής Μουσουλιώτη

Δύσκολο, πήρε καιρό να μιλήσω γι’ αυτό. Θα μπορούσε να είναι κιτρινισμένος σωρός σελίδων, καταχωνιασμένος στη γωνία του φθαρμένου μπαούλου, κάτω από τρυφερά μικροαντικείμενα ανθρώπων, που δεν γνώρισα ή γνώρισα λίγο και θέλησα αγγίζοντας και μυρίζοντας όσα άφησαν πίσω τους να ανασυνθέσω τις ζωές τους, το προσωπικό κόκκινο νήμα που με συνδέει με τους βιολογικούς προγόνους μου. Και ξαφνικά τη μυρωδιά που έχουν όλα αυτά τα πολυκαιρισμένα κομμάτια της ζωής τους, τη διαπερνά η οσμή του αίματος που αναδύεται από ένα πακετάκι: τυλιγμένο σε κάτι που μοιάζει με λαδόκολλα, συγκρατημένο από έναν σπάγγο στα όρια της εξαΰλωσης. Είναι εκεί, είναι μέσα στην οικογενειακή ιστορία κι ας μην το θέλουμε. Αλλά και ιστορίες άλλων να είναι, νιώθουμε ότι δεν είμαστε ασφαλείς από αυτές, δεν ξεμπερδεύουμε εύκολα λέγοντας ότι αφορούν κάποιους «ξένους».

Είναι οι ιστορίες του Γκιακ.

Εννιά σύντομα διηγήματα, απώλειες παράπλευρες ενός πολέμου σαν αυτούς που γίνανε, δεν ξέρω ή δεν τολμάω να βρω το μέτρο σύγκρισης με τους τωρινούς.

Μικρασιατική εκστρατεία, το έθνος που ονειρεύεται, οι φτωχοί πεινασμένοι που πίσω από λάβαρα θα αποφασίσουν να δώσουν σάρκα και οστά στη Μεγάλη Ελλάδα, να δώσουν τη δική τους σάρκα, τα δικά τους κόκκαλα, να πάρουν τη σάρκα άλλων, τα κόκκαλα άλλων. Ιστορίες που αφορούν θύτες στοιχειωμένους από όσα είδαν, έκαναν, άκουσαν, διηγούνται. Ιστορίες που δεν διεξάγονται – κατ’ ανάγκη– σε πεδία μαχών, ωστόσο αφήνουν τα ίχνη μιας αδυσώπητης βίας στις ζωές των ανθρώπων που μένουν πίσω να τις διηγούνται.

Αρβανίτικες κοινότητες οι τόποι που ανασταίνουν τους αφηγητές, σπαράγματα αρβανίτικων λέξεων στην άκρη της γλώσσας τους, κανόνες τιμής και ηθικές των τόπων αυτών. Ή μήπως όχι; Δεν είμαι από εκείνα τα μέρη, η ντόπια κουλτούρα μου δεν είχε συνάφειες με τη δική τους, δεν αφορούν τις δικές μου οικογενειακές μνήμες. Ουφ, ξεμπέρδεψα! Ή μήπως όχι;

Μεσούντος του θέρους έφτασε στα χέρια μου. Τώρα, μήνες μετά είναι ακόμα πάνω στο τραπέζι, διαβασμένο, και δεν ξέρω τι να κάνω, να μιλήσω γι’ αυτό θέλω. Τόσο όσο αντέχω.

Το συνοδεύουν στακάτοι χαρακτηρισμοί: αντιπολεμικό, αντιηρωικό, αντιεθνικιστικό. Συμπαθάτε με, είναι ανεπαρκείς ως τέτοιοι ή, για να μη γίνω αφοριστική, είναι πολύ πιο περίπλοκα τα πράγματα με το βιβλίο αυτό: είναι καταβύθιση στην άβυσσο των ανθρώπων, στα ρήγματα εκείνα που απελευθερώνουν τις πιο μαύρες στιγμές τους, στην αγριότητα της συμμόρφωσης και στις απέλπιδες απόπειρες έκφρασης τρυφερής αγάπης, έγνοιας, φυγής προς τα εμπρός – και πάλι επιστροφή στην αγριότητα, στο στοίχειωμα από αυτά που έπραξαν ή αμέλησαν ή περίμεναν χρόνια για να επιτελέσουν. Το περιβάλλον της βίας του πολέμου και οι επιλογές των ανθρώπων για να επιβιώσουν. Και το σημάδι του Ιώβ που αποτυπώνεται στην ύπαρξή τους, εφόσον τα καταφέρουν. Και το πιο άγριο απ’ όλα είναι αυτό που κάνουν από αγάπη ή από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μικρά και μεγάλα εγκλήματα που θα αντέξουν τα κουβαλήσουν, κάποτε να μιλήσουν υπαινικτικά γι’ αυτά ή να αφήσουν τις ιστορίες τους να ειπωθούν από το στόμα άλλων.

