Κάθε χρόνο με τη δημοσίευση των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ, τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν με αφιερώματα στους πρώτους των πρώτων, με εγκώμια και συγχαρητήρια.
Κι αν θέλετε καλώς δίνονται τα συγχαρητήρια, καλώς προβάλλονται τα παιδιά που κατάφεραν μέσα από ένα ανθρωποφάγο εξεταστικό σύστημα να πετύχουν τον στόχο τους και με διάκριση. Είναι όμως ταυτόχρονα και βαθειά υποκριτική όλη αυτή η στάση, λες και δεν είναι κοινό μυστικό το πώς λειτουργεί η εκπαίδευση και πώς το εξεταστικό σύστημα. Παράλληλα είναι θλιβερό το γεγονός, ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγινε κανένα αφιέρωμα, δεν ασχολήθηκε ποτέ κανείς με τα παιδιά εκείνα, που χωρίς ιδιαίτερα μαθήματα, χωρίς φροντιστήρια, κατάφεραν να μπουν σε μια σχολή, έστω με βαθμό κάτω από την βάση.
Αντιθέτως, διαβάζει κανείς σε όλα τα συστημικά μέσα την έκπληξη και τον αποτροπιασμό για το γεγονός ότι υπάρχουν σχολές, που υποψήφιοι μπαίνουν σε αυτές με μέσο όρο το 04, το 07, το 08. Όπως δήλωσε άλλωστε η κυρία Κεραμέως, είναι απαραίτητη η επαναφορά της βάσης του 10 στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, χαρακτηρίζοντας παράλογη τη δυνατότητα να εισάγονται με τόσο χαμηλές βαθμολογίες φοιτητές στα ΑΕΙ.
Πολλοί έσπευσαν να επικροτήσουν μια τέτοια αλλαγή, καθώς είναι πράγματι ντροπή, όπως διατείνονται, η είσοδος σε σχολές με βαθμολογία κάτω από τη βάση.
Όχι δεν είναι ντροπή και πριν αρχίσουμε να λιθοβολούμε, θα πρέπει να κοιτάξουμε γύρω μας μια πραγματικότητα που δεν ξέρω κατά πόσο και πόσοι την αντιλαμβάνονται ή την γνωρίζουν. Υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ούτε μισό ιδιαίτερο, ούτε μία ώρα φροντιστήριο. Δεν έχουν βοήθεια από το σπίτι, ούτε γονείς που έχουν το χρόνο και τη δυνατότητα να κάθονται πάνω από το κεφάλι τους και να τα βοηθούν σε κάθε βήμα.
Το σχολείο, έτσι όπως είναι διαμορφωμένο,δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει ούτε τα δύο τρίτα της εξεταστέας ύλης που καλούνται τα παιδιά να δώσουν στις πανελλήνιες.
Ποιος μαθητής μπορεί να δώσει πανελλήνιες με αξιώσεις και να γράψει έναν «αξιοπρεπή» βαθμό στα μαθηματικά, στη φυσική, στην πληροφορική, με βάση αυτά που κάνει μόνο στο σχολείο; Όταν δεν καταφέρνουν όχι μόνο να ολοκληρώσουν την ύλη αλλά ούτε καν να εξασκηθούν σ’ένα ικανοποιητικό αριθμό ασκήσεων, πάντα με βάση τις απαιτήσεις των πανελλαδικών εξετάσεων.
Και για να αφήσω τα θετικά μαθήματα που δεν ήταν άλλωστε πότε το φόρτε μου, αφού με το ζόρι είχα μάθει να κάνω διαίρεση με δεκαδικό και να μιλήσω λόγω ειδικότητας για την Έκθεση και από του χρόνου σε συνδυασμό με την Λογοτεχνία που καλούνται τα παιδιά να εξεταστούν σε πανελλαδικό επίπεδο.
