του Στρατή Σκουντιανέλλη*

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (υποτίθεται ότι) εκτελείται, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι στιγμής, παραγγελία της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τη διερεύνηση του ενδεχομένου να παραβιάστηκε ο νόμος για την καταπολέμηση του ρατσισμού μέσω του ποινικού δικαίου, κατά τα πασίγνωστα φρικαλέα γεγονότα που συνέβησαν στην Πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα την 21η Σεπτεμβρίου με τη θανάτωση του γνωστού ακτιβιστή ΛΟΑΤΚΙΑ+ και ανοικτά οροθετικού Ζακ Κωστόπουλου και μας συγκλόνισαν όλες και όλους. Παράλληλα η δικαστική έρευνα συνεχίζεται με αργούς ρυθμούς εξακολουθώντας να δίνει την εντύπωση, ότι αφενός λαμβάνει υπόψη μια ληστεία που δεν προκύπτει σχεδόν από πουθενά, και αφετέρου παραλείπει να λάβει υπόψη, μια ανθρωποκτονία που προκύπτει από όλο και περισσότερα μέσα απόδειξης.
Το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης εκκρεμεί μέχρι και την έκδοση των οριστικών αποτελεσμάτων της ιστολογικής και τοξικολογικής εξέτασης, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και συλλογικότητες από την Ελλάδα και το εξωτερικό (οργανώσεις υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙΑ+, οργανώσεις υπεράσπισης των δικαιωμάτων ευρύτερων καταπιεζόμενων κοινωνικών κατηγοριών, συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις και συλλογικότητες, υγειονομικοί, βιολόγοι, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι) διαδηλώνουν στην Αθήνα κι έχουν διατυπώσει δημόσιες τοποθετήσεις αμφισβήτησης –τουλάχιστον–, των ισχυρισμών των δύο ανθρώπων που βιντεοσκοπήθηκαν να κλωτσούν λυσσαλέα το Ζακ μέσα σε βιτρίνα με δεκάδες κομμένα γυαλιά.
Το κρίσιμο χρονικό διάστημα ανάμεσα στα συμβάντα και την προσαγωγή των δύο υπόπτων, την 22α Σεπτεμβρίου, έφυγε και, κατά τον αμείλικτο κανόνα του χρόνου, δεν πρόκειται να μας ξανάρθει πια: κατά τη διάρκειά του, φαίνεται ότι για την ΕΛΑΣ και την αρμόδια εισαγγελία υπηρεσίας δεν προέκυψε κάποιο ζήτημα αφαίρεσης ζωής, κι έτσι ο χώρος δεν σφραγίστηκε. Απεναντίας ξαναπαραδόθηκε στον ιδιοκτήτη, ο οποίος κατά το χρονικό διάστημα αυτό είχε ελεύθερη και αποκλειστική πρόσβαση σε αυτόν, και σε όσα μέσα απόδειξης τυχόν “φιλοξενούσε”.
Παρά το γεγονός αυτό, παρά τις πολυάριθμες αντιφάσεις τους και τις επανειλημμένες διαψεύσεις όσων ισχυρίστηκαν στην κατάθεσή τους, παρά τη διαβεβαίωση των αρχών ότι το περιβόητο μαχαίρι που οι δυο άνδρες επικαλούνταν για να θεμελιώσουν ισχυρισμό νόμιμης άμυνας, στερείτο οποιουδήποτε αποτυπώματος του Ζακ, παρά τις επίσης βιντεοσκοπημένες και φωτογραφημένες ευθύνες της ΕΛΑΣ για τη μεταχείριση του Ζακ μετά από τον ξυλοδαρμό του, παρ’ όλα αυτά, και οι δύο ύποπτοι αφέθηκαν [και παραμένουν] ελεύθεροι με επιεικέστατους περιοριστικούς όρους και δεν έχει ασκηθεί καν δίωξη σε κανέναν αστυνομικό.
