Αφηγούμενο την μοίρα μιας χούφτας Γάλλων εποίκων και στρατιωτών στην Αλγερία του 19ου αιώνα, το πυκνό σε νοήματα μυθιστόρημα του Ματιέ Μπελεζί, Δεν είμαστε αγγελούδια, ανατέμνει τις θηριωδίες της γαλλικής αποικιοκρατίας.
Λάτρης της Ελλάδας και ιδίως της Τήλου, ο πλάνητας συγγραφέας μάς μιλά με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του στα ελληνικά.
«Συνδέομαι με την Ελλάδα σαν παλιός φίλος», ήταν ένα από τα -ευγενικά- σχόλιά σου που συνόδευαν την αρχική σου απάντηση στο αίτημά μου για συνέντευξη.
Από πού πηγάζει η έντονη αγάπη σου για την Ελλάδα και γιατί περιλαμβάνεις το νησί της Τήλου στα μέρη όπου θα μπορούσες να συνεχίσεις την ζωή σου;
Η αγάπη μου για τα ελληνικά νησιά και τον ελληνικό λαό πηγάζει ίσως από την ανάγνωση σε ηλικία είκοσι ετών του Κολοσσού του Αμαρουσίου, αυτού του φωτεινού κειμένου που έγραψε ο Χένρι Μίλερ κατά την παραμονή του στην Ελλάδα.
Ήταν ο Μίλερ που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της Ελλάδας προς εμένα, αυτής της αξέχαστης Ελλάδας την οποία η διαφθορά και η χυδαιότητα αυτού του κόσμου είναι αδύνατο να καταστρέψουν.
Και είπα, αν από έκτακτη κλιματική ανάγκη αναγκαζόμουν να βρω καταφύγιο, θα επέλεγα την Τήλο, γιατί υπάρχουν λόφοι και κοιλάδες εκεί που κρατούν μέσα τους αυτό το πολύ αρχαίο φως άλλων καιρών, όταν ο άνθρωπος είχε σεβασμό για τη γη.
Η Ελλάδα -ή τα ελληνικά νησιά, συγκεκριμένα- δεν είναι η μόνη χώρα στην οποία έχεις ζήσει.
Σε ποιο βαθμό η ζωή σε τόσο διαφορετικές χώρες όπως το Μεξικό, το Νεπάλ και η Ινδία έχει διαμορφώσει την οπτική σου τόσο για την ζωή όσο και για την συγγραφική τέχνη;
Έχω ζήσει μια περιπλανώμενη ζωή για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, γιατί δεν αντέχω να ζω για πολύ μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού.
Είναι περίεργη αυτή η συνεχής ανάγκη για το αλλού, όταν ένας συγγραφέας μάλλον αποζητά την μοναξιά των τεσσάρων τοίχων που προστατεύουν το έργο του.
Αλλά αυτή η διαρκής επιθυμία να παίρνω τους δρόμους, να συναναστρέφομαι με ξένους σε μένα πληθυσμούς, συνέβαλε αναμφίβολα στην ανάπτυξη και ενίσχυση της απόλυτης ανάγκης μου για ελευθερία.
Γιατί μέσα σ’ αυτή την απόλυτη ελευθερία γράφω τα κείμενά μου.
Όσο περισσότερο βγαίνω στους δρόμους, τόσο περισσότερο γράφω, τόσο περισσότερο η φαντασία μου γίνεται πλουσιότερη, γεμάτη με χαρακτήρες οι οποίοι στην συνέχεια παίρνουν σάρκα και οστά στα μυθιστορήματά μου.
Την ελευθερία της γραφής την έμαθα στον δρόμο, όχι στα παγκάκια κάποιου ιδρύματος.
Μιλώντας για την τέχνη της γραφής, πριν από είκοσι πέντε χρόνια αποφάσισες να της αφιερώσεις τη ζωή σου. Γιατί έκανες αυτή την επιλογή; Έχει αποδώσει δημιουργικά και υπαρξιακά;
Μεγάλωσα σε μια ταπεινή οικογένεια, όπου δεν υπήρχαν δέκα βιβλία στο ράφι. «Έπρεπε να έχεις γεννηθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον για να έχεις την επιτήδευση της συγγραφής», έλεγα στον εαυτό μου.
Το να γράφω με εντυπωσίαζε, να γράφω σελίδες επί σελίδων, και μετά να τις συνδυάζω για να φτιάξω ένα βιβλίο. Ήταν μια φιλοδοξία προορισμένη για μια προνομιούχα ελίτ.
Σκέφτηκα πως, λόγω της κοινωνικής μου κατάστασης, δεν μπορούσα να έχω αυτήν την φιλοδοξία. Χρειάστηκα, λοιπόν, χρόνο για να τολμήσω να αναπτύξω ένα συγγραφικό έργο.
