Έναυσμα για την έκδοση του συλλογικού τόμου Η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη και η σημασία της για εμάς σήμερα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ευρασία το 2018 με την επιμέλεια των Γιάννη Κτενά και Αλέξανδρου Σχισμένου, αποτέλεσε το συνέδριο «Η κοινωνική και πολιτική σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη, 20 χρόνια μετά».
Εξήντα επτά ομιλητές από επτά χώρες πήραν μέρος στο συνέδριο που διοργάνωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου τον Δεκέμβρη του 2017.
Μέρος λοιπόν των συζητήσεων και των προβληματισμών που ανακινήθηκαν με αφορμή το συνέδριο αποτέλεσε και την πρώτη ύλη του συγκεκριμένου βιβλίου. Η επιλογή των είκοσι κειμένων που οι επιμελητές αποφάσισαν να συμπεριλάβουν στο βιβλίο έγινε με κριτήριο τη συμμετοχή των συγγραφέων τους στη δημόσια συζήτηση για τη φιλοσοφία και την πολιτική στον ελληνικό χώρο. Ταυτόχρονα επιδιώχθηκε μια ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες που γεννά η επιστημονική συζήτηση και τεκμηρίωση και στην πρόθεση το βιβλίο να αφορά πολύ περισσότερο κόσμο –και πέρα από την ακαδημαϊκή κοινότητα– προκειμένου να απευθυνθεί σε ένα κοινό που προσεγγίζει το έργο και τη σκέψη του Καστοριάδη μέσα από την ενεργή του συμμετοχή στα κινήματα και στη ριζοσπαστική πολιτική δράση. Στόχος πραγματικά δύσκολος που σε άλλα κείμενα επιτυγχάνεται περισσότερο και σε άλλα λιγότερο.
Με βάση όλα τα παραπάνω η ύλη του βιβλίου οργανώθηκε σε έξι θεματικούς άξονες που μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά. Όλοι μαζί όμως συγκροτούν ένα σώμα που οι επιμελητές θεωρούν ότι δίνει μια πολύ καλή εικόνα για το εύρος των προβλημάτων με τα οποία αναμετρήθηκε ο Καστοριάδης – στόχος όντως εφικτός μέσα από τον παρόντα συλλογικό τόμο. Οι έξι λοιπόν ενότητες αφορούν την ψυχή και τη φαντασία, τη δημοκρατία και την πολιτική, τη φύση και την οντολογία, τον Καστοριάδη σε διάλογο με άλλους στοχαστές και φιλόσοφους, την τέχνη και τη λογοτεχνία και τέλος τα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα.
Όπως αναφέραμε, κάποια από τα δοκίμια του βιβλίου απαιτούν μια μεγαλύτερη εξοικείωση και γνώση των επιστημονικών πεδίων με τα οποία σχετίζονται, ενώ άλλα έχουν την ικανότητα –χωρίς να είναι ελλειμματικά ως προς την επιστημονική τους επάρκεια– να γίνονται εύκολα κατανοητά από ανθρώπους που χωρίς κάποια επιστημονική εξιδανίκευση παρακολουθούν και μετέχουν στη δημόσια συζήτηση για τη ριζοσπαστική κριτική θεωρία. Αυτό αφήνει πολλά περιθώρια για ανάγνωση και συζήτηση πάνω σε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου από τον κόσμο που εμπλέκεται ενεργά με τα κοινωνικά κινήματα, αναστοχάζεται πάνω στις δυνατότητες ενός ελευθεριακού πολιτικού πράττειν και εμπνέεται από τα προτάγματα της αυτονομίας και της κοινωνικής χειραφέτησης.
Με κριτήριο αυτήν την ιδιαίτερη σκοπιά ανάγνωσής του ξεχώρισα κάποια από τα δοκίμιά του ως πιο ενδιαφέροντα.
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής προβαίνει σε μιαν αντιπαραβολή της καστοριαδικής ιδέας για τη δημιουργία του ριζικά νέου με εκείνη του Αλέν Μπαντιού για το συμβάν και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύει τα φιλοσοφικά και πολιτικά προτερήματα της πρώτης.
Ο Γιάβορ Ταρίνσκι επικεντρώνεται στην έννοια του αυτοπεριορισμού συνδέοντάς την με την αρχαιοελληνική έννοια της ύβρης αλλά και με τις σύγχρονες θεωρίες για την αποανάπτυξη και την οικολογία.
