Η εποχή της κρίσης στην Ελλάδα που εισέβαλε βίαια στις ζωές μας με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, ανέδειξε μια ενδιαφέρουσα πτυχή που ακόμα δεν έχει εξερευνηθεί στο σύνολό της, αυτή της καλλιτεχνικής παραγωγής. Η τέχνη της κρίσης συνέπεσε με μια κρισιακή κατάσταση της υπάρχουσας τέχνης. Το περίφημο σύνθημα «σκατά στους κουλτουριάρηδες», που γράφτηκε «στο καινούργιο, καθαρό φουαγιέ του Εθνικού» (sic) αποτέλεσε μάλλον μια μικρή στιγμή, μιας πραγματικής πολιτιστικής επανάστασης. Σε αντίθεση με διάφορες συντηρητικές φωνές (όπως στο γνωστό κείμενο των Δοξιάδη, Θεοδωρόπουλου και Μάρκαρη) που είδαν σε αυτές τις κινήσεις μια επανάσταση των απολίτιστων, αλλά  κι ενάντια σε προοδευτικές φωνές που περίμεναν μια εκ βάθρων αλλαγή σε μια μέρα, η δεκαετία της κρίσης γέννησε στο μοριακό επίπεδο πολλά νέα καλλιτεχνικά εγχειρήματα που αξίζουν της προσοχής και της μελέτης μας.

Στο χώρο του θεάτρου τα πράγματα κινούνται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Από τη μία έχουμε τα τελευταία χρόνια μια υποχώρηση των μεγάλων παραγωγών και ταυτόχρονα έχουμε μια απίστευτη διασπορά -χαμηλής έντασης ωστόσο- μικρών ανεξάρτητων σχημάτων. Την ίδια στιγμή έχουμε την παλιά καλή, λαϊκή επιθεώρηση που από κριτικό θέατρο μεταστρέφεται σε ένα στείρο διασκεδαστικό προϊόν και σε σημαντικές περιπτώσεις, όπως στις παραγωγές του Μάρκου Σεφερλή, συνδέεται και με ένα αντιδραστικό περιεχόμενο. Από την άλλη, μια εμπειρική βόλτα στα αθηναϊκά θέατρα τα τελευταία τρία χρόνια δείχνει ότι έχει ανέβει περισσότερος Μπρεχτ από ποτέ. Αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου του θεάτρου αναζητά να εκφραστεί μέσω παραδοσιακών νεωτερικών κριτικών θεατρικών κειμένων ώστε να εξηγήσει την πραγματικότητα της κρίσης. Μεταξύ σφύρας του «παραδοσιακού» κριτικού θεάτρου και άκμονος του «εμπορικού» ρεπερτορίου (σε πολλά εισαγωγικά ο όρος, καθώς δεν είναι ο χώρος να αναλύσουμε το εμπορευματικό στοιχείο στην τέχνη), φέτος στην Αθήνα ο ανήσυχος θεατής μπορεί να κινηθεί σε μια σειρά από χώρους που δεν είναι παραδοσιακά θεατρικοί και να απολαύσει νέο θέατρο, το οποίο μιλάει και κινείται σε σύγχρονους ρυθμούς, χωρίς να βασίζεται πλήρως σε φόρμες και κείμενα μιας προηγούμενης εποχής.

Η παράσταση που κατά τη γνώμη μου ξεχωρίζει για το 2018 είναι το «Μια μέρα. Σήμερα» της ομάδας Περιοδικός Θίασος. Οι ίδιοι την χαρακτηρίζουν ως δραματική κωμωδία. Εγώ θα την έλεγα νέο-μπρεχτιανό θέατρο. Με αυτόν τον όρο θέλω να περιγράψω μια στρωτή πλοκή, ρεαλιστική αποτύπωση των χαρακτήρων και σύγχρονη, καθημερινή γλώσσα. Το κύριο στοιχείο που επιστρέφει στο συγκεκριμένο, ρεαλιστικό θέατρο, είναι το συναίσθημα ως στοιχείο πολιτικής έκφρασης. Σε συνέχεια του μπρεχτιανού θεάτρου, όπως αυτό αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ‘30, η γραφή της ομάδας Περιοδικός Θίασος εγκολπώνει τα σύγχρονα στοιχεία του λόγου χωρίς υπερβολές ή εξάρσεις, ενώ οι διάλογοι όπου υπάρχουν ρέουν με φυσικότητα, σε ένα κείμενο που χαρακτηρίζεται από απλότητα αλλά όχι απλοϊκότητα.

