LENIN IST KAPUTT!
Συμβολή στην κριτική κατανόηση της Ρωσικής Επανάστασης
του Κώστα Σβόλη
Είναι σίγουρο ότι στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη υπήρξε ένα αυξημένο ενδιαφέρον για την επέτειο των εκατό χρόνων από την Οκτωβριανή επανάσταση. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση αφήνει το πλήθος των εκδηλώσεων, των συνεδρίων αλλά και των εκδόσεων που τη συνόδεψαν.
Μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος αυτής της επετειακής βιβλιογραφίας καλύφθηκε από κείμενα εγχώριων συγγραφέων. Εκτός από κάποιες λίγες εξαιρέσεις, το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας κινήθηκε στο επίπεδο των νοσταλγικών αφιερωμάτων εξύμνησης της επανάστασης και των μπολσεβίκων. Επίσης περιορίστηκαν σε μια καταγραφή ή, έστω, ανάλυση των ιστορικών γεγονότων με μια στενή ερμηνεία αυτού του όρου και αφήνοντας εκτός του προβληματισμού τους μια σειρά από πτυχές του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, που αποτελούν σημαντικά πεδία του ριζικού μετασχηματισμού που επιφέρει μια επανάσταση.
Με μια τελείως διαφορετική οπτική κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 2018 από τις εκδόσεις FUTURA το βιβλίο LENIN IST KAPUTT!. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα προσεγγίσεων της Ρωσικής Επανάστασης. Παρά τις διαφορετικές οπτικές, την πολυμορφία των πεδίων που πραγματεύονται τα κείμενα και το προσωπικό ύφος του κάθε συγγραφέα υπάρχει ένα νήμα που τα συνδέει και το οποίο μπορεί να συνοψιστεί στην ερώτηση με την οποία κλείνει το εισαγωγικό σημείωμα: «Γίνεται να μην αποποιηθούμε την κληρονομιά της Ρωσικής επανάστασης παραμένοντας κριτικοί απέναντι της;» Διαβάζοντας τα κείμενα του βιβλίου η απάντηση κλείνει προς την κατάφαση.
Το κείμενο του Alexander R. Hufford επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην διαπάλη μεταξύ των μονιστικών αντιλήψεων που οδήγησαν στο μονοκομματικό κράτος και της πολυμορφίας και του πλουραλισμού που αναδύονται μέσα σε κάθε επαναστατική διαδικασία. Από τη στιγμή που ο πλουραλισμός θυσιάζεται ως ζήτημα πολιτικής σκοπιμότητας ή πεποίθησης, αυτή η μισαλλοδοξία απειλεί να πάρει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και να καταστρέψει ολόκληρο τον χειραφετητικό χαρακτήρα οποιασδήποτε εξέγερσης, διαπιστώνει ο Hufford θεωρώντας ότι μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει τελικά στον φραξιονισμό και στον Τρόμο.
Αυτή η διαμάχη, αν και είναι παρούσα από την αρχή της επανάστασης, δεν έχει προδιαγραμμένη πορεία, και πάνω σε αυτό ο συγγραφέας φέρνει πολλά και ενδιαφέροντα παραδείγματα, θετικά και αρνητικά, αναδεικνύοντας την ενδεχομενικότητα και τον αντιφατικό χαρακτήρα της επαναστατικής διαδικασίας. Ο Hufford, χωρίς να βάζει ένα υποθετικό “αν”, φέρνει στο προσκήνιο τις εκκρεμότητες που άφησε πίσω της η Ρωσική Επανάσταση.