Ο Αλέξανδρος Σχισμένος πραγματεύεται την καστοριαδική θεώρηση του χρόνου, καταφέρνοντας όχι μόνο να μας δώσει με πολύ κατανοητό τρόπο τους απαραίτητους φιλοσοφικούς όρους για να προσεγγίσουμε το θέμα αλλά και να μας προσφέρει πλούσιο προβληματισμό σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Γιάννης Κτενάς επιχειρεί να καταδείξει τη συνάφεια και τις αποκλίσεις μεταξύ του Καστοριάδη και του Μαξ Βέμπερ, αναδεικνύοντας μέσα από ένα εύληπτο και περιεκτικό δοκίμιο την επιρροή του δεύτερου στον πρώτο· επιπλέον μας βοηθά να κατανοήσουμε τη σκέψη των δυο στοχαστών.
Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, κατά την άποψή μου, δοκίμια του τόμου ο Κωνσταντίνος Καβουλάκος διερευνώντας την επίδραση του Λούκατς πάνω στον Καστοριάδη φέρνει παράλληλα στην επιφάνεια και τις επιρροές που έχει εν τέλει ο δεύτερος από τον Μαρξ, επιρροές βέβαια που λόγω της έντονης πολεμικής του στον Μαρξ συγκαλύπτονται ως έναν βαθμό από τον ίδιον τον Καστοριάδη. Ο μηχανιστικός μαρξισμός θα βρεθεί, ομολογουμένως σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες, στο στόχαστρο και των δυο φιλόσοφων. Ο Καβολάκος όμως στο δοκίμιο δεν μένει απλώς σε μια ιστορικό-θεωρητική αναψηλάφηση των εκλεκτικών συγγενειών του Καστοριάδη με τον κριτικό μαρξισμό (στον οποίο κατά κάποιο τρόπο ήταν μέτοχος ως μέλος της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα). Θεωρώ ότι με το κείμενό του επαναφέρει το ενδιαφέρον μας για μια σειρά από θεωρητικές προσεγγίσεις οι οποίες σήμερα όλο και πιο πολύ εκλείπουν από τις πολιτικές αναζητήσεις όλων των πολιτικών ρευμάτων που έχουν ως ορίζοντα την κοινωνική χειραφέτηση και επανάσταση.
Εξίσου σημαντικό θεωρώ το δοκίμιο του Σωτήρη Σιαμανδούρα για την αντιπαράθεση του Κορνήλιου Καστοριάδη με τον Κλοντ Λεφόρ, αντιπαράθεση που έχει την απαρχή της στις διαφωνίες τους στο πλαίσιο της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα πάνω στο θέμα της οργάνωσης του πολιτικού υποκειμένου: ο Καστοριάδης υποστήριζε την αναγκαιότητα μιας πολιτικής οργάνωσης βασισμένης στην παράδοση των Εργατικών Συμβουλίων ενώ ο Λεφόρ θεωρούσε ότι οποιαδήποτε μορφή ξεχωριστής πολιτικής οργάνωσης θα πρέπει να περιοριστεί απλώς στο να παρακολουθεί και να υποστηρίζει της πρωτοβουλίες που η εργατική τάξη παίρνει αυθόρμητα. Ο Σιαμανδούρας επανατοποθετεί τις διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με το ζήτημα της επανάστασης και της εξέγερσης ακριβώς μέσα στη διαδικασία της εξέλιξης και των μετατοπίσεων της σκέψης των δύο στοχαστών. Ο Καστοριάδης επιμένει να είναι ένας θεωρητικός της επανάστασης: αποζητά το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και τη θέσμιση μιας αυτοκυβερνώμενης αμεσοδημοκρατικής πολιτείας, η οποία αναλαμβάνει το ρίσκο της αποτυχίας και της εγκαθίδρυσης ενός νέου ιεραρχικού καθεστώτος. Ο Λεφόρ μπροστά στον κίνδυνο της εγκαθίδρυσης ενός νέου ολοκληρωτικού καθεστώτος αρνείται οποιαδήποτε προοπτική κατάληψης της εξουσίας, παραιτούμενος όμως από την προοπτική του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Αποδέχεται στην πράξη την ύπαρξη μιας διαχωρισμένης εξουσίας (κράτος και κεφάλαιο) και επιφυλάσσει για τα κοινωνικά κινήματα έναν ρόλο που συνίσταται όχι μόνο στην αντίσταση αλλά και στην άσκηση ελέγχου και πίεσης προς στην εξουσία ώστε αυτή να είναι όσο το δυνατόν πιο δημοκρατική. Το σχήμα μιας δημοκρατικής εξουσίας που αυτοπεριορίζεται και ενός πλήθους κοινωνικών κινημάτων που αντιστέκονται, την ελέγχουν, της ασκούν κριτική και την περιορίζουν -λειτουργώντας συμπληρωματικά αλλά όχι ανατρεπτικά- είναι ένα σχήμα που, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις, το συναντάμε σήμερα τόσο στις μετα-αναρχικές θεωρήσεις όσο και στο πολιτικό οπλοστάσιο της σύγχρονης αριστεράς.