Γιώργος Στεφανίδης / Photo by Κώστας Γκιόκας

Η ομάδα “Περιοδικός Θίασος” πρωτοεμφανίστηκε το 2015 με την παράσταση “Μπουκέτο” στο θέατρο Πορεία. Συλλέγοντας και διασκευάζοντας κείμενα από τα πρώτα περιοδικά ποικίλης ύλης που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα το 1925, το Μπουκέτο και τον Θεατή, δημιούργησε μια μουσική  επιθεώρηση που παρουσίαζε τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, τα τραγούδια και την νοοτροπία της αστικής Ελλάδας εκείνης της εποχής. Μέσα από ένα νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν, οι θεατές έρχονταν σε επαφή με μια ατμόσφαιρα πολύ διαφορετική από τη σημερινή, που όμως έθιγε ζητήματα τόσο διαχρονικά ικανά να σε μεταφέρουν στο σήμερα.

Φέτος η ομάδα παρουσιάζει την δεύτερη παραγωγή της με τίτλο “Μια μέρα. Σήμερα”. Επιλέγοντας αυτή τη φορά να δημιουργήσει ένα κείμενο εξολοκλήρου δικό της, επιχειρεί να μιλήσει για τον τρόπο ζωής ενός σύγχρονου αστικού τοπίου, μέσα από χαρακτηριστικές φιγούρες του σήμερα και εικόνες που καθρεφτίζουν την καθημερινότητα, τις συνήθειες και την νοοτροπία των ανθρώπων εν έτει 2018. Παρά τις διαφορές που έχει επιφέρει το πέρασμα του

ΝΙκολίνα Καραθύμιου / Photo by Κώστας Γκιόκας

χρόνου, οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας, ο άνθρωπος παραμένει στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Όπως και στην προηγούμενη δουλειά της ομάδας έτσι και σε αυτή, πρωταρχικό ρόλο έχει ο άνθρωπος και πως αυτός ζει, αλληλεπιδρά με τους γύρω του και εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το χρονικό- κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται κάθε φορά. Σκοπός είναι οι θεατές να δουν, να γελάσουν, να σκεφτούν και ίσως να αναγνωρίσουν κάτι από τον εαυτό τους στους καθημερινούς ήρωες της παράστασης ‘Μια μέρα. Σήμερα’.

 

Η πλοκή είναι σαφής: Πέντε χαρακτήρες, απεικονίσεις συγκεκριμένων ανθρωπότυπων της Ελλάδας της κρίσης, που για τρεις μέρες ζουν και κινούνται με επαναλαμβανόμενες κινήσεις μέσα στην πόλη και τους προσωπικούς τους χώρους. Το σημαντικό στοιχείο της παράστασης, ως προς την πλοκή και τη σκηνοθεσία, είναι η πολύ πετυχημένη χρήση των μοτίβων επανάληψης. Ο προσεκτικός θεατής θα δει τις ελάχιστες μεταβολές που υπάρχουν ώστε να διατηρείται ατόφια η προσμονή μήπως συμβεί κάτι άλλο μέσα σε μια στιγμή. Με τα παραπάνω στοιχεία, απεικονίζονται επί σκηνής οι χαρακτήρες που έλκουν την καταγωγή  τους από τα στρώματα που έχουν θιχτεί περισσότερο από όλους στην εποχή της κρίσης. Η βεντάλια των χαρακτήρων έχει την ιδιότυπη κλιμάκωση του θεολογικού «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι».

Ντίνος Φλώρος / Photo by Κώστας Γκιόκας

Ο άστεγος που αποτελεί ενός είδους φωνή της συνείδησης της ανθρωπινότητάς μας που είναι σε μια διαρκή μάχη με την εξουσία. Πότε την ξεγελά και πότε όχι. Υπάρχει η νεαρή που ψάχνει για δουλειά και αγαπά το χορό. Μόνη κι ευάλωτη, μεταξύ του άγχους, των αναγκών και μιας διαρκούς παρούσας καταπίεσης. Εμφανίζεται η εργαζόμενη σε αλυσίδα καταστημάτων με ρούχα, που μαθαίνει αγγλικά από υπολογιστή

 