Ο Δημήτρης Μόσχος, στο δεύτερο κείμενο του βιβλίου, προσπαθεί να δει κριτικά την Ρωσική Επανάσταση μέσα από τον μετασχηματισμό της εργασίας και των παραγωγικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ, αφού πρώτα δώσει ένα πλαίσιο για την καπιταλιστική εργασία και την εργατική τάξη βασισμένος στις μαρξικές κατηγορίες. Με βάση αυτά τα αναλυτικά εργαλεία θα επισημάνει ότι στην ΕΣΣΔ αρχικά και σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ μετέπειτα, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν εξαλείφονται, αλλά το κράτος αποτελεί την προσωποποίηση του κεφαλαίου αναλαμβάνοντας τον ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή. Στην ΕΣΣΔ η κριτική απέναντι στο κεφάλαιο ήταν, από τη σκοπιά της μισθωτής εργασίας., μια κριτική που επικεντρωνόταν στον ρόλο του κεφαλαίου ως ιδιωτική ιδιοκτησία.
Ο συγγραφέας του κειμένου δεν μένει μόνο στην κριτική του κρατικού καπιταλισμού έτσι όπως αυτός διαμορφώθηκε στην ΕΣΣΔ, αλλά αναζητά την ιστορικότητα αυτών των απόψεων στο εργατικό κίνημα πριν την Ρωσική Επανάσταση και μάλιστα σε όλο του το ιδεολογικό εύρος. Διαπιστώνει ότι επικρατεί μια θετική αντίληψη για την εργατική ταυτότητα και την εργασία, χωρίς να μπαίνει το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης ως επανάσταση που μαζί με τις υπόλοιπες τάξεις θα οδηγήσει και στην αυτοκατάργηση της ίδιας της εργατικής τάξης.
Εξετάζοντας τη σημειολογία τριών αφισών της ΕΣΣΔ, βλέπει εκείνα τα στοιχεία που αναδεικνύουν την παραγωγικότητα ως το κεντρικό χαρακτηριστικό της εργασίας και όχι, για παράδειγμα, τη δημιουργικότητα όπως θα περίμενε κάποιος από μια κοινωνία όπου η εργατική τάξη έχει πλέον χειραφετηθεί.
Βέβαια, το συμπέρασμα του άρθρου, ότι η επανάσταση δεν ήταν στιγμή που χάθηκε ούτε μια στιγμή που κερδίσαμε αλλά ένα άλμα που κατέρρευσε υπό το ίδιο του το βάρος, διακατέχεται από έναν άρρητο ντετερμινισμό που αποδίδει την έκβασή της στις αντικειμενικές συνθήκες και τη θεωρεί σχεδόν προδιαγραμμένη. Το ιστορικό πλεόνασμα της ανεκπλήρωτης επανάστασης που μένει ως παρακαταθήκη της δυνατότητας για ρήξη με το υπάρχον, αν και τίθεται, υπονομεύεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, που, μολονότι το θέτει, το αναιρεί στην προηγούμενη φράση του.
Στο επόμενο κείμενο του Γιώργου Σωτηρόπουλου η οπτική μετατοπίζεται και εξετάζει τη Ρωσική Επανάσταση μέσα από τις νέες μορφές δικαιοσύνης που αυτή παρήγαγε. Ο συγγραφέας εστιάζει στην δικαιοσύνη ως «υλική πρακτική», δηλαδή ως δραστηριότητα που παράγει τους υλικούς όρους της κοινωνικής ύπαρξης. Έτσι, ως «υλικές πρακτικές» εκλαμβάνονται οι διάφορες πρακτικές που συγκροτούν τα επιμέρους πεδία ενός κοινωνικού σχηματισμού που εκτείνεται από τη διακυβέρνηση, την αστυνόμευση, και τη νομική επιστήμη μέχρι την εκπαίδευση και την ανατροφή των παιδιών και δεν επικεντρώνεται στην οικονομία.
