Όταν το χάσταγκ #metoo έγινε παγκόσμιο φαινόμενο πριν έναν χρόνο, μια υπόσχεση φάνηκε να αναδύεται για τα γυναικεία δικαιώματα: η σιωπηρή αποδοχή των έμφυλων διακρίσεων και της σεξουαλικής βίας και καθημερινών παραβιάσεων της γυναικείας αξιοπρέπειας ως κάτι κανονικό είχε τελειώσει οριστικά. Τα ονόματα διάσημων αντρών κυρίως απ’ το χώρο των μήντια και τη σόου μπιζ, που κατηγορούνταν για σεξουαλικά παραπτώματα, άρχιζαν να εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο στους τίτλους των ΜΜΕ. Το #metoo φάνηκε να αποκτά τη δυναμική πολιτικού κινήματος. Οι υπερασπίστριές του στις ΗΠΑ, απ’ όπου έρχονταν οι περισσότερες καταγγελίες, έκαναν μαζική έκκληση προς όλες τις γυναίκες: “πείτε μας τι σας έχει συμβεί (=tell us your stories), σας πιστεύουμε.” Το χάσταγκ #Ibelieveher εξέφρασε μια μαζική στήριξη στις όλο και αυξανόμενες καταγγελίες.

Παρ’ότι τα αιτήματα του διαφαινόμενου κινήματος ήταν υπό διαμόρφωση, ο τερματισμός της σεξουαλικής βίας αναδύθηκε ως κεντρικός άξονας της γυναικείας διαμαρτυρίας και το χάσταγκ απέκτησε τα χαρακτηριστικά μιας παγκοσμιοποιημένης δίκης. Η πρωτοβουλία Time’s Up συγκέντρωσε εκατομμύρια δολάρια για νομικά έξοδα ενισχύοντας την πεποίθηση ότι οι καταγγελίες γυναικών για σεξουαλική παρενόχληση θα είχαν νομικό εκτόπισμα. Οι άντρες θα ήταν υπόλογοι επιτέλους, ενώπιον του αμετάκλητου λόγου των δικαστών. Η θεσμική δικαιοσύνη φάνηκε έτσι να μετατρέπεται στον βασικό στίβο της επόμενης φάσης του #metoo, εκεί όπου οι γυναίκες θα έβρισκαν επιτέλους μια καθυστερημένη δικαίωση.

****

Μπορεί να πει κανείς ότι η υποψηφιότητα του Brett Kavanaugh στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη σύγκρουση του προοδευτικού φεμινισμού της εποχής του #metoo με την θεσμική δικαιοσύνη και, κατά συνέπεια, την πρώτη μεγάλη στρατηγική του ήττα. Η πρόσφατη τελετή ορκωμοσίας του Kavanaugh (προφέρεται Kάβανο) παρουσία του Προέδρου Trump στο Λευκό Οίκο έμοιαζε μια συμβολική τελετή περιφρόνησης των εκατοντάδων γυναικών που είχαν συρρεύσει τις προηγούμενες εβδομάδες στη Washington απαιτώντας την αναγνώριση των αιτημάτων τους απ’ το πολιτικό κατεστημένο.

Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας Kavanaugh από τον Trump τον περασμένο Ιούλιο έγινε δεκτή με δυσφορία. Ο δικαστής ήταν προνομιούχο τέκνο του δεξιού πατριαρχικού συντηρητισμού. Λευκός απόφοιτος ιδιωτικών σχολείων και του Πανεπιστημίου Yale, πιστός Καθολικός, διάσημος δικαστής και πρώην νομικός σύμβουλος του George Bush, ο Kavanaugh είχε κρατήσει καθ’όλη τη διάρκεια της καριέρας του το νομικό του βλέμμα στραμμένο προς τις παραδοσιακές Ρεπουμπλικανικές αξίες: υπέρμαχος ενός αχαλίνωτου κορπορατισμού έναντι του κρατικού ελέγχου (μεταξύ άλλων και για την προστασία του περιβάλλοντος), υπέρμαχος της εθνικής ασφάλειας έναντι της ουδετερότητας του διαδικτύου και της προστασίας της ιδιωτικότητας, υπέρμαχος της επέκτασης της εκτελεστικής εξουσίας (και άρα της δύναμης του Προέδρου) και φυσικά υπέρμαχος της διατήρησης χαλαρής νομοθεσίας για την οπλοκατοχή αλλά σταδιακής υπονόμευσης των γυναικείων, φυλετικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Μόλις πριν ένα χρόνο, από το Περιφερειακό Εφετείο της Πολιτείας της Washington DC, ο δικαστής είχε ζητήσει την απαγόρευση της έκτρωσης μιας 17χρονης μετανάστριας κρατούμενης σε προσφυγικό στρατόπεδο. Ο διορισμός του 53χρονου Kavanaugh σ’ένα εφ’ όρου ζωής αξίωμα θα έφερνε έναν εκπρόσωπο του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, γέρνοντας τη ζυγαριά ξεκάθαρα υπέρ του συντηρητισμού για τις επόμενες δεκαετίες.

Ο διορισμός του Kavanaugh σε έναν από τους βασικούς θεσμικούς χώρους διευθέτησης των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων Ρεπουμπλικάνων – Δημοκρατικών, εμπεριείχε και έναν επιπλέον συμβολισμό. Ο δικαστής είχε συμμετάσχει σε δυο από τις πιο σημαδιακές συγκρούσεις του Αμερικανικού δικομματισμού των τελευταίων τριών δεκαετιών. Ως μέλος της νομικής ομάδας που πρότεινε την πρόταση μομφής του Bill Clinton, είχε συγγράψει το θρυλικό Starr report για το σκάνδαλο Lewinski. Είχε επίσης εργαστεί στην κυβέρνηση του George Bush αμέσως πριν τον Πόλεμο του Ιράκ αλλά και στην πρώτη προεκλογική του εκστρατεία. Ως μέλος της νομικής ομάδας του μέλλοντα Προέδρου, ο Kavanaugh είχε ζητήσει τον τερματισμό της επανακαταμέτρησης ψήφων στην Πολιτεία της Φλόριντα, εκεί όπου το 2000 παίχτηκε το πολιτικό θρίλερ που τελικά “παρέδωσε” την προεδρία στον Bush παρά την επικράτηση του Δημοκρατικού Al Gore στη λαϊκή ψήφο.

****

Η αναπόφευκτη αντιπαράθεση για τον διορισμό του Kavanaugh, πήρε το χαρακτήρα μετωπικής σύγκρουσης όταν αμέσως μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του τον περασμένο Ιούλιο, μια σοβαρή ανώνυμη καταγγελία δημοσιεύτηκε στις σελίδες της Washington Post: μια γυναίκα τον κατηγορούσε για απόπειρα βιασμού όταν ήταν μαθητές ιδιωτικών γυμνασίων της Πολιτείας του Μέριλαντ. Η γυναίκα σύντομα ταυτοποιήθηκε ως η καθηγήτρια ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Πάλο Άλτο, Christine Blasey Ford. Η Ford κατήγγειλε ότι το 1982, όταν εκείνη ήταν 15 ετών και εκείνος 17, είχε αποπειραθεί να τη βιάσει στο υπνοδωμάτιο ενός σπιτιού κατά τη διάρκεια ενός πάρτι. Σύμφωνα με τη Ford, η επίθεση έγινε ενώ ο Kavanaugh ήταν μεθυσμένος και παρουσία του στενού του φίλου Mark Judge.

