Μια συνομιλία με τον γνωστό για την κριτική -πλην όμως αμφιθυμική– στάση του απέναντι στο κυρίαρχο ισραηλινό αφήγημα Ισραηλινό σκηνοθέτη Ναντάβ Λαπίντ, με αφορμή την κυκλοφορία στις αίθουσες της ταινίας του Το γόνατο της Άχεντ.
Γυρίζεις καινούρια ταινία, οπότε δε θα σε απασχολήσω πολύ. Τι είδους ταινία θα μπορούσε, ωστόσο, κάποιος -εν προκειμένω εσύ- να σκηνοθετήσει εν μέσω συνθηκών πολέμου και γενοκτονίας σε Ισραήλ και Παλαιστίνη;
Γυρίζω ένα φιλμ που αποπειράται να αποτυπώσει την αλήθεια και την πραγματικότητα αυτής της καταστροφής με τον πιο άμεσο, ωμό και συνάμα τον πιο κινηματογραφικό δυνατό τρόπο.
Νιώθω ότι η επιδίωξη της ανάδειξης της αλήθειας με τον πλέον φιλμικό τρόπο υπήρξε ανέκαθεν μια από τις επιδιώξεις σου.
Κατά κάποιον τρόπο, το αισθάνομαι όταν μια ταινία ξεχνάει πως είναι ταινία. Δε γίνεται πιο αληθοφανής και ειλικρινής έτσι.
Έχεις αναφέρει ότι το Γόνατο της Άχεντ, που προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους τρία χρόνια μετά την πρεμιέρα του στις Κάννες, είναι προϊόν οργής. Είναι η οργή -γενικά και ειδικά- κινητήρια δύναμη της δημιουργίας σου;
Η κινητήρια δύναμη των φιλμ μου είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες τους. Αυτό που τους ενώνει -κι είναι τραγικό- είναι πως πέφτουν πάνω σε τοίχο τον οποίο οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ως τέτοιον, αλλά ως μια μεγάλη και άνετη σκηνή.
Αυτό συμβαίνει στην πρωταγωνίστρια του μεγάλου μήκους ντεμπούτου μου, Δασκάλα νηπιαγωγείου.
Στα Συνώνυμα, ο πρωταγωνιστής αποδρά από μια άρρωστη χώρα, το Ισραήλ, που όμως είναι μέσα του και την οποία οι υπόλοιποι αντιλαμβάνονται ως κάτι φυσιολογικό.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του Γόνατου της Άχεντ, πάλι, αντιτιθέμενος σε αυτό και αυτούς που αντιμετωπίζει και θεωρώντας πως έχει δίκιο χάνει την ενσυναίσθησή του απέναντι στους ανθρώπους.
Καταλήγει, επομένως, ν’ αποτελέσει μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης.
Όλα αυτά καθιστούν την κατάσταση ακόμα πιο σύνθετη, με την έννοια ότι οι χαρακτήρες των ταινιών μου «μολύνονται» από την ασθένεια που προσπαθούν να θεραπεύσουν ή από αυτό το οποίο μάχονται.
Οπότε ναι, το Γόνατο της Άχεντ είναι προϊόν οργής, ανάμικτης όμως με απελπισία, καθώς δεν μπορείς να βγεις νικητής από την μάχη εναντίον του εαυτού σου. Στο τέλος, όμως, υπάρχει και μια διάσταση ομορφιάς.
«Η γεωγραφία πάντα κερδίζει», σχολιάζει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής της ταινίας σου. Με ποια έννοια συμβαίνει αυτό;
Ήταν μια φράση που αγαπούσε η μητέρα μου και την χρησιμοποιούσε προσπαθώντας να πείσει εμένα και τον νεότερο αδερφό να μη μείνουμε στο Ισραήλ. Ποτέ δεν την ρώτησα, ωστόσο, τι ακριβώς εννοούσε. Κατόπιν πέθανε, οπότε δε θα το μάθουμε ποτέ.