Η εξομολόγηση από τον Τάκη Κιένι του εγκλήματος που έκανε στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας εκδικούμενος μετά από χρόνια τη δολοφονία της πιο αγαπημένης αδερφής του. Το εμπιστεύεται στον πατέρα της γυναίκας που θέλει να παντρευτεί: ο Αντώνης πρέπει να ξέρει: «Τώρα, Αντώνη, ξέρεις και συλλογίσου καταπώς θες αν θα μου δώσεις την κόρη σου ή όχι. Αυτή είν’ η αλήθεια όμως. Ούτε περηφανεύομαι ούτε ντρέπομαι. Εγώ έκανα αυτό που έκρινα για τη δικιά μ’ οικογένεια. Εσύ κρίνεις για τη δικιά σ’». (Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε)

Τα περιστατικό με τα σύκα που κάποτε δοκίμασε ο αφηγητής ως φαντάρος, όταν με τον λοχαγό του επισκέφτηκαν στην περιοχή του Αϊδινίου έναν ρημαγμένο αρχαιολογικό χώρο της Ιωνίας – μια τρυφερή και θυμόσοφη ανάπαυλα από τον χορό του πολέμου. Με τον πιο υπαινικτικό αλλά και οξυδερκή τρόπο αποτυπώνεται η ταξικότητα στο σώμα των «συμπολεμιστών», η ανύπαρκτη κοινή κουλτούρα των «ελευθερωτών» του ελληνικού στρατού που επιστρέφουν σε «πατρώα, προγονικά εδάφη»· μια καυστική ματιά πάνω σε ό, τι θεωρείται κοινό πολιτισμικό παρελθόν: «Θέατρο, μας λέει. Εδώ παίζανε οι αρχαίοι έργα. Και αρχινάει και μας εξηγάει, να από δω μπαίνανε, εδώ καθόντουσαν οι προύχοντες, εδώ η ορχήστρα. Ποια ορχήστρα, του λέω, πού ’ν’ τα όργανα; Α ρε ζαγάρι μου λέει, ορχήστρα λένε εδώ το μέρος που παίζανε οι θεατρίνοι και χορεύανε».(Τα μπουκουμπάρδια)

Ακολουθεί μια τρομερή ιστορία ίντριγκας και μικρότητας που οδηγούν τον αδερφικό φίλο (βλάμη) του αφηγητή στη λιποταξία, στη λησταρχία , στην καταστροφή της προσωπικής του ζωής, στην προδοσία και στην «μπαμπέσικη» δολοφονία του. Η εκδίκηση έρχεται από τον αδερφοποιητό, όταν επιστρέφει από τον πόλεμο και βρίσκεται μπροστά στις οδυνηρές συνέπειες του ανελέητου κυνηγητού που επιφυλάχθηκε στον φίλο του, αλλά έπληξε και τη δική του οικογένεια. Έτσι, παγιδεύει και απομονώνει κοινωνικά τον δράστη με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αυτοκτονήσει. Η ενορχήστρωση της διαπόμπευσης του βλάμη και του αφανισμού δυο ανθρώπων έχει κίνητρα που ξεπερνούν ταξικές διαφορές, εδράζονται στη μοχθηρότητα, στο σπάσιμο κωδίκων τιμής, στον αμοραλισμό για τις «παράπλευρες» απώλειες, στην απόλυτη υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής. Η μεθοδευμένη διασπορά της καταστροφής επιτελείται στο κλειστό περιβάλλον μιας κοινότητας, έχει ωστόσο αναφορές και στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Η αποκατάσταση της ηθικής τάξης από τον πρωταγωνιστή γίνεται με τη δικαίωση εκείνων που ανεπανόρθωτα βλάφτηκαν είτε εν ζωή είτε νεκροί από καιρό: «Έτσ’ έγινε κι έτσι γδικιώθκα για το κακό που μου ’χε γίνει. Γι’ αυτό σου λέω, παπά.[… ]Κι άμα περιμένεις να σου ζητήσω χάρη να του κάνεις κηδεία, τζάμπα περιμένεις κι από μένα κι απ’ τη γυναίκα μ’. Στο λόγγο να τον αφήσεις να λιώσει, όπως το ‘παθε κι ο βλάμης μ’». (Ο αρραβώνας)