Όταν, όμως, πήρα την απόφασή μου, δεν ετίθετο ζήτημα να το μετατρέψω σε ψυχαγωγική δραστηριότητα. Παράτησα όσα έκανα στην προηγούμενη ζωή μου για να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στην δουλειά μου ως συγγραφέας.
Ξεκίνησα την πορεία μου, με τα μέτρια μέσα μου, αλλά τουλάχιστον είχα αυτή την απόλυτη ελευθερία που φαινόταν απαραίτητη για κάθε δημιουργική φιλοδοξία.
Πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά, το μυθιστόρημά σου Δεν είμαστε αγγελούδια ξετυλίγεται για άλλη μια φορά στην Αλγερία.
Τι σηματοδοτεί για εσένα η Αλγερία τόσο ως συμβολική συμπύκνωση των δεινών της γαλλικής αποικιοκρατίας όσο και ως βιωμένη πραγματικότητα;
Δεν έχω πάει ποτέ στην Αλγερία. Ξέρω μόνο το Μαρόκο και την Τυνησία. Και δεν νιώθω την ανάγκη, γιατί για μένα η Αλγερία είναι πρώτα και κύρια μια λογοτεχνική περιοχή.
Ο Φόκνερ διάλεξε τον αμερικανικό Νότο, εγώ την Αλγερία για να γράψω τέσσερα μυθιστορήματα.
Μπορώ όμως να πω ότι έθεσα και στον εαυτό μου αυτό το ερώτημα: Γιατί η γαλλική λογοτεχνία, όπως και ο κινηματογράφος, δεν αποτύπωσε ποτέ αυτήν την δραματική περίοδο της κατάκτησης της Αλγερίας;
Και αυτό το ερώτημα, το οποίο έμενε αναπάντητο, με ώθησε να ασχοληθώ με τον προβληματισμό σχετικά με την γαλλική αποικιοκρατία, ένα θέμα που μου φαινόταν ότι προσεγγίζεται με ύποπτη απροθυμία από την Γαλλία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αποίκιση της Αλγερίας υλοποιήθηκε μέσω της δημιουργίας οικισμών εποίκων.
Αυτό σημαίνει ότι η Γαλλία προσπάθησε να επιβάλει τους νόμους της Γαλλικής Δημοκρατίας σε αυτήν την αφρικανική γη, αγνοώντας, ακόμη και προσπαθώντας να εξαφανίσει τον αυτόχθονα πολιτισμό.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, η βάναυση βιωμένη πραγματικότητα του αποικισμού φιλτράρεται μέσα από το πρίσμα των Γάλλων εποίκων. Γιατί οι αφηγητές σας είναι μια γυναίκα και ένας λοχαγός;
Αυτή είναι ένα ερώτημα που δε θέτω ποτέ στον εαυτό μου. Αυτό που αναζητώ είναι φωνές: δυνατές, αξιόπιστες, ανθρώπινες φωνές.
Πραγματικές φωνές, ικανές να αφηγηθούν οικείες στιγμές της ζωής τους. Το αν αυτές οι φωνές ανήκουν σε γυναίκες ή σε άντρες δεν έχει σημασία για μένα.
Καθώς οι θηριωδίες του γαλλικού στρατού συσσωρεύονται και ο ριζωμένος αντιαραβικός/αντι-μουσουλμανικός ρατσισμός της γυναίκας αφηγήτριας εντείνεται, το βιβλίο σου γίνεται όλο και πιο αφόρητο.
Γιατί είναι σημαντικό για εσένα να δημιουργήσεις μια ανησυχαστική εμπειρία ανάγνωσης;
Και εδώ δεν προσπαθώ εσκεμμένα να αποσταθεροποιήσω τον αναγνώστη.
Με τον συνδυασμό των λέξεων θέλω απλώς να τον κάνω να ταξιδέψει στο χρόνο, να τον εγκαταστήσω στην δεκαετία του 1840 στην καρδιά αυτής της αλγερινής γης, στο κεφάλι, το σώμα και την σάρκα μιας γυναίκας και εξίσου στο κεφάλι, το σώμα και την σάρκα ενός στρατιώτη.
Αποδεικνύεται πως αυτή η εποχή του αποικισμού ήταν μια εξαιρετικά βίαιη εποχή. Επομένως, δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η δουλειά μου ως συγγραφέας αντικατοπτρίζει αυτήν την βία.
Και αν μερικές φορές ο αναγνώστης μπορεί να αισθάνεται άβολα, είναι επειδή έχει πολύ επιφανειακή γνώση των συνεπειών κάθε αποικισμού.
Οι Γάλλοι, όπως και οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Βέλγοι, οι Ολλανδοί, οι Άγγλοι και οι Γερμανοί, κατέφυγαν σε βία την οποία ίσα που μπορεί να φανταστεί κάποιος όταν οι στρατοί των εν λόγω χωρών αποβιβάστηκαν σε εδάφη πολύ βολικά χαρακτηριζόμενα ως «βαρβαρικά».
Είναι καιρός η Ευρώπη ν’ αναθεωρήσει την κρίση της σχετικά με τα λεγόμενα οφέλη του αποικισμού.