και τραβιέται ανάμεσα στην ανάγκη της να δουλεύει και να είναι ανεξάρτητη και σε ένα έρωτα κάπου στο εξωτερικό που την πιέζει για να μεταναστεύσει. Ο 35άρης, άνεργος που τρέχει από πρόγραμμα σε πρόγραμμα του ΟΑΕΔ, εγκλωβισμένος στην σχέση του με τη μητέρα του, στη μοναξιά του δωματίου του και στην ιδιότυπη καθήλωση στην εφηβεία για την οποία δεν ευθύνεται. Τέλος η νέα influencer, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα τον κωμικό και τον ιδιαίτερα τραγικό χαρακτήρα της παράστασης, όπου ανάμεσα σε αγορές προϊόντων, συμβουλές ομορφιάς και ευεξίας, clubbing και άλλων ευδαιμονικών καταστάσεων παραπέφτει ένα γνήσιο υπαρξιακό άγχος.

Στη διάρκεια της παράστασης βλέπουμε ένα ξεδίπλωμα των παραπάνω χαρακτήρων, οι οποίοι δεν μπορούν με τίποτα να χαρακτηριστούν μονοδιάστατοι, τουλάχιστον όχι περισσότερο από την αναγκαία σύμβαση που περιέχει ο περιορισμός του λογοτεχνικού είδους. Αντίθετα, επειδή η δημιουργία τους ενέχει βάσιμα το στοιχείο του

Τατιάνα Μελίδου / Photo by Κώστας Γκιόκας

βιώματος, μπορεί εύκολα ο θεατής να αναγνωρίσει τον εαυτό του πάνω στο σανίδι σε μικρές καθημερινές φράσεις όπως «πάρε ένα 20άρικο από την τσάντα μου να πάρεις μια μπλούζα», στο διαρκές σκρολάρισμα στο κινητό, στις συζητήσεις στο μετρό και στο δρόμο. Επιπρόσθετα, οι διάφοροι συμπληρωματικοί χαρακτήρες, των οποίων το πρόσωπο έξυπνα καλύπτεται από μια ιδιαίτερη μάσκα (η οποία είναι έτσι φτιαγμένη για να συμβολίζει την αποξένωση μέσα στην πόλη), συμβάλλουν στην εικόνα ότι δε βλέπουμε ακριβώς παράλληλες ιστορίες αλλά χορικά τραγωδίας, τα οποία έχουν αντιστρέψει τη λειτουργία τους και μέσω της επανάληψης συνθέτουν το κυρίως δράμα.

 

Τα δυο στοιχεία που συνέχουν αυτό το σημαντικό θεατρικό οικοδόμημα και δεν το αφήνουν να καταρρεύσει στην κατηγορία του τετριμμένου ή του εύκολου είναι το σκηνικό, που αποτελεί τον 6ο άνθρωπο του θιάσου κι η διαρκής ύπαρξη ενός ανολοκλήρωτου έρωτα ως ενοποιητικού συναισθηματικού στοιχείου. Το συναίσθημα εδώ λειτουργεί ως συνεκτικό στοιχείο καθώς κάνει να «μπλέκουν οι ιστορίες / και των ανθρώπων οι τροχιές», όπως έγραφε κι ο διάσημος στίχος του Τάσου Σαμαρτζή. Το σκηνικό σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να το πεις μινιμαλιστικό, καθώς ο θεατής βλέπει συμπαγείς όγκους να καταλαμβάνουν τη σκηνή και να κινούνται πέρα-δώθε καθώς το σκηνικό αποτελεί το πλέον ενεργό μέρος του θεατρικού. Μια πόλη από χαρτόκουτα που γίνεται πότε δρόμος και πεζοδρόμιο, πότε μαγαζί, πότε σπίτι και πότε κλαμπ. Καθώς έβλεπα τους χαρακτήρες να κινούνται αριστερά – δεξιά, να «ανοίγουν» τους χώρους τους για να δούμε τι γίνεται στο εσωτερικό και μετά να τους «κλείνουν» για να βγούμε στο δρόμο, ένιωθα συχνά ότι τα δωμάτια δεν είναι απλά κλειστοί χώροι, αλλά καβούκια, τα οποία κουβαλάνε σαν σπίτι -και συνάμα σαν βάρος- οι χαρακτήρες ως το τέλος.