Η διάψευση μιας λαϊκής δοξασίας στα όρια της δεισιδαιμονίας θα μπορούσε από μόνη της να είναι ένα απολαυστικό επεισόδιο, δοσμένο με ένα υπέροχο διονυσιακό και γκροτέσκο θεατρικό ύφος. Επιφυλάσσει ωστόσο έναν τελικό σχολιασμό-γροθιά στο στομάχι, μιας και η –αναπόδραστη για τα πρόσωπα που μιλούν– εμπειρία του πολέμου ορθώνει βαριά τη σκιά της ακόμα και στις πιο ανώδυνες στιγμές της ανάγνωσης. (Ταραραρούρα)

Το κτέρισμα σε έναν νεκρό –ένα πακέτο τσιγάρα– γίνεται αφορμή να ξεδιπλωθεί μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα, αθέλητης αθέτησης δέσμευσης, στο φόντο αυτού που ξεκίνησε ως Μικρασιατική Εκστρατεία και τελείωσε ως Μικρασιατική Καταστροφή. Η ανεμελιά και η γλύκα της ζωής στραπατσαρίστηκε από ξεριζωμούς, από τη λήθη που ο χρόνος σκορπίζει πάνω στις πιο τρυφερές στιγμές μας, από υποδοχές που μοιάζουν στην αγριάδα με αυτές που επιφυλάσσουν σήμερα ντόπιοι, περήφανοι «γηγενείς» σε πρόσφυγες-«εισβολείς». Και πάνω από κάθε τέτοιου τύπου «αναγνώσεις» έρχεται μια εκ βαθέων και ανόθευτη πράξη συγχώρεσης ίσως να επουλώσει τις πληγές κάποιων, ίσως να βαθύνει σε κάποιους άλλους τα σημάδια από λάθος επιλογές σε στιγμές κρίσιμες· όμως σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι που αποκαλύπτει το μεγαλείο της ανθρωπινότητας στις πιο βουβές εκφάνσεις της: «Ποια; Αυτή που ‘βαλε τα τσιγάρα στην τσέπη του μακαρίτη; Αυτή είναι η θεια-Ανθή. Η χήρα που λέμε. Α, νόμιζα που την ήξερες. Όχι, όχι. Δεν τον είχε σόι». (Ήρθε ο καιρός να φύγουμε)

Οι ιστορίες-ανδραγαθήματα από το μικρασιατικό μέτωπο του χουβαρντά μπαρμπα-Κώτσου καλύπτουν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες του βιβλίου. Ο καλοστεκούμενος, αθυρόστομος, προστατευτικός και δοτικός στους πιτσιρικάδες βλάμης αφηγείται με τον πιο ανάλαφρο και ανεκδοτολογικό τρόπο φονικά που διέπραξε χωρίς το ελαφρυντικό της αυτοάμυνας ή έστω της συμμόρφωσης σε άνωθεν εντολές. Άφησε απλώς χωρίς αναστολές τον δολοφόνο να δράσει. Φρικωδέστερος των εγκλημάτων του είναι ίσως ο τρόπος που τα εξιστορεί, αποδεχόμενος την αφτιασίδωτη αλήθεια πίσω από τις πράξεις του: «Πολύ γούστο το ’κανα». Ούτε στα γεράματά του θα εγερθεί η παραμικρή ενοχή. Αφοπλιστικά παραδέχεται και την αποτρόπαιη, σχεδόν ερωτική ηδονή που ακόμη και στο τέλος της ζωής του αντλεί από τα εγκλήματα του παρελθόντος: «Τον ρώτησα τότες. Του λέω έτσι να τον πειράξω, ρε μπαρμπα-Κώτσο, όλο γι’ αυτά μιλάς. Τόσο πολύ σου λείπουνε; Τόσο τα λαχταράς; Έσκυψε και μου λέει: Πιο κι από γυναίκα». (Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί)