Η κατηγορία έθεσε τον υποψήφιο του Trump –όπως είχε γίνει και με τον ίδιο τον Πρόεδρο– στο στόχαστρο του #metoo, ως δράστη ενός σοβαρού σεξουαλικού αδικήματος. Τη δημόσια εξομολόγηση της Ford ακολούθησαν δυο ακόμα καταγγελίες. Η πρώην συμφοιτήτρια του δικαστή Deborah Ramirez κατήγγειλε ότι της εξέθεσε το πέος του και το έβαλε στο πρόσωπό της χωρίς τη συναίνεσή της κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, ενώ ήταν και οι δυο μεθυσμένοι. Μια τρίτη γυναίκα, η Julie Swetnick, δήλωσε ότι ο Kavanaugh επιδιδόταν σε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και παρενοχλούσε σεξουαλικά μαθήτριες. Η Swetnick πρόσθεσε ότι ο Kavanaugh ήταν παρών μαζί με τον Judge σε φοιτητικά πάρτι όπου οι μαθήτριες γίνονταν θύματα μαζικών βιασμών αφού κάποιοι έριχναν ναρκωτικές ουσίες στα ποτά τους, υπονοώντας ότι μπορεί οι δυο άντρες να είχαν διαπράξει αυτά τα αδικήματα.

Η θύελλα δημοσιευμάτων που ακολούθησε έφερε το παρελθόν του Kavanaugh στο μικροσκόπιο των ΜΜΕ. Η συχνή και υπερβολική χρήση αλκοόλ του δικαστή εκείνα τα χρόνια επιβεβαιώθηκε από πρώην συμμαθητές του, που δήλωσαν ότι συνδιοργάνωνε ιεροτελεστίες binge-drinking, ασταμάτητης δηλαδή κατανάλωσης αλκοόλ διάρκειας πολλών ημερών και ότι είχε ιδωθεί συχνά να τρεκλίζει και να έχει αλλοπρόσαλλη, επιθετική συμπεριφορά. Πρώην μαθήτριες του γυμνασίου της Ford κατήγγειλαν την μισογυνική κουλτούρα εκείνης της περιόδου, όπου η άσκηση σεξουαλικής βίας κατά των κοριτσιών αποτελούσε ένα αποδεκτό στάδιο της αντρικής ενηλικίωσης. Η κουλτούρα αυτή ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη και στο γυμνάσιο του Kavanaugh συμπεριλαμβανομένου και του στενού κύκλου των συμμαθητών του.