Την χρονική περίοδο που η επανάσταση αρχίζει να συντελείται –καθώς πρόκειται για μια διαδικασία και όχι για ένα συμβάν– η αδυναμία του τσαρικού καθεστώτος να ρυθμίσει την ταξική πάλη εντός ενός λειτουργικού θεσμικού πλαισίου δημιουργούσε το πεδίο πάνω στο οποίο θα συγκροτηθεί, κατά τον Σωτηρόπουλο, η επιθυμία για δικαιοσύνη. Η επιθυμία εκλαμβάνεται στο κείμενο όχι αποκλειστικά με όρους έλλειψης αλλά και με όρους παραγωγής, όχι μόνο ως άρνηση του υπάρχοντος αλλά και στη θετική παραγωγική της διάσταση. Η ανεπάρκεια του υπάρχοντος θεσμικού δικαιικού πλαισίου και η επιθυμία για δικαιοσύνη βρίσκονται σε μια διαλεκτική, συμπληρωματική σχέση, το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Η αδυναμία της προσωρινής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στην παραγωγική διάσταση της επιθυμίας του λαού θα συντελέσει στο ξεπέρασμά της και στην ριζοσπαστικοποίηση της επιθυμίας.
Οι Μπολσεβίκοι υιοθετούν και επιχειρούν να εκφράσουν σε προγραμματικό επίπεδο το περιεχόμενο που έθετε το δίκαιο που παραγόταν από τα κάτω: άμεση ειρήνη, όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, εργατικός έλεγχος, αναδιανομή της γης. Σε αντίθεση με τους Αναρχικούς, οι Μπολσεβίκοι αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της δημιουργίας θεσμών που θα ενσωματώνουν –στο επίπεδο της αναπαράστασης-αντιπροσώπευσης– τις νέες κοινωνικές σχέσεις, κανονικοποιώντας αυτό το νέο δίκαιο. Ενώ είναι το περιεχόμενο του αναρχικού προτάγματος αυτό που πραγματώνεται από την επαναστατική κίνηση των μαζών, είναι οι Μπολσεβίκοι αυτοί που καταφέρνουν να το κεφαλαιοποιήσουν και να του δώσουν την προοπτική της αλλαγής του υπάρχοντος καθεστώτος.
Η αναστροφή αυτής της πορείας του συγχρονισμού του επαναστατικού γίγνεσθαι του λαού με την πολιτική του έκφραση και τη μορφοποίησή του από τους Μπολσεβίκους αποδίδεται από τον συγγραφέα σε μεγάλο βαθμό στις αντικειμενικές συνθήκες: στην τύχη της επανάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη, στον εμφύλιο πόλεμο και στην εξωτερική επέμβαση. Η τρομοκρατία του πολεμικού κομμουνισμού ερμηνεύεται κατά κόρον από εξωτερικούς παράγοντες και υποτιμώνται τα δομικά στοιχεία του συγκεντρωτισμού, του κρατισμού και των μονιστικών αντιλήψεων που προϋπήρχαν στο κόμμα του Λένιν.
Ο Σωτηρόπουλος με τη σειρά του επαναφέρει το αίτημα για τον επαναστατικό πλουραλισμό που είδαμε στο πρώτο κείμενο του Hufford. Η δημοκρατία αποτελεί ουσιαστικό όρο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, στον βαθμό που ξεπερνάει τα στενά πλαίσια της αστικής δημοκρατίας και διαχέεται σε όλη την έκταση του κοινωνικού γίγνεσθαι, από αυτό της πολιτικής αντιπροσώπευσης έως το πεδίο της άμεσης παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Αλλιώς, το Κόμμα αναδεικνύεται σε εκφραστή της μοναδικής αλήθειας, της ορθής συνείδησης της εργατικής τάξης, σε μοναδικό πόλο έκφρασης του ταξικού συμφέροντος και ταυτόχρονα άσκησης της εξουσίας και της δικαιοσύνης. Δικαιώνεται η κριτική των Αναρχικών και των Συμβουλιακών ότι, για να παραμείνει ζωντανή η επανάσταση και να μην εκτραπεί σε δικτατορία του Κόμματος, θα πρέπει να παραμείνουν ζωντανά και να επεκταθούν τα κύτταρά της, οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί των Σοβιέτ.