Στο εκτεταμένο αφήγημα-εξομολόγηση της προσωπικής ιστορίας του τακτικού πελάτη προς την πόρνη, αποκρυσταλλώνεται χωρίς ψιμύθια η τραγικότητα των «ανδρικών» αρετών. Καλλιεργούνται επίμονα στα αρσενικά παιδιά της πατριαρχίας που ενηλικιώνονται απότομα μέσα τη σαδιστική βία την οποία νομιμοποιημένα ασκούν ως –έστω και εφήμεροι– νικητές του πολέμου. Οι συμπολεμιστές κυκλοφορούν σε μέρη όπου η αρρενωπότητα επιδεικνύεται κραυγαλέα, διοχετεύεται στη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση του ηττημένου, σε ομόφυλους έρωτες εραστή και ερωμένου, στη γοητεία εξουσιαστικών σχέσεων μέντορα και ακόλουθου. Μετά την πρόσκαιρη μέθη της παντοδυναμίας σε έκρυθμες συγκυρίες έρχεται η συμμόρφωση και η κανονικότητα. Μέσα λοιπόν στη μετά τον πόλεμο συνθήκη καταλήγουν άνθρωποι κατεστραμμένοι. Επαιτεία για την ψευδαίσθηση του έρωτα, για λίγες βιαστικές συνευρέσεις εξαθλιωμένου πόθου στα όρια της πιο βαθιάς μοναξιάς. Απομένει η πικρή γεύση της επίγνωσης πως η μια και μοναδική ζωή που έμοιαζε ότι θα θριαμβεύσει έμεινε λειψή, πήγε στράφι έτσι κρυμμένη στο σκοτάδι, ακρωτηριασμένη από την ντροπή του ανελέητου στιγματισμού που τα θύματά του με συνέπεια τον υπηρετούν ως θύτες: «Γω όμως τι να πω; Που να φύγω δεν μπορώ, γιατί και στο καφενείο που τον βλέπω και τα λέμε είναι για μένα παρηγοριά μεγάλη για να συνεχίσω τη ζωή. Αλλά αναγκάζομαι να ξεφτιλίζομαι κάθε τρεις και λίγο και να ’ρχομαι εδώ σε σένα, για να μη μου βγάλουν τ’ όνομα ότι δε μ’ αρέσουν οι γυναίκες». (Γυάλινο μάτι)

Η ιστορία για έναν άνθρωπο που μέτρησε δέκα χρόνια από τη ζωή του σε πεδία μαχών, πεδία σφαγών. Γύρισε ήρωας, κουβαλώντας όμως τη βαριά μυρωδιά του αίματος που έχυσε πολεμώντας όπου η πατρίδα τον «καλούσε». Αλλά κανείς δεν θέλει να μάθει από τι είναι καμωμένος ο ήρωάς του· πολύ περισσότερο, όταν ακούσια μάθει, δεν θέλει καν να συνυπάρχει με το κατεστραμμένο ιδανικό του, υπόμνηση διαρκή της φρίκης που μπορεί άνθρωπος, ο άνθρωπός του, να προκαλέσει σε άνθρωπο. Η μετανάστευση ως αυτοεξορία, ως αποτέλεσμα ανελέητης καταδίωξης από τις Ερινύες είναι μια κάποια λύση. Έτσι, και οι συνειδήσεις των οικείων δεν αποκοιμιούνται με τις δια βίου μηνιαίες επιταγές, παραμένουν στην αδιάλειπτη βάσανο της ενοχής: οι αποδέκτες τους δεν μπορούν παρά να θυμούνται ότι τους ταΐζουν τα χέρια του φονιά, εκείνου που αποκόψανε από το σώμα της οικογένειας γιατί δεν τον άντεχαν, όσο κι αν καμάρωναν γι’ αυτόν. Κι αυτό είναι η εκδίκησή του. Και μένει να πλανιέται το εκτόπλασμα της ύπαρξής του μετέωρο, εκεί που γεννήθηκε κι εκεί που βρήκε καταφύγιο, σε μια κρυφή δουλειά πνιγμένη κι αυτή στο αίμα. Η ψυχή έχει χαθεί κάπου ανάμεσα στους δύο κόσμους κι ο συμπονετικός αφηγητής της ιστορίας φτάνει στη διαπίστωση: «Στην Αμερική είχε πάει να κρύψει τη μυρωδιά απ’ το αίμα, όχι για χαΐρι δικό του. Ποιος ήμανε γω να τον σκανταλάω και να του τα θυμίζω ολοένα;» (Νόκερ)