Οι καταγγελίες σύντομα πέρασαν απ’το κόσκινο των ΜΜΕ προς αναζήτηση αποδείξεων. To αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις θύμιζε δίκη όπου το βάρος της απόδειξης πέφτει στο θύμα αντί για το θύτη. Η Swetnick έγινε ο πιο εύκολος στόχος, κυρίως λόγω της ανάμειξής της σε σειρά νομικών υποθέσεων στο παρελθόν. Η καταγγελία της Ramirez καλύφθηκε πιο διεξοδικά. Ένας πρώην συμφοιτητής της επιβεβαίωσε στο περιοδικό New Yorker ότι είχε ακούσει για την επίθεση εκείνο το διάστημα. Δεκάδες άλλοι όμως, είτε δεν ανταποκρίθηκαν στις κλήσεις για συνέντευξη, είτε απέφυγαν να επιβεβαιώσουν τη Ford. Πέντε πρώην φοιτητές αντέκρουσαν τον ισχυρισμό της σε κοινή δήλωσή τους λέγοντας ότι η πράξη δεν συμβάδιζε με τον χαρακτήρα του Kavanaugh. Δυο όμως από αυτούς απέσυραν αργότερα τα ονόματά τους απ’τη δήλωση λέγοντας απλώς ότι δεν γνώριζαν εάν συνέβη το περιστατικό. Άλλοι που είχαν γνώση του περιστατικού δήλωσαν ότι το FBI δεν ανταποκρίθηκε στην προσπάθειά τους να καταθέσουν.
Η κάλυψη της καταγγελίας της Ford από φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ εστίασε αναμενόμενα στα κενά της μνήμης της και την απουσία αυτόπτη μάρτυρα. Η δήλωσή της για παράδειγμα ότι η εγκατάσταση μιας δεύτερης εξώπορτας ασφαλείας στο σπίτι της την είχε βοηθήσει να ανασύρει την μνήμη της επίθεσης κατά τη διάρκεια μιας ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας με τον άντρα της, υπονομεύτηκε σε ρεπορτάζ συντηρητικού σάιτ με το επιχείρημα ότι η εγκατάσταση είχε γίνει χρόνια πριν τη συνεδρία. Μια φίλη που σύμφωνα με την Ford ήταν παρούσα στο πάρτυ δήλωσε ότι δεν θυμόταν να είναι εκεί, παρ’ότι πρόσθεσε ότι πίστευε ότι η Ford είπε την αλήθεια. Άλλοι μάρτυρες απ’το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον της Ford δήλωσαν πως τους είχε εξομολογηθεί το περιστατικό πριν την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Kavanaugh. Στην κατάθεσή της στην ειδική επιτροπή της Γερουσίας στις 27 Σεπτεμβρίου, ενθυμούμενη την απόπειρα από την οποία κατάφερε να δραπετεύσει τελικά, η Ford είπε με τρεμάμενη φωνή: “Η επίθεση του Μπρετ άλλαξε δραστικά τη ζωή μου. Για πολύ καιρό, φοβόμουν και ντρεπόμουν να πω σε οποιονδήποτε τις λεπτομέρειες. Δεν ήθελα να πω στους γονείς μου ότι όντας 15 χρονών, βρέθηκα σ’ένα σπίτι όπου δεν ήταν άλλοι γονείς και έπινα μπύρα με αγόρια. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι μιας και ο Μπρετ δεν με βίασε, ότι θα ’πρεπε να το ξεπεράσω και να προσποιηθώ απλώς ότι δεν είχε συμβεί ποτέ.”
Η κατάθεση του Kavanaugh λίγες ώρες αργότερα ήταν επεισοδιακή. Ο δικαστής ξέσπασε σε κλάματα και φωνές, αποκαλώντας τις κατηγορίες ψευδείς και φαρσικές. Ο καταγγελτικός λόγος του είχε λίγη απ’ τη συνομωσιολογία του Trump. “Υπάρχει μια φρενίτιδα στην αριστερά να σκαρφιστούν κάτι, οτιδήποτε, για να μπλοκάρουν την έγκρισή μου,” είπε. “Αυτό που συμβαίνει είναι εκδίκηση απ’ τους Κλίντον.”
Σε ερωτήσεις για το περιεχόμενο των καταγγελιών ήταν αόριστος και ειρωνικός. Για τη σχέση του με το αλκοόλ, επικαλέστηκε την αγάπη του για τη μπύρα ως μια παραδοσιακή Αμερικανική αξία, επιστρέφοντας σε μια Γερουσιαστή την ερώτησή της: “εσάς δεν σας αρέσει η μπύρα;” Σε άλλες ερωτήσεις, περιέγραψε τα φοιτητικά του χρόνια με εικόνες που θύμιζαν ανώδυνη ρομαντική κομεντί της δεκαετίας του ‘80. Στα νιάτα του, είπε, “σήκωνα βάρη, έπαιζα μπάσκετ και έπινε μπύρες με τους φίλους μου ενώ μιλούσαμε για τη ζωή, το ποδόσφαιρο, το σχολείο και τα κορίτσια.”
Ο Kavanaugh είπε ότι δε θυμόταν να έχει γνωρίσει τη Ford και ότι δεν σύχναζαν στις ίδιες παρέες. Η δήλωση συγκρούστηκε εκτός από τα δεδομένα για τις κοινές τους γνωριμίες και την εγγύτητα των σχολείων τους και με τις σημειώσεις του σε ένα παλιό ημερολόγιο, το οποίο κατέθεσε ο ίδιος ως αποδεικτικό στοιχείο. Οι σημειώσεις άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο όχι μόνο να είχε γνωριστεί με την Ford αλλά και να είχε συναντηθεί την ημέρα του πάρτι με τους φίλους τους οποίους εκείνη ονόμασε στην κατάθεσή της. Η επίμονη άρνηση του Kavanaugh να αποδεχτεί αυτές τις διασυνδέσεις αλλά και οι υπεκφυγές του για τη σχέση του με το αλκοόλ τον καθιστούσαν αναξιόπιστο, πόσο μάλλον ικανό να αναλάβει το ανώτατο δικαστικό αξίωμα της χώρας.