Σε αντίθεση με τον Μόσχο, ο Σωτηρόπουλος εντοπίζει –βέβαια στο πλαίσιο των αντικειμενικών συνθηκών– την ενδεχομενικότητα της ιστορίας που απορρέει από τους ίδιους τους αγώνες και τη δράση των υποκειμένων. Η αναγνώριση αυτής της ενδοχεμενικότητας και η απόρριψη ενός αντικειμενικού προδιαγεγραμμένου ορίου της συγκεκριμένης επανάστασης δεν έχει να κάνει με την υιοθέτηση υποθετικών σεναρίων, αλλά με την αναγνώριση ότι η δυνατότητας της αλλαγής του κόσμου δεν εξαρτάται από τους «σιδερένιους» νόμους της Ιστορίας αλλά από τους ίδιους τους ταξικούς αγώνες.
Ο Πάνος Δράκος, από την σκοπιά του, θα ασκήσει μια πολύ σκληρή κριτική τόσο στους Μπολσεβίκους μέσω από της αναφοράς του στην Κρονστάνδη όσο και στην Εργατική Αντιπολίτευση στο εσωτερικό των Μπολσεβίκων. Παρά τον εξιδανικευμένο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι Αναρχικοί και κάποιες ερμηνευτικές παρερμηνείες πάνω σε μαρξικές έννοιες όπως πχ η υπέρβαση , η κριτική που κάνει σ’ αυτό που θα ονομάζαμε «σκληρό πυρήνα» του μπολσεβικισμού δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη για την κατανόηση της εξέλιξης της Ρωσικής Επανάστασης.
Μολονότι αποδέχεται την αναγκαιότητα της ταξικής ανάλυσης, θεωρεί ότι αυτή στα χέρια των Μπολσεβίκων κατέληξε από ένα εργαλείο αναλυτικών εννοιών, που αντικείμενο τους ήταν η μελέτη του καπιταλισμού ως οικονομικό μοντέλο και ως ετερόνομης κοινωνικής ολότητας, σε μια ιδεολογικοποιημένη αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας . Παρουσιάζοντας αρχικά την κριτική του Καστοριάδη στον κρατικίστικο σοσιαλισμό, επιχειρεί να την εφαρμόσει –και τα καταφέρνει– και στο πεδίο των γεγονότων. Μόνο το Κόμμα μπορεί να ερμηνεύει σωστά την επαναστατική θεωρία και δια μέσου αυτής να κατέχει την θεωρητική αλήθεια, άρα τις πρακτικές ενέργειες που απορρέουν από αυτή μόνο το ίδιο μπορεί να τις εφαρμόσει με το σωστό τρόπο. Το Κόμμα μπορεί να κρίνει με βάση τα παραπάνω αν οι εργάτες έχουν τη σωστή ή τη λάθος συνείδηση και να παρέμβει ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στην ουσία της εργατικής τάξης. Η ταξική συνείδηση πέρα από το όριο της συνδικαλιστικής διεκδίκησης μπορεί να εισαχθεί στην τάξη μόνο από έξω, από την κομματική πρωτοπορία.
Η εξέγερση της Κροστάνδης το 1921 αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό την ευθεία προέκταση της εργατικής αναταραχής που επικρατούσε στην Αγ. Πετρούπολη και της πολιτικής αμφισβήτησης των Μπολσεβίκων από ένα κύμα άγριων απεργιών οργανωμένων από τα κάτω και ενάντια στα μέτρα στρατικοποίησης ολόκληρης της κοινωνίας.