Πόσα κείμενα, πόσες ασκήσεις, πόση γραπτή εξάσκηση πραγματοποιείται στα δημόσια σχολεία, ώστε τα παιδιά που δεν έχουν εξωτερική βοήθεια, να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα θέματα των εξετάσεων και ν’ανταγωνιστούν όλα εκείνα τα παιδιά που κάνουν δεκάδες ώρες ιδιαίτερων και φροντιστηρίων;
Για να μην αναφερθώ στα σχολεία ιδίως της επαρχίας που σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καν καθηγητές, που ο φυσικός κάνει γεωγραφία, μαθηματικά, πληροφορική. Κι όμως όταν κάποια από αυτά τα παιδιά καταφέρνουν να γράψουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, έστω και 08 είναι “ντροπή” να μπαίνουν σε σχολές.
Όχι αγαπητοί μου δεν είναι ντροπή, είναι κατόρθωμα, γιατί πολλά από αυτά τα παιδιά έχουν τόση θέληση και τόσα όνειρα που μπαίνοντας σε αυτή τη σχολή και δίνοντας τους την ευκαιρία, ανοίγοντάς τους μια πόρτα, είναι πολύ πιθανό να διαπρέψουν. Στην τελική αφήστε τους διδάσκοντες της εκάστοτε σχολής ν’αποφασίσουν, αν αυτά τα παιδιά μπορούν να συνεχίσουν και ν’αποφοιτήσουν. (Ελπίζω στις συνθήκες αυτές να μην χρειάζεται ν’αναφερθώ σε πιθανές εξαιρέσεις παιδιών που έχοντας μια ιδιαίτερη ικανότητα και έφεση σε κάποια μαθήματα διαπρέπουν, παρόλο που πιθανόν να μην έχουν λάβει εξωσχολική βοήθεια. Εκτός κι αν θα πρέπει όλοι να είναι εν δυνάμει Αϊνστάιν, αλλιώς ας πάνε να πνιγούν).
Η βάση του 10 λοιπόν, που με υπερηφάνεια το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι είναι απαραίτητη να επανέλθει, θα ήταν εύλογη, εφόσον όλα τα σχολεία λειτουργούσαν όπως θα έπρεπε, κάλυπταν την ύλη, είχαν ενισχυτική διδασκαλία, εξασκούσαν τα παιδιά στα θέματα των πανελληνίων.
Θα αναφερθώ σε μια πρόσφατη προσωπική εμπειρία.
Στο χωριό καταγωγής μου που πηγαίνω σχεδόν κάθε καλοκαίρι, είναι ένα κορίτσι , φίλη της κόρης μου, ετών 16, την οποία για εύλογους λόγους δεν θα την αναφέρω με το πραγματικό της όνομα αλλά θα την λέω «Μαρίνα». Φέτος λοιπόν, η Μαρίνα θα πάει Β’ Λυκείου. Το καλοκαίρι που την συνάντησα ήταν μέσα στην αγωνία και το άγχος για το τι πρέπει να κάνει, αν κι εφόσον από του χρόνου θα υπάρξει βάση εισαγωγής το 10. Η Μαρίνα ζει σ’ένα δυάρι μαζί με τους γονείς της τον αδερφό της και τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, ηλικίας από ενός ως τεσσάρων ετών.
Όπως αντιλαμβάνεστε τα οικονομικά τους είναι σε άθλια κατάσταση, προσπαθεί, όπως μου είπε, να διαβάσει τον χειμώνα, αλλά γίνεται χαμός στο σπίτι με τα μικρά και δεν το καταφέρνει πάντα. Ξυπνάει 6.30 το πρωί γιατί περνάει το λεωφορείο από το χωριό στις 7.15 για το σχολείο της που βρίσκεται σε άλλο χωριό με πιο πολλούς κατοίκους.
Σαφώς ιδιαίτερα ή φροντιστήριο δεν έχει κάνει ποτέ. Πέρα από το ότι το χωριό δεν έχει κανένα φροντιστήριο και θα έπρεπε να πηγαίνει πάλι στην κοντινή κωμόπολη, δεν υπάρχει και η οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Δεν έχει πάει ούτε φροντιστήριο Αγγλικών, γεγονός που την εμποδίζει, όπως σκέφτεται να δώσει στις πανελλαδικές για τουριστικών σπουδών, μιας και έχει σχολή κοντά στο χωριό της και χαμηλή βάση, αφού χρειάζεται ειδικό μάθημα ξένης γλώσσας.
