Εγώ ο «λαθρομετανάστης», η ιστορία σε πρώτο πρόσωπο.
Η δεκαετία του ’90 ίσως να είναι για πολλούς ένα μακρινό παρελθόν· αν όμως σταθούμε και την εξετάσουμε με μεγαλύτερη προσοχή, θα διαπιστώσουμε ότι στη διάρκειά της σημειώθηκε μια βαθιά τομή η οποία διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή πραγματικότητα στον ελλαδικό χώρο.
Το πρώτο κύμα μαζικής μετανάστευσης από τα Βαλκάνια στις αρχές αυτής της δεκαετίας είναι σίγουρα μια από τις βασικές παραμέτρους που την διαφοροποιούν από τις προηγούμενες δεκαετίες. Η Ελλάδα, που τροφοδοτούσε με μετανάστες τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, μετατρέπεται σε χώρα υποδοχής μεταναστών, σηματοδοτώντας τη «νέα μεγάλη ιδέα μιας ισχυρής και σύγχρονής Ελλάδας» .
Ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών προέρχεται από τη γειτονική Αλβανία, όπου η κατάρρευση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και του απομονωτισμού που αυτό είχε επιβάλει οδηγεί σε φυγή εκατοντάδες χιλιάδες –νέους κυρίως– ανθρώπους με την επιδίωξη να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη εκεί που υπάρχουν δουλειές…
Σ’ αυτήν την ιστορία, όπως σχεδόν και σε κάθε ιστορία, οι βασικές αφηγήσεις έρχονται από την μεριά των κυρίαρχων και σπάνια τα κυριαρχούμενα υποκείμενα, οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι, έχουν την ευκαιρία να αποτυπώσουν τις δικές αφηγήσεις και να καταγράψουν τη δικιά τους μαρτυρία. Αν εξαιρέσουμε το βιβλίο του καθηγητή Κοινωνικής Λαογραφίας Βασίλη Νιτσιάκου Μαρτυρίες Αλβανών μεταναστών (που εκδόθηκε το 2003 από τις εκδόσεις Οδυσσέας), δεν έχω υπόψη μου βιβλιογραφία που να εξετάζει την συγκεκριμένη περίοδο από τη σκοπιά των ίδιων των Αλβανών μεταναστών.
Το βιβλίο του Φάτος Ρόσα Εγώ ο «λαθρομετανάστης», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος το 2017, αποτελεί συμβολή ενάντια στη λήθη και προσπάθεια αναστοχασμού μιας ολόκληρης ζωής από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που βρέθηκε στην Ελλάδα ως μετανάστης από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ζει αυτήν την χώρα πάνω από εικοσιπέντε χρόνια.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες: προεόρτια, μετανάστης, σκέψεις. Δεν πρόκειται για απλές αφηγήσεις: μέσα από την καταγραφή προσωπικών ιστοριών και εμπειριών επιχειρείται μια συνολικότερη θέαση τόσο του συγκεκριμένου κύματος μετανάστευσης όσο και των κοινωνικών συνθηκών της χώρας προέλευσης και της χώρας υποδοχής. Η γλώσσα του Φάτος Ρόσα απλή, κοφτή, τραχιά, χωρίς μελοδραματισμούς, συναισθηματικές εξάρσεις και ιδεολογικούς βερμπαλισμούς εξυπηρετεί το πέρασμα από την προσωπική μαρτυρία στην κοινωνική ιστορία.