Όσο και αν προσπάθησα να σκεφτώ ποια θα μπορούσαν να είναι εκείνα τα σημεία μέσα από τα οποία οι κερδοσκοπικές κοινότητες «ενσωματώνουν μια δυνατότητα που ενδεχομένως καταδεικνύει πιο ριζοσπαστικές εφαρμογές της κερδοσκοπίας», όπως ισχυρίζεται στο δοκίμιό του ο Άρης Κομπορόζος, δεν το κατάφερα. Αντίθετα μου κίνησε πολύ το ενδιαφέρον η ανάλυσή του για το πώς η θρησκεία (και όχι μόνο) λειτουργεί ως μια δύναμη που ταυτόχρονα «αντιπροσωπεύει και αποκρύπτει… δια της παρουσίασης/ συγκάλυψης», ως μια ιδέα μέσα από την οποία θα μπορούσαμε να στοχαστούμε πάνω στη λειτουργία της ιδεολογίας με την έννοια που της δίνει ο Μαρξ.
Τέλος, από αυτήν την σύντομη και υποκειμενική αναφορά στα περιεχόμενα του συγκεκριμένου τόμου δεν θα μπορούσε να λείπει ένα σχόλιο για το επίκαιρο δοκίμιο της Σοφίας Καναούτη μέσω του οποίου επικεντρώνεται στη λειτουργία των social media με τα αναλυτικά εργαλεία του Καστοριάδη και επιμένει στην αδυναμία συγκρότησης κοινοτήτων μέσα από αυτά. Η κριτική της είναι εύστοχη και πολυεπίπεδη, δίνοντας μια πολύ καλή αφορμή να συζητήσουμε και να αναστοχαστούμε με κριτικούς όρους πάνω σε ένα θέμα απέναντι στο οποίο ο ριζοσπαστικός πολιτικός λόγος κρατάει τις εξής δυο στάσεις: είτε δεν το ακουμπάει είτε –όταν το κάνει– εξαντλείται σε αφορισμούς. Αν κάποια στιγμή το βιβλίο του Μάρσαλ Κόλμαν Προσωπική και πολιτική ζωή προσπάθησε να διαρρήξει με έναν ριζοσπαστικό τρόπο τα στεγανά που συγκάλυπταν τις εξουσιαστικές σχέσεις και τις πολιτικές τους προσκείμενες σε αυτό που ονομάζουμε ιδιωτική σφαίρα), σήμερα στην εποχή του διαδικτύου και της εικονικής πραγματικότητας έχουμε την εισβολή του ιδιωτικού στη δημόσια σφαίρα. Μόνο που πλέον πρόκειται για μια κατακερματισμένη δημόσια σφαίρα, για δημόσια «σφαιρίδια», τα οποία μπορεί να χαρακτηρίζονται από μιαν «ενότητα» – στην ουσία μηχανική ομοιομορφία, αλλά όχι από μια συνάφεια. Έτσι, αντί να σταθούμε με πολιτικό τρόπο απέναντι στις πολιτικές προκείμενες των προσωπικών σχέσεων μπολιάζουμε τη δημόσια σφαίρα και συζήτηση με τα χαρακτηριστικά και τα αντανακλαστικά του ιδιωτικού βίου, ο οποίος ενσωματώνει όλο και πιο πολύ τον κομφορμιστικό χαρακτήρα της κατανάλωσης και του εμπορεύματος.