Την κατάθεση ακολούθησαν αγανακτισμένες αντιδράσεις. Εκατοντάδες γυναίκες απ’όλη την Αμερική ταξίδεψαν στη Washington για να διαδηλώσουν και να αποτρέψουν μια θετική ψήφο έστω και την τελευταία στιγμή. Εκατοντάδες διαδηλώτριες συνελήφθησαν. Σε ανοιχτή επιστολή τους, 2.400 πανεπιστημιακοί καθηγητές νομικής καταδίκασαν την εμφάνιση του Kavanaugh για “έλλειψη αμεροληψίας και δικαστικής ιδιοσυγκρασίας”. Απουσία ενδελεχούς έρευνας από το FBI για τα πραγματικά γεγονότα όμως, η αλήθεια αφέθηκε στην κρίση ενός κοινού, το οποίο είχε χωριστεί από νωρίς σε δυο πολιτικά στρατόπεδα. Σε δημόσια ομιλία του, ο Trump χλεύασε τη Ford για το κενό μνήμης της σε περιφερειακά γεγονότα, υπονοώντας ότι ήταν κι εκείνη μεθυσμένη την επίμαχη βραδιά και είπε μιμούμενος της φωνή της: “–Πώς έφτασες σπίτι; –Δε θυμάμαι αλλά είχα πιει μόνο μια μπύρα. Αυτό θυμάμαι μόνο.” Το κοινό του γελούσε.
Στις 2 Οκτωβρίου, ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Mitch McConnell ανακοίνωσε ότι η έρευνα του FBI είχε ολοκληρωθεί και ότι δε θα γινόταν δημόσια. Η διαδικασία εκλογής επισπεύσθηκε. Το τελικό χτύπημα στη γυναικεία διαμαρτυρία έδωσε μια γυναίκα. Η Ρεπουμπλικάνα Γερουσιαστής Susan Collins ψήφισε τελευταία υπέρ του διορισμού, σφραγίζοντας την έγκριση του Kavanaugh με διαφορά 50 υπέρ, έναντι 48 κατά. Σε ομιλία

Christine Blasey Ford / Getty Images

της από το βήμα της Γερουσίας, η Collins επικαλέστηκε απουσία σαφούς κατεύθυνσης από το Σύνταγμα, το τεκμήριο της αθωότητας και την απαιτούμενη υπεροχή της απόδειξης επί των ενδείξεων στις ποινικές διαδικασίες ενώ αποπειράθηκε να συμβιβάσει την ψήφο της με τις αρχές του #metoο: “Βρήκα την κατάθεσή της Ford ειλικρινή, επίπονη και καθηλωτική,” είπε. “Πιστεύω ότι έχει όντως επιβιώσει μιας σεξουαλικής επίθεσης και ότι αυτό το τραύμα έχει ανατρέψει τη ζωή της. Tα γεγονότα δεν δείχνουν ότι η Ford δεν ήταν θύμα σεξουαλικής επίθεσης εκείνη τη βραδιά ή κάποια άλλη στιγμή, όμως δεν πληρούν το κριτήριο της επαρκούς πιθανότητας.”