Δεδομένης της συχνής έλλειψης σημείων στίξης, το κείμενο δίνει την εντύπωση ενός μακρού, αγωνιώδους ουρλιαχτού. Παρομοιάζεις, γενικά, την λογοτεχνία μ’ ένα ουρλιαχτό, μια εμπειρία που έχει και σωματική εκδήλωση;
Όχι μ’ ένα ουρλιαχτό. Αλλά μ’ ένα τραγούδι, ναι. Για μένα, κάθε σπουδαίο βιβλίο, κάθε σπουδαίο έργο κάνει να ακούγεται μια συγκεκριμένη μουσική. Ένας δικός του ρυθμός.
Υπάρχει, για παράδειγμα, η μουσική του Σελίν, αλλά και αυτή του Φόκνερ, του Προυστ, του Μέλβιλ, της Ντυράς ή της Γουλφ.
Ανοίξτε τα βιβλία τους, θα εντυπωσιαστείτε αμέσως από τη μοναδική δύναμη του στυλ τους, τον μουσικό τρόπο που διαθέτουν να σας μεταφέρουν στον κόσμο τους.
Το Δεν είμαστε αγγελούδια έχει συζητηθεί και βραβευτεί ευρέως στην Γαλλία.
Πιστεύεις ότι η γαλλική κοινωνία είναι τελικά έτοιμη να αναγνωρίσει και να επεξεργαστεί την ενοχή της για την περίοδο του αποικισμού ή υπαναχωρεί όλο και περισσότερο σε μια ρατσιστική νοοτροπία;
Η Γαλλία δυσκολεύεται πραγματικά να αναγνωρίσει την πολύ κακή συμπεριφορά του γαλλικού στρατού στην Αλγερία. Αλλά το ίδιο ισχύει για όλες τις χώρες που ανέφερα προηγουμένως.
Ο αποικισμός επέτρεψε σε όλες αυτές τις χώρες να εκφράσουν τον ευρωπαϊκό ρατσισμό που διαιρούσε τον κόσμο σε ανώτερες και κατώτερες φυλές.
Η Γαλλία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο εισέβαλαν στην Αφρική για να φέρουν τα λεγόμενα «φώτα» τους στους χαμένους λαούς. Αλλά στο όνομα αυτών των φώτων, άνθρωποι σκότωσαν, λεηλάτησαν και επέβαλαν με το ζόρι έναν πολιτισμό.
Σύμφωνα με το βιογραφικό σου, δεν ταυτίζεσαι με κανέναν πολιτικό και αποζητάς την μοναξιά.
Πώς αντιλαμβάνεσαι, ωστόσο, τον εαυτό σου με πολιτικούς/φιλοσοφικούς όρους; Είναι η μοναξιά προϋπόθεση για την βαθιά λογοτεχνία;
Πάντα ήμουν πολύ αριστερός πολιτικά. Σήμερα, όμως, πιστεύω ότι δεν μπορούμε να συλλογιζόμαστε με αυτόν τον τρόπο.
Αριστερά-δεξιά-κέντρο δεν έχουν πλέον νόημα μπροστά στην κλιματική αλλαγή που διαταράσσει βάναυσα το περιβάλλον μας. Η Ισπανία είναι ένα τρομακτικό παράδειγμα.
Μακροπρόθεσμα, η επιβίωση της ανθρωπότητας διακυβεύεται και τι κάνουν οι γυναίκες και οι άντρες αυτού του πλανήτη; Τίποτα. Απολύτως τίποτα.
Ποτέ δεν έχουν πουληθεί τόσα αυτοκίνητα, τόσα κλιματιστικά, δεν έχουν υπάρξει ποτέ τόσοι πολλοί ταξιδιώτες σε τρένα και αεροπλάνα.
Κάθε μέρα που περνά είναι μια μέρα μαζικής καταστροφής όσων είναι ακόμα ζωντανά. Οπότε ναι, υπάρχει πάντα η λύση της μοναξιάς για όσους χρειάζονται περιχαράκωση, αυτήν την ουσιαστική περιχαράκωση για να χτίσουν ένα έργο.
Αλλά ένας συγγραφέας δεν έχει καθήκον να δεσμευτεί;
Το επόμενο μυθιστόρημά μου, που θα έπρεπε να ονομάζεται Cantique du Chaos (Ύμνος του Χάους), είναι ένα είδος δυστοπίας που μέσω του Tεό, του κεντρικού ήρωά του, θέτει αυτά τα ερωτήματα της δέσμευσης και της επιβίωσης.
Ευχαριστώ θερμά την Charlotte Bréhat (Éditions Le Tripode) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και τον συγγραφέα για τον χρόνο που μου διέθεσε και την παραχώρηση της φωτογραφίας του.
Το μυθιστόρημα του Ματιέ Μπελεζί Δεν είμαστε αγγελούδια κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις opera σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.