Άφησα για το τέλος ίσως το πιο σκοτεινό αφήγημα με τη μορφή παραλογής, είδος που μέχρι τώρα στην καλύτερη περίπτωση με άφηνε παντελώς διάφορη ή, για να είμαι ειλικρινής, συχνότερα μου προκαλούσε μια μορφή απέχθειας, κληρονομιά τόσο από τα μαθητικά θρανία όσο και από τα φοιτητικά έδρανα της Φιλοσοφικής Σχολής. Έμεινα αποσβολωμένη: σε έναν τόπο οι νεκροί δεν αναπαύονται ποτέ, τα σώματα ξεθάβονται από μόνα τους από καιρό σε καιρό, κι αυτό είναι το αποτέλεσμα της κατάρας που ξεστομίζει στον Χάρο μια νεαρή χήρα. Τον φιλοξένησε στο σπίτι της, έφαγε από το φαγητό της και κοιμήθηκε στο κρεβάτι της, όμως σε αντίδωρο της πήρε τον άντρα. Μήνες μετά τη γέλασε δεύτερη φορά όταν την εξαπάτησε στην υπόσχεση που της έδωσε, αντάλλαγμα για το νερό που του πρόσφερε. Η δύναμη της απόγνωσης για τη χαμένη αγάπη γεννά υπερφυσικό θάρρος στη νεαρή γυναίκα, ξεπερνά τον θρήνο της και τολμηρά αντικρίζει τον ίδιο τον Χάρο που στέρησε τη χαρά της. Επιχειρεί θαρραλέα να έρθει σε συμφωνία μαζί του μιας κι έχει την ανάγκη της. Η αθέτηση της υπόσχεσής του τη θυμώνει τόσο, που η δύναμή της υποτάσσει κι αυτό το αμετάκλητο που όλοι φοβούνται, τον θάνατο. Η αγάπη μπορεί να μην είναι ικανή για θαύματα, δεν είναι τόσο δυνατή που να νικήσει τον θάνατο, είναι ωστόσο ικανή για την πιο τρομερή και αβυσσαλέα κατάρα που ως πράξη εκδίκησης τον τρομοκρατεί:«– Γρίβα, ταχιά να φύγουμε, Γρίβα, ταχιά να πάμε./Τούτο το χώμα ’ναι ντροπή και τούτη η γης κατάρα/κι οι άνθρωποι που την πατούν και στ’ άγια αντάρτες». (Παραλογή)

Όλες οι ιστορίες υπακούουν μορφολογικά στο εξαιρετικό εύρημα ενός μονολόγου εντός του οποίου (πέρα από τους διαλόγους των προσώπων που συμμετέχουν ως δρώντα υποκείμενα στην πλοκή) είναι άρρητα ενσωματωμένα και με έναν δεξιοτεχνικό τρόπο οι ερωτήσεις, τα σχόλια ή οι αντιδράσεις του αόρατου προσώπου προς το οποίο απευθύνεται κάθε φορά ο αφηγητής. Οι φωνές που ακούγονται είναι πολλές, αντηχούν καθαρά στα διαφορετικά επίπεδα αφήγησης (πρωτογενής, δευτερογενής κλπ.) και η ανάγνωση μοιάζει με ραδιοφωνικά μονόπρακτα (σαν το Θέατρο της Κυριακής στο Γ΄ Πρόγραμμα) γεμάτα εικόνες, ήχους και κίνηση. Οι περιγραφές αποτυπώνουν τα εξιστορούμενα σε τόπους και χρόνους ταξίδια με λιτά εκφραστικά μέσα, χωρίς εκζήτηση, υπερβολές ή βερμπαλισμούς, με προσεκτική χρήση της αρβανίτικης διαλέκτου τέτοια, που ακόμα και η απουσία εξοικείωσης με τη γλώσσα να μη στερεί την απόλαυση από το ρέον προφορικό ύφος. Νοήματα πυκνά –συχνά φορείς ενός αφόρητου εννοιολογικού και συναισθηματικού φορτίου– δοσμένα με δύναμη και εκπληκτική οικονομία λόγου: στην υπηρεσία της καμιά λέξη δεν μοιάζει περιττή αλλά και καμιά αφαιρετικότητα δεν επιλέγεται στιλιστικά αν πρόκειται να υπονομεύσει το περιεχόμενο.