Στην ορκωμοσία του Kavanaugh στις 6 Οκτωβρίου, παρουσία του δικαστή και της οικογένειάς του, ο Trump είπε: “Eκ μέρους του έθνους, θέλω να ζητήσω συγγνώμη απ’τον Μπρετ και όλη την οικογένεια Kavanaugh για τον φοβερό πόνο και το βάσανο που αναγκαστήκατε να υπομείνετε. Στη χώρα μας ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας για τους άντρες και για τις γυναίκες. Εσύ, κύριε, κάτω από ιστορική πίεση, αποδείχθηκες αθώος.”

****

Η επόμενη μέρα βρίσκει τον προοδευτικό φεμινισμό προς αναζήτηση νέας τακτικής. Η επικέντρωση στην αξιοπιστία των γυναικείων καταγγελιών ήρθε αντιμέτωπη με τα όρια της νομολογίας και τα πολιτικά συμφέροντα της νομοθετικής εξουσίας. Οι μαρτυρίες των γυναικών αφέθηκαν στο έλεος του news cycle με τα ΜΜΕ, τα οποία έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στη διάδοσή του #metoo, να λειτουργούν υποσκαπτικά προς μια ισορροπημένη ενημέρωση.

Η τακτική ήττα έναντι των θεσμών ανέδειξε μεταξύ άλλων και την προβληματική συνεξάρτηση του φεμινιστικού κινήματος με το Δημοκρατικό κόμμα. Η δημόσια συζήτηση αποτέλεσε ένα πάτημα για να εκφράσουν οι Δημοκρατικοί μια ιδεολογική αντιδικία με τους Ρεπουμπλικάνους, χωρίς όμως κάποια στρατηγική για το πως θα αντιμετωπιστεί το λεγόμενο “βαθύ κράτος” της χώρας. Η έκκληση των Δημοκρατικών για παράδειγμα προς το FBI να ερευνήσει επαρκώς την υπόθεση, αποδείχτηκε αδιέξοδη.

Η δημόσια συζήτηση αντιθέτως συσπείρωσε τους Ρεπουμπλικάνους που με αφορμή την υπόθεση επιτέθηκαν στο φεμινισμό με απαράμιλλη ορμή. Τόσο ο Trump όσο και σκληροπυρηνικοί Ρεπουμπλικανοί Γερουσιαστές επικαλέσθηκαν τις λεγόμενες παραδοσιακές οικογενειακές αξίες κάνοντας λόγο για συνωμοσία των Δημοκρατικών που θα εξέθετε τις οικογένειες των ψηφοφόρων τους σε κίνδυνο ψευδών κατηγοριών. Η δημοσιότητα που έλαβε η υπόθεση ανέτρεψε το παιχνίδι των εντυπώσεων και το παιχνίδι των χάσταγκ. Το #himtoo (=κι εκείνος επίσης) μοιράστηκε ευρέως προς στήριξη μιας υποτιθέμενης ανώνυμης μάζας αρσενικών θυμάτων ψευδών καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης. H υπόνοια ότι οι πατεράδες, αδερφοί και γιοί της Αμερικής βρίσκονται σε κίνδυνο φεμινιστικού μένους σχολιάστηκε εύστοχα ως η “μαγική σφαίρα” που χρειάζεται ο Trump προς την εκστρατεία επανεκλογής του το 2020.

Η υπόθεση ανέδειξε και κάτι ακόμα: το αδιέξοδο της επικέντρωσης του προοδευτικού φεμινισμού στη σεξουαλική βία έναντι μιας συνολικής πολιτικής θέσης η οποία θα μάχεται τη βία ως μοχλό κυριαρχίας του Αμερικανικού κράτους, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην εξωτερική πολιτική. Η έλλειψη μιας περιεκτικής φεμινιστικής προσέγγισης έγινε εμφανής στην υπόθεση Kavanaugh και όσον αφορά το ότι οι πολιτικές του διασυνδέσεις δεν εξετάστηκαν τόσο όσο το προσωπικό του παρελθόν.