Πώς την αντιλαμβάνεσαι εσύ, λοιπόν;
Αντιλαμβάνομαι την γεωγραφία ως κάτι που υπαγορεύει το ποιος είσαι, πού βρίσκεσαι, πού υπάρχεις.
Στις ταινίες σου που έχω υπόψη μου οι Παλαιστίνιοι/Παλαιστίνιες κι οι Άραβες/Αράβισσες, γενικότερα, υπονοούνται μεν, απουσιάζουν ως αναπαράσταση δε.
Αυτό συμβαίνει επειδή κυρίως σ’ ενδιαφέρει η εξερεύνηση της προσωπικής αίσθησης του εαυτού σου, ενδεχομένως σε σχέση με -ή σε αντίθεση προς- το κυρίαρχο ισραηλινό αφήγημα;
Μισώ το σινεμά της αναπαράστασης, στο πλαίσιο του οποίου ως Ισραηλινός, Αφροαμερικανός ή οτιδήποτε άλλο πρέπει να δηλώσω κάτι.
Οι Παλαιστίνιοι είναι παρόντες στις ταινίες μου ακόμα και μέσα απ’ την απουσία τους. Ίσως έτσι είναι ακόμα πιο παρόντες. Όταν ο Ισραηλινός ξυπνάει το πρωί και κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, βλέπει τον Παλαιστίνιο.
Στις μέρες μας, όταν μιλάς για το Ισραήλ, μιλάς για τους Παλαιστίνιους. Ακόμα κι όταν δε μιλάς γι’ αυτούς. Είναι οι φιγούρες στην σκιά. Δεν ξέρω πια ποιες είναι οι φιγούρες και ποια η σκιά.
Ας έρθουμε στο ζήτημα των ορίων και των περιορισμών στην έκφραση, στην (αυτό)λογοκρισία με λίγα λόγια, είτε επιβάλλεται θεσμικά είτε εφαρμόζεται με έμμεσους τρόπους.
Αν και η ταινία σου ασκεί, λοιπόν, δριμεία κριτική σε συγκεκριμένους θεσμικούς φορείς του ισραηλινού κράτους, όπως το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, υποστηρίζεται από αυτούς. Πώς ερμηνεύεις αυτήν την αντίφαση;
Από την μία. δε νομίζω ότι χρειάζεται να αποδείξω στον οποιονδήποτε κάτι. Από την άλλη, δεν είμαι διαφορετικός ή καλύτερος από αυτούς στους οποίους ασκώ κριτική. Κι εγώ έχω εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία μου.
Έχω, ωστόσο, μια εντελώς διαφορετική οπτική η οποία είναι βασισμένη στην αντίφαση, συγκεράζοντας κριτική και μετουσίωση. Μπορεί να αγαπάμε τους χειρότερους ανθρώπους και να είμαστε αδιάφοροι απέναντι στους καλύτερους.
Σε ό,τι αφορά την ίδια την χρηματοδότηση από θεσμικούς φορείς, ήταν πολύ περιορισμένη και αφορούσε στην διαδικασία του post-production.
Aν κάποιος φορέας δε μου λέει τι να κάνω ή δεν προσπαθεί να με περιορίσει με οποιονδήποτε τρόπο -παρεμβαίνοντας, ας πούμε, στην συγγραφή του σεναρίου-, τότε δεν αντιτίθεμαι στην πιθανότητα χρηματοδότησης από αυτόν.
Αντίστοιχα, δε θα ασκούσα κριτική σε κάποιον Ιρανό σκηνοθέτη αν λάμβανε κρατική χρηματοδότηση θεωρώντας ότι υποστηρίζει το καθεστώς των Αγιατολάχ ή σε κάποιον Κινέζο.
Είναι εύκολο να διατυπώνεις τέτοια κριτική αν προέρχεσαι από «φυσιολογικές» χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Η ταινία του Ναντάβ Λαπίντ Το γόνατο της Άχεντ προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 14 Νοεμβρίου σε διανομή της Weird Wave.