των Αρετή Μουσουλιώτη & Κώστα Σβόλη
Αποφασίσαμε να γράψουμε αυτό το σχόλιο με αφορμή μια αφίσα που είδαμε να κυκλοφορεί («Οι νεκροί άντρες δεν κάνουν καμάκι»), και στην οποία θα αναφερθούμε χωρίς να την αναπαραγάγουμε καθώς δεν θέλουμε να παίξουμε ούτε καν το παιχνίδι της «αρνητικής διαφήμισης». Προβληματιζόμαστε πολύ τόσο από την ίδια την αφίσα όσο και από τον διάλογο που έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτήν στα social media.
Καταρχάς, δεν τίθεται, φυσικά, από μέρους μας διαφωνία σχετικά με το γεγονός ότι στην κοινωνία που ζούμε το «καμάκι» είναι, πέρα από μια αβέλτηρη/ γελοία εκδήλωση «ερωτικού ενδιαφέροντος», κατά βάση μια πράξη προσβλητική που παραβιάζει τα όρια και τις επιθυμίες ανθρώπων, και, προφανώς, σε μια πατριαρχική κοινωνία η πλειοψηφία των ανθρώπων που αποτελούν στόχο τέτοιων συμπεριφορών δεν είναι στρέιτ άνδρες αλλά γυναίκες και όλος αυτός ο γαλαξίας έμφυλων και σεξουαλικών αυτοκαθορισμών/ αυτοπροσδιορισμών, που έρχονται σε ρήξη με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Η αντίσταση απέναντι σε τέτοιες πρακτικές και η καταγγελία των φορέων τους είναι αναφαίρετο δικαίωμα εκείνων που υφίστανται τέτοιες πρακτικές, των κινημάτων που συγκροτούν τις φεμινιστικές και LGBDQI κοινότητες αλλά και γενικότερα όσων –ανθρώπων, κινημάτων και πολιτικών χώρων– αγωνίζονται για την κοινωνική και προσωπική χειραφέτηση και ελευθερία.
Ωστόσο…
«Οι νεκροί (άντρες)»: το να θέτεις –προβοκατόρικα (προτροπή για αυτοάμυνα/προειδοποίηση) ή από πεποίθηση;– ως επίδικο την ποινή του θανάτου μας οδηγεί αναπόφευκτα στο συνειρμό ότι το «καμάκι» είναι ένα και το αυτό με τον βιασμό, τον ξυλοδαρμό, την κακοποίηση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κουλτούρα του βιασμού ως εννοιολογικό πλαίσιο έρχεται, μάλλον, να συσκοτίσει παρά να αποσαφηνίσει το βάρος των επιλογών μας.
Το να χάνουμε το μέτρο της διαβάθμισης και της βαρύτητας της κάθε πράξης (δικής μας ή του άλλου) είναι μια τεράστια οπισθοχώρηση σε σχέση με το χειραφετητικό πρόταγμα. Μας οδηγεί σε λογικές και αντιλήψεις οι οποίες είναι βαθιά συνδεδεμένες με έναν ακραίο συντηρητισμό. Αν κάποτε μας σηκωνόταν η τρίχα ακούγοντας ότι όποιος κάνει ένα τσιγαριλίκι θα καταλήξει στην ηρωίνη, ή ότι κάποιος που έκανε μια μικροκλοπή θα επαναλάβει σε μεγαλύτερη ένταση το έγκλημά του, ή ότι ένα παιδί με ατίθαση συμπεριφορά θα καταλήξει δολοφόνος, άλλο τόσο σοκαριστική –για μας τουλάχιστον– είναι η αντίληψη ότι όποιος κάνει ένα χυδαίο/ παραβιαστικό «καμάκι» είναι δυνάμει βιαστής και του αξίζει ο θάνατος (;). Είναι ένας απαράδεχτος τύπος γι’ αυτό ακριβώς που κάνει και όχι για οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να είχε κάνει. Πρέπει να του βάλουμε φραγμό, να τον κράξουμε και ό, τι άλλο θεωρούμε πως οφείλουμε να κάνουμε με βάση τη συγκεκριμένη πράξη του και όχι βάσει του τι θα έκανε. Για να δώσουμε ένα απλουστευτικό, ενδεχομένως, παράδειγμα: αν κάποιος στο δρόμο μας χαστουκίσει, έχουμε κάθε δικαίωμα, αν το κρίνουμε σκόπιμο, να του το ανταποδώσουμε, δεν έχουμε όμως κανένα δικαίωμα να τον σκοτώσουμε ή να τον αφήσουμε σακατεμένο από το ξύλο (μιλάμε προφανώς για το ηθικό και όχι για το νομικό δικαίωμα). Αν η ένταση της αντίδρασής μας είναι πολλαπλάσια της πράξης στην οποία αντιδράμε, τότε το δίκιο μας αίρεται ή οπωσδήποτε τίθεται εν αμφιβόλω…