Η πολιτική της συγκεντροποίησης των Μπολσεβίκων, η αποδυνάμωση των Σοβιέτ μέσα από τον καθολικό έλεγχο πάνω σε αυτά, η επιβολή ενός ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας στο εσωτερικό των εργοστασίων με την επιστροφή των παλιών διευθυντών και ειδικών και την εφαρμογή του τεϊλορισμού εγείρουν αντιδράσεις, και ανάμεσα στους Μπολσεβίκους. Η Εργατική Αντιπολίτευση θα επιχειρήσει να θέσει μέσα στα όργανα του κόμματος το ζήτημα της κυριαρχίας του κράτους πάνω στις αυτόνομες μορφές υπόστασης της εργατικής τάξης. Με την κριτική της η Εργατική Αντιπολίτευση αποκαλύπτει τον διαχωρισμό που έχει επέλθει ανάμεσα στο κόμμα-κράτος και στο προλεταριάτο ως αυτόνομο κοινωνικό υποκείμενο, ικανό να ασκήσει συλλογικά την επαναστατική εξουσία. Η απάντηση του Λένιν στην κριτική της Εργατικής Αντιπολίτευσης θα είναι να την κατηγορήσει ως «αναρχοσυνδικαλιστική παρέκκλιση» και να αναστείλει ακόμα και εκείνη της ελευθερία έκφρασης που επέτρεπε μέσα στο Κόμμα ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.
Κατά τον Δράκο, δεν νοείται συνύπαρξη ανάμεσα στους θεσμούς κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης, που παράγονται μέσα σε μια επαναστατική διαδικασία, και σε οποιοδήποτε κράτος· αργά η γρήγορα αυτές οι δύο μορφές οργάνωσης της κοινωνικής δραστηριότητας θα έρθουν σε αντιπαράθεση. Θεωρεί ότι το Κόμμα ως μια μορφή ξεχωριστού πολιτικού φορέα τοποθετείται απέναντι και πάνω από την κοινωνία και τα όργανα που εκείνη έχει συγκροτήσει προκειμένου να περάσει στην αυτοθέσμισή της. Ξεχνάει αυτή η κριτική και δεν απαντάει στο γεγονός ότι –ιστορικά– όλα τα επαναστατικά πολιτικά ρεύματα, ακόμα και οι Αναρχικοί, συγκροτούνται σε διαχωρισμένα από το σύνολο της κοινωνίας πολιτικά μορφώματα.
Σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες προσεγγίσεις στη Ρωσική Επανάσταση προχωράει ο Γιάννης Ψαρός εξετάζοντας το λογοτεχνικό έργο τριών Ρώσων συγγραφέων της εποχής. Οι Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Αντρέι Πλατόνοφ και Γιεβγκένι Ζαμιάτιν παρασέρνονται μέσα στη δίνη των ιστορικών γεγονότων αυτής τη περιόδου, με όρους τρικυμιώδεις, αντιφατικούς και πολύ διαφορετικούς για τον καθέναν τους. Αν ο πρώτος –κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο– πέρασε σχεδόν από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές, οι δύο άλλοι ήταν καθαρά με τη μεριά της Επανάστασης.
Τα μυθιστορήματα, μέσα από τα οποία προσπαθεί να διεισδύσει στις πιο σκοτεινές πλευρές της Ρωσικής Επανάστασης, έχουν γραφτεί και τα τρία τη δεκαετία του ’20, προτού επικρατήσει ο Σταλινισμός. Παρόλα αυτά και τα τρία, με έναν προφητικό, σχεδόν, τρόπο, περιγράφουν κάποιες δυστοπίες που τα χαρακτηριστικά του γραφειοκρατικού «μέγα-κράτους» έρχονται από το πολύ κοντινό μέλλον της ΕΣΣΔ.