Οι συνδικαλιστές των αστυνομικών έχουν σπεύσει να καλύψουν τους συναδέλφους τους αποφαινόμενοι δημοσίως και επισήμως (χωρίς καμία αρμοδιότητα) ότι δεν είναι υπαίτιοι καμιάς κατάχρησης εξουσίας, οι συνήγοροι της οικογένειας του Ζακ μιλούν δημοσίως και ευθέως για ευθύνες απολύτως αναίτιας ανυπακοής της αστυνομίας στις παραγγελίες της εισαγγελίας για συλλογή μέσων απόδειξης, πρωτοβουλίες υπεράσπισης της μνήμης του Ζακ κάνουν δημόσια καλέσματα να παρουσιαστεί και να καταθέσεις οποιοσ/αδήποτε υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και δεν κατέθεσε μέχρι στιγμής, και η μητέρα του αμφισβητεί ευθέως την, επανειλημμένα διαπιστωμένη, ανεπάρκεια της δικαστικής λειτουργίας να αποδώσει πραγματική δικαιοσύνη χωρίς παρότρυνσή της από την εκτελεστική, κάνοντας μια ύστατη δημόσια έκκληση για μέριμνα υπέρ της μεταθανάτιας, έστω, δικαίωσης του παιδιού της, προς τον πρωθυπουργό της χώρας.
Όμως θα διακινδυνεύσω να ακουστώ αιρετικός σημειώνοντας ότι, όσο κραυγαλέα άδικα κι αν μοιάζουν, ακούγονται, βιώνονται όλα τα παραπάνω, δεν ήταν αυτά που γέννησαν, εκείνο το συναισθηματικό μείγμα κοινωνικής αηδίας, αβυσσαλέας απελπισίας και ανεξέλεγκτης οργής που δοκιμάσαμε πολλές και πολλοί από εμάς, όταν βρεθήκαμε ξαφνικά και βίαια, μπροστά στην πραγματικότητα του θανάτου του Ζακ. Εκείνο που μας βύθισε ακαριαία στην καταπακτή του σκότους ήταν το μοίρασμα. Ο συμμερισμός. Η αίσθηση ότι μετέχουμε κι εμείς οι ίδιες και οι ίδιοι σε μια μοίρα που θανάτωσε το Ζακ με τον πιο απάνθρωπο κι εξευτελιστικό τρόπο.
Σε μια μεταγενέστερη κατάθεση ψυχής σημείωσα ότι θα ήθελα όσο τίποτα στη γη, ο Ζακ να πέθαινε ακριβώς 100 χρονών μέσα στον ύπνο του, στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου πάνω σ’ ένα μαλακό μαξιλάρι, σκεπασμένος με πάπλωμα και ζεστές κουβέρτες. Η θέρμανση να δουλεύει φουλ και μια νοσηλεύτρια να πηγαινοέρχεται κάθε μια ώρα να τσεκάρει «τι κάνει ο γλυκός παππούλης», ώσπου κάποια στιγμή να διαπιστώσει το μοιραίο τέλος. Απ’ έξω να περιμένουν με αγωνία τα λόγια του γιατρού το ταίρι ή τα ταίρια του, νυν και πρώην, οι φίλες, οι φίλοι, τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δισέγγονά του (και τους και μας), ένα ανήσυχο μελίσσι που φλυαρεί, ψιθυρίζει, βγαίνει κάθε τόσο έξω να καπνίσει.
