του Κώστα Σβόλη
Είναι σίγουρο ότι πολύ λίγα πράγματα ξέρουμε για την Αυστραλία πέρα από την ελληνική ομογένεια, τα χαρακτηριστικά καγκουρό, ότι ο εποικισμός της οδήγησε σχεδόν σε εξαφάνιση τους αυτόχθονες Αβορίγινες και κάποιες καλές rock μπάντες. Όσον αφορά την σύγχρονη αυστραλιανή λογοτεχνία, παραμένει και αυτή σχεδόν αόρατη για το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό.
Μια φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η έκδοση της κλασικής νουβέλας Στη νεκρή καρδιά της ηπείρου από τις εκδόσεις Εξάρχεια (νυν Έρμα) το 2015 σε μετάφραση του Δημήτρη Κωνσταντίνου. Η συγκεκριμένη νουβέλα πρωτοκυκλοφόρησε το 1961 με τον τίτλο Wake in Fright και σηματοδότησε την αρχή του λογοτεχνικού έργου του δημοσιογράφου και παραγωγού τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ Kenneth Cook (1929-1987). Το 1971 η συγκεκριμένη νουβέλα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Ted Kotcheff.
Το έργο Στη νεκρή καρδιά της Ηπείρου αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη on the road νουβέλα. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Τζον Γκαντ, δάσκαλος στην κωμόπολη-φάντασμα Τιμπουντά – σαν αυτές που συναντάμε στα γουέστερν– στη μέση της ερήμου της δυτικής Αυστραλίας, προσπαθεί να ταξιδέψει ανατολικά προς το Σίδνεϊ και τη θάλασσα. Ωστόσο δεν καταφέρνει να πάει πουθενά, παγιδευμένος στη σκόνη της ερήμου και στην πόλη Μπουντανιάμπα, μέρος που εξασφαλίζει τη λησμονιά, όχι όμως και τη σωτηρία.
Η Μπουντανιάμπα είναι ένας μη-τόπος, ασφυκτικός και τελματώδης, αφόρητα ζεστός και πνιγμένος στη σκόνη. Ταυτόχρονα όμως είναι το καταφύγιο για τα κουρέλια και τους απόκληρους της ζωής –άντρες κατά κύριο λόγο– που μπορούν να επιβιώσουν παγιδευμένοι αλλά και προστατευμένοι συνάμα ανάμεσα στους ιστούς μιας γλυκιάς και ξηρής νάρκωσης. Το χρήμα του τζόγου ίσως βρεθεί στα χέρια τους από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά ποτέ δεν θα συσσωρευτεί. Θα εξατμιστεί με τον ίδιο τρόπο που αποκτήθηκε, στο γύρισμα του νομίσματος ή στα κεράσματα της παγωμένης μπύρας, κεράσματα που σαν άγραφος νόμος έρχονται να ξεδιψάσουν κερδισμένους και χαμένους· οι ρόλοι εναλλάσσονται προτού ο ήλιος διαδεχθεί το φεγγάρι. Η αίσθηση του πλουτισμού είναι στιγμιαία, αλλά κανένας δεν θα πεθάνει επειδή έμεινε απένταρος.

Όσο για το σεξ, αυτό δεν μπορεί να προσφέρει καμία συναισθηματική πληρότητα, τα κορμιά σμίγουν, όχι όμως και οι άνθρωποι. Αυτό που μένει στο τέλος είναι ένα λυτρωτικό «τίποτα», ένα άδειασμα όπως όταν ξαλαφρώνεις το στομάχι σου για να ηρεμήσεις από το hangover, απολαμβάνοντας επιτέλους το χαρακτηριστικό κενό και το σβήσιμο της ζάλης. Στη Μπουντανιάμπα το σεξ, στις σπάνιες στιγμές που βρίσκει χώρο να τρυπώσει ανάμεσα στα μεθύσια και τα τελετουργικά κυνήγια, δεν μπορεί να σπάσει την μοναξιά των ανθρώπων της ερήμου, είναι προσχηματικό και λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης χωρίς να δημιουργεί σχέσεις. Όταν σιαχτεί το φόρεμα και κουμπωθεί το πουκάμισο, όλα θα έχουν τελειώσει. Εκείνο το χάδι στο μάγουλο θα έχει ξεχαστεί και καθόλου δεν θα έχει μετασχηματίσει την ανάγκη της επιβίωσης.
Το ίδιο προσχηματικές είναι και οι σχέσεις φιλίας που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι άντρες της ερήμου: επιφανειακές καθώς για να ξεκινήσουν αρκεί να «βαπτιστούν» σε ένα κερασμένο ποτήρι μπύρα με τη συνοδεία του «έι, φίλε», χρειάζεται όμως το λουτρό αίματος των άτυχων καγκουρό για να επισφραγιστούν, όχι στη βάση της εμπιστοσύνης και της εκτίμησης αλλά της συνενοχής.
Κι όμως, η Μπουντανιάμπα μπορεί να μην είναι τόσο μακριά από τις δικές μας ζωές, από τους τρόπους που έχει βρει ο καθένας από εμάς να ανακυκλώνει τα αδιέξοδά του και ταυτόχρονα τις στρατηγικές επιβίωσής του· στρατηγικές που πολλές φορές βασίζονται στην ανατροφοδότηση αυτού ακριβώς από το οποίο φαντασιωνόμαστε ότι μπορούμε να ξεφύγουμε.
Ο σκοτεινός Αυστραλός «Τζακ Κέρουακ» δεν μας ταξιδεύει σε μιαν ανοιχτή Route 66 οδηγώντας μας, μακριά από τους καταναγκασμούς του αμερικάνικου ονείρου, στο φωτεινό ήλιο του Ειρηνικού ωκεανού, αλλά μας παγιδεύει σε μια ζεματιστή λούπα και στον μπουχό της ερήμου, σ’ αυτό που είναι θηλιά και σωσίβιο ταυτόχρονα για τα παρτάλια της Ωκεανίας.