Στο έργο του Μπουλγκάκοφ Η καρδιά του σκύλου μπαίνει στο στόχαστρο αυτό που θα ονομάζαμε χυδαίος υλισμός, ο οποίος στη Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα εκφραζόταν μέσα από το επιστημονικό και φιλοσοφικό ρεύμα του κοσμισμού, ρεύμα που θα βρει εύφορο έδαφος τα πρώτα χρόνια της επανάστασης. Ταυτόχρονα γίνεται κριτική στην αντίληψη της πρωτοπορίας που τοποθετεί τον εαυτό της στη θέση του χειρούργου: έτσι, ως κάτοχος της επιστημονικής αλήθειας θα εφαρμόσει την επεμβατική της δράση στην υπόλοιπη κοινωνία για να την οδηγήσει στην σωτηρία. Σίγουρα αυτός ο παραλληλισμός της κομματικής γραφειοκρατίας με τα ιερατεία της τεχνοεπιστήμης είναι πολύ οξυδερκής αφού και στις δυο περιπτώσεις τα «πειράματα» καταλήγουν σε τερατογενέσεις.
Στο Ταξίδι με ανοιχτή καρδιά του Πλατόνοφ έχουμε να κάνουμε με μια πόλη όπου ο Κομμουνισμός έχει ήδη «εφαρμοστεί»· η κριτική της πρωτοπορίας, της γραφειοκρατίας και του κόμματος-κράτους είναι και εδώ κεντρικό στοιχείο. Η ανάγνωση του έργου του Μαρξ από τους ήρωες του μυθιστορήματος παίρνει τη μορφή της απαγγελίας ιερών κειμένων, τα οποία, ακόμα και αν παραμένουν ακατάληπτα, προσφέρουν ηρεμία παρόμοια με αυτήν των προσευχών. Εκείνο που προβληματίζει τους απλούς κομουνιστές αυτής της απομονωμένης πόλης είναι η πολυπλοκότητα της ζωής η οποία βγαίνει έξω από τις νόρμες και τα πλάνα σε σημείο, μάλιστα, που ένας από τους ήρωες να σκεφτεί να εξοντώσει όλο το κοινόβιο, αφού «όταν η ζωή γίνεται πολύπλοκη δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος καταπιέζει ποιον». Ο Πλατάνοφ αναδεικνύει επίσης την αντίφαση της θέσης ότι με την κατάληψη της εξουσίας από τις επαναστατικές δυνάμεις θα εξαλειφθεί αυτόματα όχι απλώς η αστική τάξη και τα απομεινάρια της, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις στις οποίες στηριζόταν ο παλιός κόσμος.
Στο Εμείς του Ζαμιάτιν η δυστοπία απογειώνεται και το κράτος κυριαρχεί καθολικά πάνω στις ζωές των ανθρώπων επιβάλλοντας την ευτυχία και την αρμονία μιας καλοκαρδισμένης «μέγα-μηχανής». Τα πάντα μετριούνται και υπολογίζονται από τη σκοπιά της χρησιμότητας, ακόμα και οι σεξουαλικές σχέσεις. Ο Ζαμιάτιν γράφει αυτό το έργο το 1921, όταν η ΕΣΣΔ απέχει πολύ από το να προσομοιάζει στη δυστοπία του Εμείς. Όμως τέτοιες απόψεις υπήρχαν ήδη ανάμεσα στους Μπολσεβίκους. Ένας από τους βασικούς εκφραστές αυτών των αντιλήψεων ήταν και ο Αλεξέι Γαστέφ, μεταλλεργάτης, ποιητής και μέλος του κινήματος ProletKult. Υμνητής του τεϊλορισμού, θα υποστηρίξει τη μηχανοποίηση σε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ζωής, την πλήρη τυποποίηση των μελών της κοινωνίας και την απαλοιφή κάθε ιδιαίτερου χαρακτηριστικού της ανθρώπινης προσωπικότητας. Οι σκληροπυρηνικές θέσεις του Γαστέφ αρχίζουν να αποκτούν απήχηση χάρη στην υποστήρξη του Λένιν, ο οποίος βλέπει με πολύ καλό μάτι την προπαγάνδιση του τεϊλορισμού, αφού αρχίζει να υπάρχει όλο και μεγαλύτερη συνάφεια ανάμεσα στις αρχές του επιστομονικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού παραγωγής με τον οποίο ταυτίζουν τον σοσιαλισμό οι Μπολσεβίκοι.