Η Μαρίνα πήγε Α’Λυκείου σε Γενικό Λύκειο και έβγαλε μέσο όρο 14.
Όταν της είπα ότι αυτό το μέσο όρο με τις δικές της συνθήκες αντιστοιχεί σε 20, χαμογέλασε πικρά. «Ναι αλλά δεν υπολογίζεται έτσι στις εξετάσεις» μου είπε, αποστομώνοντάς με.
Η Μαρίνα λοιπόν, σκέφτεται να συνεχίσει τη Β’ Λυκείου σε Επαγγελματικό Λύκειο, γιατί τουλάχιστον, όπως μου ανέφερε, αν δεν καταφέρει να περάσει κάπου, έστω να μπορέσει να πάρει μια ειδικότητα, να κάνει το ένα επιπλέον έτος που παρέχουν τα ΕΠΑΛ και μετά βλέπει τι θα κάνει.
Με ρώτησε τη γνώμη μου, αν πιστεύω ότι θα πρέπει ν’αλλάξει κι από το Γενικό Λύκειο να πάει σε ΕΠΑΛ, αν έχει ελπίδες να περάσει στις Πανελλαδικές από το Γενικό Λύκειο στην κατεύθυνση που θέλει, αφού έχει αρκετά κενά στα Μαθηματικά και Πληροφορική δεν έχει κάνει ποτέ.
Ένιωσα άβολα, αλλά και τεράστιες ενοχές γνωρίζοντας ότι απέναντι της θα μπορούσε να έχει και τα δικά μου παιδιά, αν ήταν συνομήλικά της που θα έχουν πιθανόν τη δυνατότητα, όταν χρειαστεί να κάνουν επιπλέον μαθήματα.
Τι να της πω; Ότι έχει λίγες πιθανότητες επιτυχίας στις εξετάσεις, ότι δύσκολα θα καταφέρει να ανταγωνιστεί παιδιά που κάνουν επιπλέον μαθήματα σε όλη την διάρκεια του λυκείου για να τα καταφέρουν; Να της πω, ότι αρκεί η προσωπική της προσπάθεια μόνο και ότι όποιος θέλει κάτι πολύ μπορεί να τα καταφέρει κι άλλες τέτοιες εξωπραγματικές και ρομαντικές μπαρούφες; Όχι, προτίμησα την ειλικρίνεια.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι πριν αρχίσουμε αφ’υψηλού να κατακρίνουμε όσα παιδιά δεν «αρίστευσαν», όσα παιδιά έγραψαν κάτω από την βάση και παρόλα αυτά, μπόρεσαν να μπουν σε κάποια σχολή, καλά θα κάνουμε να ξανασκεφτούμε πόσο δίκαιη είναι η εκπαίδευση που τους παρέχουμε από το Δημοτικό κιόλας και ν’αναλογιστούμε, τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτόν το βαθμό, γιατί οι άνθρωποι δεν τσουβαλιάζονται, δεν είναι τα πάντα μαύρο άσπρο.
Σε ένα σύστημα που το χρήμα εξαγοράζει θέσεις σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, σε μια κοινωνία που προσκυνά «τα καλύτερα βιογραφικά», που έχουν χτιστεί με δωρεές πολλών εκατομμυρίων δολαρίων σε ακριβά πανεπιστήμια, σας ενόχλησε η εισαγωγή σε σχολές με μέσο όρο 08; Υπάρχουν κάποια 08 που αξίζουν όσα όλα τα 20 του κόσμου.
Λαϊκίζω θα πουν κάποιοι. Βέβαια κατάντησε λαϊκισμός οτιδήποτε αναφέρεται στην πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας, γιατί μας υπενθυμίζει πόσο ανθρωποφάγα αρένα είναι το υπάρχον πολιτικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό σύστημα.
Σύλβια Βαρνάβα