Η γράφουσα με τα χρόνια μετατρέπεται σε πολλές περιπτώσεις από επαρκής σε απαιτητική/δύστροπη αναγνώστρια και αποφεύγει τα μεγάλα λόγια εκτός αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσει για μεγάλα πράγματα. Στο Γκιακ λοιπόν σμίγουν μεγάλες λογοτεχνικές στιγμές: η αιρετική τόλμη και η βλάσφημη συμπόνια του Πέτρου Πικρού στα Χαμένα κορμιά ή στο Σα θα γίνουμε άνθρωποι, η γυμνή αντιηρωική απελπισία του Παναγιώτη Δημητρίου στον Μεγάλο Λιμό. Στο μαλακό υπογάστριο των ιστορικών χρόνων που διατρέχουν την αφήγηση – μολονότι από διαφορετικά χωρικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα– απηχείται η υπαρξιακή δυστοπία του Σελίν στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, οι τσακισμένοι άνθρωποι-σκιές στο Hotel Savoy του Γιόζεφ Ροτ ή ακόμα ακόμα οι πληγές που στοιχειώνουν τον Γιάκομπ Φάμπιαν Στο χείλος της αβύσσου του Έριχ Κέστνερ.

Το βιβλίο βρίσκεται ακόμα πάνω στο τραπέζι, μέρες που αγγίζουν τα απόνερα του εορτασμού της εθνικής επετείου, οπότε και λέμε «χρόνια πολλά!» ανήμερα που ξεκίνησε ο αιματηρός Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, θάβουμε το ποιος και τι ήταν ο μεγάλος ηγέτης που «είπε» το Όχι, εσχάτως βαφτίζουμε λαϊκισμό τον ναζισμό, εθελοντισμό την αντίσταση σ’ αυτόν. Αφήνοντας στο απυρόβλητο την ιδεολογική κληρονομιά και τους φυσικούς επιγόνους μαυραγοριτών και δοσίλογων, βγάζουμε από τη ναφθαλίνη το πλατύ χαμόγελο μιας αιώνια ευτυχούσας Σοφίας Βέμπο. Στον αντίποδα οι φιγούρες από Το χρονικό της πέτρινης πόλης του Ισμαήλ Κανταρέ …

Το βιβλίο που έφτασε στα χέρια μου προχωρημένο καλοκαίρι έχει τον τίτλο Γκιακ και (ξανα)εκδόθηκε στην Αθήνα τον Φλεβάρη του 2018 από τους Αντίποδες.

Το έγραψε ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, και τον ευχαριστώ γι’ αυτό…

Προηγούμενο ΆρθροΓκόραν Ραντοβάνοβιτς: «Ο Μακαβέγιεφ πάντα ήταν μια ειλικρινής φωνή από το περιθώριο»
Επόμενο Άρθρο«Η Ευρώπη καταρρέει»: Συζητώντας με τις δημιουργούς της ταινίας «Γάτα μέσα στον τοίχο»
Η πόλη Κ φιλοδοξεί να είναι ένα σάιτ ποικίλης ύλης για την πολιτική από τα κάτω και την τέχνη, στην εγχώρια και τη διεθνή τους διάσταση. Η συντακτική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τις τέχνες, την πολιτική και κοινωνική θεωρία, και συμμετέχουν σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα . Οι αναζητήσεις της ομάδας εκτείνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των φυλακών, και της αποδόμησης των συστημικών ΜΜΕ και της αστικής δικαιοσύνης Η πόλη Κ είναι ο προορισμός στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Για μας προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας και όλες τις χίμαιρες τις οποίες μπορεί αυτή να εμπεριέχει. Μερικά μονοπάτια προς μια ελευθεριακή ουτοπία θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ιχνηλατήσουμε μέσα από το εγχείρημά μας, με οδηγούς την κριτική πληροφόρηση, τη φαντασία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα ελεύθερο διαδίκτυο.