Πριν την καταγγελία της Ford, δημοσιεύματα όπως αυτό και αυτό επεσήμαναν την αυξημένη πιθανότητα ο Kavanaugh να είχε πει ψέμματα ήδη σε προηγούμενη ένορκη κατάθεσή του, όταν αρνήθηκε ότι ως νομικός σύμβουλος του Bush αλλά και του Υπουργού Δικαιοσύνης Alberto Gonzales την κρίσιμη περίοδο 2001-2003, είχε γνώση των αμφιλεγόμενων και αντισυνταγματικών προγραμμάτων μαζικής παρακολούθησης Αμερικανών πολιτών και βασανισμού υπόπτων τρομοκρατίας. Οι ισχυρισμοί του Kavanaugh περί άγνοιας ήρθαν και τότε σε σύγκρουση με μαρτυρίες, οι οποίες τον ήθελαν να έχει συμμετάσχει σε μια έντονη αντιπαράθεση στο Λευκό Οίκο το 2002 για τη νομιμότητα της επ’ αόριστον κράτησης Αμερικανών πολιτών. Αυτή η πτυχή της υπόθεσης δεν αναδείχτηκε από το φεμινιστικό κίνημα κατά της υποψηφιότητας προκειμένου να υποσκάψει την αξιοπιστία του Kavanaugh. Η ρητορική του #metoo για τη σεξουαλική βία δε συνομίλησε με αφορμή την υπόθεση με μια αντιιμπεριαλιστική και αντιπολεμική ρητορική.

Προς το παρόν, η μάχη με την πατριαρχία φαίνεται να έχει οριστεί αποκλειστικά εντός της εκλογικής διαδικασίας και του υπάρχοντος θεσμικού οπλοστασίου. Κι έτσι όμως, η πιθανότητα μιας πιο τολμηρής θεσμικής πρωτοβουλίας όπως θα ήταν το λεγόμενο court-packing που προβλέπει αύξηση του αριθμού των ανώτατων δικαστών έτσι ώστε μια μελλοντική Δημοκρατική κυβέρνηση να μπορεί να επαναφέρει τη ζυγαριά του Δικαστηρίου προς τα αριστερά, δε φαίνεται να είναι στο τραπέζι για το άμεσο μέλλον.
Οι δημόσιες τακτικές συσπείρωσης τις μέρες αμέσως μετά την ορκωμοσία περιστράφηκαν γύρω απ’τις επερχόμενες εκλογές των αντιπροσώπων στις 6 Νοεμβρίου, με την απαραίτητη celebrity διάσταση. Η προοδευτική ανάρτηση της τραγουδίστριας Τaylor Swift στο ίνσταγκραμ, στην οποία έκανε έκκληση προς τους φαν της να μην απέχουν από τις επόμενες εκλογές, σχολιάστηκε ως μια ελπιδοφόρα παρέμβαση. Η νέα σταρ της αριστεράς των Δημοκρατικών Alexandria Ocasio-Cortez συνόψισε σε ομιλία της το πως φαντάζεται μια ανατροπή στη μάχη κατά της πατριαρχίας: “Θα τελειώσουμε τις καριέρες τους με το να εκλέξουμε επιζώσες [σεξουαλικών αδικημάτων] σε θέσεις εξουσίας.”

Η έλλειψη μιας ριζοσπαστικής κριτικής όμως, έχει φέρει τον προοδευτικό φεμινισμό του #metoo σε τακτικό και πολιτικό αδιέξοδο. Στην υπόθεση Kavanaugh, ο προοδευτικός φεμινισμός συνάντησε όχι μόνο τα όρια του συστήματος στο οποίο απευθύνθηκε για δικαίωση, αλλά και τα πολιτικά και ιδεολογικά όρια των ίδιων των αιτημάτων του.