Τελικά, το νέο-μπρεχτιανό στοιχείο στην παράσταση αναδύεται ως εξής. Το σημείο τομής του μπρεχτιανού θεάτρου, όπως αυτό εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και έφερε τα στοιχεία που συνέθεσαν αυτό που μετέπειτα ονομάστηκε «επικό θέατρο», ήταν η αφαίρεση του συναισθήματος από το σανίδι και η αντικατάσταση του από ένα μείγμα διδακτισμού και υλισμού, το οποίο είχε σαφείς αναφορές στην ανάγκη

Γιώτα Τσιότσκα / Photo by Λύσανδρος Λυσανδρόπουλος

κοινωνικού μετασχηματισμού. Σήμερα, το συγκεκριμένο θεατρικό κείμενο φαίνεται να συμπλέει με ένα (ακόμα υποτελές) θεατρικό ρεύμα που επιστρέφει να τοποθετήσει το συναίσθημα ως αναγκαίο συστατικό της δράσης και του υλισμού. Η περίφημη διαφωνία του Μπρεχτ με τον Έρβιν Πισκάτορ στο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το πολιτικό θέατρο φαίνεται να επανέρχεται στην περίπτωση του συγκεκριμένου θεατρικού κειμένου κι ας μην «αντιλαμβάνεται άμεσα τον εαυτό του» ως πολιτικό κείμενο. Αποτελεί στην πράξη ένα σχόλιο πάνω στην ελληνική καπιταλιστική κρίση και την επιρροή της στις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει ακόμα κάποια καταγραφή όλων αυτών των τάσεων που σοβούν και εμφανίζονται σποραδικά τα τελευταία χρόνια στο νέο ελληνικό θέατρο. Έχω όμως τη σθεναρή εντύπωση ότι το συγκεκριμένο θεατρικό έργο κάνει ακριβώς αυτό: περιγράφει με τον απαραίτητο ρεαλισμό και το απαραίτητο συναίσθημα καθημερινές εικόνες που μπορούμε όλοι να ταυτιστούμε, κάνοντας μας μάρτυρες μιας αδιόρατης ενδοσκόπησης. Φυσικά «χρειάζονται πολλά τον κόσμο για να αλλάξεις» όπως είχε πει κι ο παππούς Μπρεχτ. Ίσως η αρχή είναι να δούμε ξανά το θέατρο πέρα από τη δραστηριότητα αναψυχής που έχει από τη μία αλλά και πέρα από τη διδακτική ή ηθικοπλαστική διάσταση από την άλλη. Λείπει βέβαια το επαναστατικό πνεύμα, που σε πλήρη ανάπτυξη, όχι μόνο θα διαμαρτυρηθεί ενάντια στο παλιό οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς, αλλά ταυτόχρονα θα κινηθεί προς νέες μορφές τέχνης.  Αυτό διόλου δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να επισημαίνουμε τα σπαράγματα τόλμης όπου τα βλέπουμε.

Κλείνοντας, θέλω να τονίσω τη σημασία που έχει για τον τρόπο που αναπτύσσεται το έργο πάνω στη σκηνή το γεγονός ότι έχει γραφτεί από γυναίκες. Το γυναικείο βλέμμα στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται ότι απομακρύνεται από την εύκολη χρήση των συμβόλων και του στυλιζαρισμένου ρεαλισμού. Προτιμά την απλότητα και έναν συνδυασμό μέγιστης σκέψης και ελάχιστων εκφραστικών μέσων. Συμβολοποιεί και συγκεντρώνει τα νοήματα μέσα από μια ματιά που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάπως αλλιώς πέρα από τρυφερή. Η τρυφερότητα προς τους χαρακτήρες δεν πρέπει να συγχέεται με την έλλειψη δυναμισμού ή με την απάλειψη αρνητικών χαρακτηριστικών. Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν εδώ και μακάρι να το ξαναδούμε σε ένα επόμενο ανέβασμα.

Στοιχεία παράστασης:

Κείμενο- Δραματουργική επεξεργασία: Ομάδα Περιοδικός θίασος

Σκηνοθετική επιμέλεια: Χάρης Μπόσινας

Εικαστικό περιβάλλον – Επιμέλεια κοστουμιών: Μαρία Παπαδοπούλου

Επιμέλεια κίνησης: Στεφανία Γώγου- Πούλου

Πρωτότυπη μουσική: Αλέξανδρος Ατλιδάκης

Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος

Φωτογραφίες: Κώστας Γκιόκας, Λύσανδρος Λυσανδρόπουλος

Επιμέλεια αφίσας: Γιώργος Δομιανός

Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού (A priori)

Ηθοποιοί: Νικολίνα Καραθύμιου, Τατιάνα Μελίδου , Γιώργος Στεφανίδης, Γιώτα Τσιότσκα, Ντίνος Φλώρος