Το πρώτο μέρος αφορά την πραγματικότητα της αλβανικής κοινωνίας από το 1985 και τον θάνατο του Ενβέρ Χότζα μέχρι το ξεκίνημα της μεγάλης φυγής εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τη χώρα. Το καθεστώς ανελευθερίας, ρουφιανιάς και καταπίεσης, η φτώχεια, η διαφθορά και η απουσία προοπτικών δημιουργούν ένα καζάνι που βράζει. Το 1991 η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου: το αποσαθρωμένο καθεστώς αδυνατεί να παίξει οποιονδήποτε ρόλο στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και διαπλέκεται όλο και πιο έντονα με τις αναδυόμενες μαφίες, η πείνα και ο φόβος έρχονται να προστεθούν σε ένα ήδη ασφυκτικό περιβάλλον. Σαν τα ρυάκια της λάβας ενός ηφαίστειου που έχει ενεργοποιηθεί, χιλιάδες Αλβανοί χαράζουν τις διαδρομές τους στα ορεινά σύνορα με την Ελλάδα ή συναντούν την θάλασσα για να αρπαχτούν από ένα πλεούμενο με προορισμό την Ιταλία.
Στο δεύτερο μέρος ο Φάτος Ρόσα, καταγράφει την είσοδο στην Ελλάδα από τα επικίνδυνα περάσματα της Πίνδου, τη ζωή του περιπλανώμενου εργάτη της υπαίθρου στο δρόμο για την Αθήνα και την «κανονικοποίηση» της ζωής του ως μετανάστη. Η προσωπική διαδρομή του συγγραφέα είναι συνυφασμένη με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και τη συνθήκη της μετανάστευσης. Από την άγρια και χωρίς όριο εκμετάλλευση και γκετοποίηση των πρώτων χρόνων στις διαδικασίες της «νομιμοποίησης» και «ένταξης», από τον αγώνα για την καθημερινή επιβίωση μέχρι τη συνάντηση με το αντιρατσιστικό κίνημα, οι αφηγήσεις του Φάτος Ρόσα, διατρέχουν εικοσιπέντε χρόνια ζωής στην Ελλάδα με την ταυτότητα του μετανάστη.
Στο τελευταίο μέρος ο συγγραφέας εκθέτει τις σκέψεις του προσθέτοντας στην καταγραφή της μαρτυρίας και τον αναστοχασμό, εκθέτοντας την προσωπική του στάση και θέση. Με δεδομένο ότι ακόμα και τα ριζοσπαστικά πολιτικά υποκείμενα και συλλογικότητες έχουν μάθει να μιλάνε για τους μετανάστες κάνοντας τις πιο πολλές φορές προβολές των δικών τους απόψεων και προθέσεων, ο λόγος ενός πολιτικοποιημένου μετανάστη έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Μας βοηθάει να δούμε και να κατανοήσουμε –πέρα από εξιδανικεύσεις και κατασκευές– το πώς σκέφτεται ένας πραγματικός μετανάστης που έχει πολιτικοποιηθεί και ριζοσπαστικοποιηθεί μέσα από τις ίδιες του τις εμπειρίες.
Οι σκέψεις και οι απόψεις του Φάτο Ρόσα είναι προσωπικές και δεν αξιώνουν κάποια καθολικότητα ή γενίκευση για το πώς σκέφτονται ή για τις απόψεις που έχουν συνολικά οι μετανάστες από την Αλβανία. Όμως, σίγουρα, είναι πολύ αποκαλυπτικές όχι μόνο επειδή διαρρηγνύουν την κοινότοπη κατασκευασμένη εικόνα των ΜΜΕ αλλά και επειδή συγκρούονται με την εικόνα ενός αφηρημένου και ιδεοληπτικού «υποκειμένου» προλετάριου-μετανάστη, όπως το φαντασιώνεται μερίδα του εγχώριου αντικαπιταλιστικού χώρου. Δεν προέρχονται από αφηρημένα θεωρητικά σχήματα και πολιτικές αναφορές αλλά από νοητική και συναισθηματική επεξεργασία εμπειριών, είναι γειωμένες στον πραγματικό κόσμο και στις αντιφάσεις του αγγίζοντας όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι τους αφορά δυο θέματα που σπάνια γίνονται αντικείμενο συλλογισμού και προβληματισμού: τον υπόγειο και άρρητο ρατσισμό ανθρώπων που δηλώνουν αντιρατσιστές αλλά και τον ρατσισμό που υπάρχει ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες των μεταναστών.