Το τελευταίο κείμενο της έκδοσης είναι του Νικόλα Αλέξη και αφορά την αντανάκλαση της Ρωσικής Επανάστασης στην αλβανική πραγματικότητα που υπαρκού σοσιαλισμού. Ο συγγραφέας ξεκινά από την παραδοχή ότι κανένα κράτος, ακόμα και ένα δικτατορικό καθεστώς, δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την εξουσία του αν δεν στηρίζεται σε κάποιες κοινωνικές συμαχίες. Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου βρίσκει τη χώρα χωρίς εννιαία εθνική συνείδηση, με τον πληθυσμό της διαιρεμένο ανάμεσα σε τρεις θρησκείες, χωρίς καθορισμένα σύνορα και με υψηλά επίπεδα φτώχειας. Ο βασικός ρυθμιστής των κοινωνικών σχέσεων είναι η οικογένεια και η παράδοση.
Καθώς δεν έχει αναπτυχθεί η βιομηχανία και, επομένως, με τη βιομηχανική εργατική τάξη απούσα, το κοινωνικό ζήτημα δομείται κυρίως γύρω από το αίτημα της αναδιανομής της αγροτικής γης. Το νέο καθεστώς θα απαντήσει στο αίτημα αυτό δίνοντας τη γη σε αγροτικούς συνεταιρισμούς, που λειτουργούν κάτω από τον κρατικό έλεγχο με στόχο την αυτάρκεια της αγροτικής παραγωγής.
Παράλληλα, η συγκρότηση των μηχανισμών του κράτους οδηγεί –ίσως για πρώτη φορά στην Αλβανία– στην αλλαγή του χαρακτήρα της κοινωνικής αναπαραγωγής με όρους πλέον πολίτη και όχι δουλοπάροικου. Το ίδιο το κράτος, που αστυνομεύει, παρακολουθεί, εκτελεί κτλ., από την άλλη καλύπτει συνολικά την αναπαραγωγή των πολιτών, μεριμνά για την υγεία, την παιδεία, την εργασία, τη στέγη κ.α.
Η διακυβερνηση βασίζεται σε αυτό το δύδμο της φροντίδας και του φόβου. Το κράτος προσπαθεί να εμφανίζεται παντοδύναμο και στα δυο αυτά σκέλη της εξουσίας του. Ο λόγος του ηγέτη –δηλαδή της προσωποποίησης του κράτους– είναι ταυτόχρονα μπολσεβικικός και εθνικιστικός, με το δεύτερο σκέλος να επικρατεί όλο και πιο πολύ όσο περνούν τα χρόνια. Το πρόταγμα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής κοινωνίας αντικαθίσταται όλο και πιο πολύ από το κάλεσμα της επαγρύπνησης για την υπεράσπιση της περικυκλωμενης πατρίδας. Σε αυτό το βαθιά εθνικιστικό υπόβαθρο που συγκρότησαν τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ, θεωρεί ο Αλέξης ότι θα πρέπει να διερευνήσουμε τις αιτίες της ανόδου της Ακροδεξιάς σήμερα στις παραπάνω χώρες.
Η διαφθορά που συνοδεύει σχεδόν πάντα τη δημουργία ενός τέτοιου «μέγα–κράτους» είναι μια αρρώστια που το κατατρώει από το εσωτερικό του, όπως το σαράκι το ξύλο. Η μαυρή αγορά λειτουργεί παράλληλα με το κράτος, όχι όμως ερήμην του και έξω από τον έλεγχό του. Αντίθετα, είναι ο τρόπος να μαζευτεί ένας μεγάλος πλούτος στα χέρια της κομματικής και κρατικής νομενκλατούρας, οδηγώντας οποιαδήποτε έννοια δικαιοσύνης στην κατάρρευση.
*Διόρθωση επιμέλεια κειμένου Αρετή Μουσουλίωτη