Αυτή η εικόνα, η «ανώδυνη» αιτία θανάτου που πρέπει να βρεθεί για να φύγει κανείς όταν έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για κάτι τέτοιο, η κηδεία με πολύ κόσμο που αντανακλά την εκτίμηση της οποίας έχαιρε η θανούσα/ο θανών, αλλά και η ανεπαίσθητη «σύλησή» της με καλαμπούρια για τη μεγάλη της/ου ηλικία και τις παραξενιές της/ου, όλα αυτά δεν έρχονται από τη σφαίρα του πραγματικού. Στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων πεθαίνει μέσα σε πόνο, αρρώστια, ανημποριά και κηδεύεται στο πλαίσιο άγνωστων ληξιαρχικών γεγονότων γεμάτων κοινωνική απομόνωση. Ο «μέσος θάνατος» είναι τόσο πραγματικός, όσο ακριβώς κι ο «μέσος άνθρωπος»: καθόλου. Είναι η κυρίαρχη αφήγηση για την ολοκλήρωση, την «επιστέγαση» μιας, υποκειμενικά κι επομένως αυθαίρετα οριζόμενης, αξιοπρεπούς ζωής, είναι το τελευταίο δευτερόλεπτο βίωσης (;) του μικροαστικού ονείρου, είναι ο στόχος που όλες και όλοι πρέπει να κυνηγάμε με τις πράξεις και τις παραλείψεις μας όπως ακριβώς κυνηγάμε τη δουλειά, το σπίτι, το αυτοκίνητο, το εξοχικό σπίτι και τελικά την (ανύπαρκτη) ευτυχισμένη οικογένεια που κάθε πρωί τρώει Νέο Βιτάμ Σοφτ χωρίς να λεκιάζεται πουθενά.
Όπως κάθε κυρίαρχη αφήγηση που σέβεται τον εαυτό της, έτσι κι η αφήγηση του «καλού» θανάτου που ξεχωρίζει από τον κακό, πρέπει να υιοθετείται μαζικά και σ’ αυτό βοηθά η καλλιέργεια της αυταπάτης. Της αυταπάτης ότι ένας τέτοιος θάνατος είναι εφικτός και δίκαιος: αν κάνεις (ή/και παραλείψεις) όλα όσα πρέπει, δεν έχεις παρά να τον περιμένεις ως επιβράβευση. Τι κι αν οι ψυχολόγοι μας υπενθυμίζουν ότι όσο «οικογενειακά» κι αν φεύγει κάποιος, πάλι φεύγει μόνος και περνά τον ίδιο ακριβώς ρουβίκωνα; Τι κι αν επισημαίνουν ότι απ’ όλη την ομήγυρη φεύγει μόνο αυτός – όλοι οι άλλοι μένουν πίσω του; Εμείς επιμένουμε ότι έτσι είναι καλύτερα, ότι ο ένας θάνατος είναι επιβράβευση κι ο άλλος τιμωρία. Και στρατεύουμε ολόκληρες ζωές στο να το πετύχουμε τον πρώτο επιμένοντας ότι θα επαληθευτούμε. Βλέπουμε το μπουκάλι με την αυταπάτη και το αδειάζουμε καταπίνοντας με λαιμαργία το περιεχόμενο.
Κατά ένα περίεργο τρόπο λοιπόν, η αυταπάτη έτσι εντάσσεται σ’ αυτό που θα λέγαμε κοινωνικό κεφάλαιο. Ο φαύλος κύκλος της αυτο-διάψευσης, γίνεται κι αυτός ένα κοινωνικό αγαθό – μια κατάσταση επιθυμητή. Ποια άλλη θα ήταν λοιπόν η μοίρα της από το να διατεθεί σε περιορισμένα αντίγραφα αποκλειστικά και μόνο για τους προνομιούχους αυτής της κοινωνίας;
Εκεί ακριβώς αρχίζει η ανατριχίλα.