«(Οι νεκροί) άντρες»: η έννοια της συλλογικής ευθύνης, κατά την άποψη μας, είναι το ίδιο αλλότρια και εχθρική προς οποιοδήποτε χειραφετητικό πρόταγμα. Δεν είναι λίγες οι φορές που στον κινηματικό λόγο (ενίοτε και σε πρακτικές) έχουν ενσωματωθεί τα επιχειρήματα αλλά και η αισθητική της συλλογικής ευθύνης. Δηλαδή η απόδοση κάποιου «κακού» σε μια κατηγοριοποίηση μιας ομάδας βάσει ενός χαρακτηριστικού της, αντιγράφοντας έτσι την κουλτούρα των πολιτικών μας αντιπάλων. Μας είναι αποκρουστική η ρητορεία των ρατσιστών ότι όλοι οι μετανάστες είναι εγκληματίες ή των αντισημιτών ότι όλοι οι Εβραίοι είναι φονιάδες κλπ. Επομένως, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς είναι δυνατόν να αναπαράγουμε αυτήν ακριβώς την κουλτούρα αλλάζοντας απλώς τις ομάδες, τις οποίες και θέτουμε στο εννοιολογικό πλαίσιο της συλλογικής ευθύνης. Μας είναι το ίδιο απεχθές και πολιτικά προβληματικό όταν ακούμε, για παράδειγμα, ότι όλοι οι Έλληνες είναι ρατσιστές ή μικροαστοί, θαρρείς και αυτές οι ιδιότητες είναι εγγεγραμμένες στο «εθνικό DNA» και όχι ιστορικά προσδιορισμένες και άρα μεταβαλλόμενες. Η βιολογικοποίηση των κοινωνικών φαινομένων/ συμπεριφορών ήταν ανέκαθεν στη φαρέτρα της κυριαρχίας. Ή μήπως, πλέον, όχι μόνο στη δικιά της;
Τέλος, ας μας επιτραπεί και μια παρέκβαση, που σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητεί εν προκειμένω το δικαίωμα να νιώθουν ασφαλείς οι γυναίκες και όσ@ εγγράφονται σε αυτό που περιγράψαμε στην αρχή ως «γαλαξία έμφυλων και σεξουαλικών αυτοκαθορισμών/ αυτοπροσδιορισμών, που έρχονται σε ρήξη με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα». Και φυσικά η παρέκβαση αυτή δεν αφορά επ’ ουδενί το δικαίωμα κάποιου να προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάποιου άλλου στο όνομα μιας α-κοινωνικής, τελικά, ελευθερίας. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν γενικότερο προβληματισμό που συνοδεύει τέτοιου είδους δύσκολες συζητήσεις: είναι, κατά τη γνώμη μας, αρκετά προβληματικό το γεγονός ότι απέναντι στον σεξισμό και στην πατριαρχία δεν προτάσσεται τόσο το θέμα της ελευθερίας όσο της ασφάλειας (κι αυτή εργαλειοποιημένη, απογυμνωμένη από τις ψυχικές και τις πολλαπλές κοινωνικές-σχεσιακές συμπαραδηλώσεις της, μακριά από τη λογική της ουσιαστικής ενδυνάμωσης με ορίζοντα τη χειραφέτηση του υποκειμένου). Το κίνημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης των δεκαετιών του ’60 και ’70 έθετε το ζήτημα της χειραφέτησης των επιθυμιών, του αυτοκαθορισμού και του αυτοπροσδιορισμού σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης (σώμα, νου, συναίσθημα, ψυχισμό, συνειδητό, ασυνείδητο, κλπ.), το αίτημα της συλλογικής και προσωπικής αυτονομίας. Θεωρούσε όλα τα παραπάνω αλληλένδετα με την επαναστατική κίνηση για τη συνολική και πανανθρώπινη κοινωνική χειραφέτηση. Προσπαθούσε να ενώσει τους ανθρώπους κρατώντας το κόκκινο νήμα των επαναστατικών υποκειμένων του 19ου αιώνα, για τα οποία η ελευθερία του ενός είναι προϋπόθεση της ελευθερίας του άλλου και όχι όριο της.
Αντίθετα, σήμερα στα αντίστοιχα κινήματα (αλλά και σε όλο, σχεδόν, το εύρος των κοινωνικών κινημάτων), με την προβολή των πολιτικών των ταυτοτήτων και τη γοητεία που αυτές ασκούν, το αίτημα έχει μετατοπιστεί από την ελευθερία στην ασφάλεια, από την ανάδειξη της ενότητας της ελευθερίας των διαφορετικών και (άρα) μοναδικών ανθρώπων στον πολύ-κατακερματισμό που υποβάλλει η θεωρία των ταυτοτήτων (κατακερματισμό που διαπερνά ακόμα και το ίδιο το υποκείμενο), με μια ανάλυση εγκλωβισμένη στο πεδίο των διαχωριστικών γραμμών των προνομίων (ιδωμένα, μάλιστα, τα τελευταία ως «προπατορικό αμάρτημα»). Έτσι, σταματήσαμε να επιχειρούμε το άλμα προς τα εμπρός, το ξεπέρασμα, με άλλα λόγια, των προνομίων από την καθολικότητα της ελευθερίας και παρακολουθούμε –εντός των κινημάτων αλλά και, πόσο ενδιαφέρον, στο ακαδημαϊκό/ θεωρητικό πλαίσιο– μια διαδικασία (μέχρι πρότινος καθαρά νεοφιλελεύθερης κοπής) επανανοηματοδότησης της ατομικής ή ταυτοτικής ελευθερίας ως όριο και όχι ως σύνθεση της ελευθερίας όλων των διαφορετικών μοναδικοτήτων, στηριγμένη στην πεποίθηση ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για την κοινωνική ελευθερία και χειραφέτηση.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν: οι νεκροί δεν κάνουν, γενικά, τίποτα…(όπως «οι νεκροί γύφτοι» δεν βρομίζουν την γειτονία μας, «τα νεκρά πρεζάκια» δεν κλέβουν τα μαγαζιά μας και «οι νεκρές λεσβίες» δεν διαφθείρουν τα παιδιά μας