Ο θάνατος είναι η κοινή μοίρα μπροστά στην οποία εξισώνονται (επιτέλους) όλοι οι άνθρωποι. Μπροστά στην τρομακτική του επέλαση, κάποιοι από τους ανθρώπους υψώνουν την αυταπάτη, μια αέρινη άμυνα που και οι ίδιοι, κατά καιρούς, παραδέχονται την αβασιμότητά της. Κι όταν κάποιες και κάποιοι επιχειρούν να δοκιμάσουν το ίδιο άυλο παυσίπονο, η ταξικότητα αγριεύει, υπενθυμίζει την τάξη των πραγμάτων και τους το παίρνει από τα χέρια. Αυτές και αυτοί, οι περιττές και οι περιττοί στη ζωή, πρέπει και να πεθάνουν χωρίς νάρκωση. Πρέπει να πεθάνουν με κώνειο. Πρέπει να βιώσουν ακόμα και το θάνατο, όχι όπως θα τον ψευτο-επιλέξουν ούτε όπως θα τύχει, αλλά ως μια χείριστη και ύστατη τιμωρία για την κοινωνική τους ταυτότητα ως μη προνομιούχων. Για την κυρίαρχη κοινωνική αφήγηση ένας άνθρωπος σαν το Ζακ Κωστόπουλο δεν τύχαινε να πεθάνει έτσι, αλλά έπρεπε να πεθάνει έτσι. Να συρθεί ακόμα και στο θάνατο –τη βέβαιη μοίρα αυτού και όλων μας– με τον αποτρόπαιο τρόπο που η κοινωνία θα αποφάσιζε και θα μεθόδευε γι’ αυτόν. Για τιμωρία και για παραδειγματισμό. Για να πληθαίνουν οι συμμορφωμένες-οι και να λιγοστεύουν οι Ζακ. Αυτήν ακριβώς την οικτρή και γεμάτη μίσος, αποβολή απ’ το όνειρο, αναγνωρίσαμε πολλές και πολλοί στις λυσσαλέες κλωτσιές των δύο ανδρών και στη σύληση του νεκρού κορμιού ως σιδηροδέσμιου και αδυνατούμε για λόγους επιβίωσης να ξαναπαρακολουθήσουμε το βίντεο. Και γι’ αυτό ακριβώς δε σταμάτησαν ούτε και μπορούν να σταματήσουν τα δάκρυά μας, όσος καιρός κι αν περάσει, όση δικαίωση κι αν υπάρξει – που δε φαίνεται να υπάρχει ακόμα πολλή.
Γιατί ο Ζακ πριν χειροπεδηθεί, πριν θανατωθεί, κρίθηκε ανάξιος ακόμα και για να διανοηθεί να πεθάνει ήσυχα. Κρίθηκε δηλαδή λιγότερο άνθρωπος από τους άλλους. Αυτό το πικρό ποτήρι, όσα αντισώματα και να αναπτύξει καμιά/νείς, είναι αδύνατο να το καταπιεί χωρίς ν’ αρρωστήσει.

*ο Στρατής Σκουντιανέλλης είναι δικηγόρος και κατοικεί μόνιμα στη Λέσβο. Αισθάνεται ιδιαίτερα τυχερός που στο παρελθόν έζησε στιγμές ακτιβιστικής συμπόρευσης και διαπροσωπικής οικειότητας με το Ζακ Κωστόπουλο.

Προηγούμενο Άρθρο1η Νοέμβρη, διακλαδική απεργία από τα κάτω! Απεργιακή συγκέντρωση και πορεία στις 12.00 στα Χαυτεία
Επόμενο ΆρθροΒιβλιοπαρουσίαση του πολιτικού νουαρ του Κ.Μουζουράκη Κακό Χαρτί
Η πόλη Κ φιλοδοξεί να είναι ένα σάιτ ποικίλης ύλης για την πολιτική από τα κάτω και την τέχνη, στην εγχώρια και τη διεθνή τους διάσταση. Η συντακτική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τις τέχνες, την πολιτική και κοινωνική θεωρία, και συμμετέχουν σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα . Οι αναζητήσεις της ομάδας εκτείνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των φυλακών, και της αποδόμησης των συστημικών ΜΜΕ και της αστικής δικαιοσύνης Η πόλη Κ είναι ο προορισμός στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Για μας προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας και όλες τις χίμαιρες τις οποίες μπορεί αυτή να εμπεριέχει. Μερικά μονοπάτια προς μια ελευθεριακή ουτοπία θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ιχνηλατήσουμε μέσα από το εγχείρημά μας, με οδηγούς την κριτική πληροφόρηση, τη φαντασία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα ελεύθερο διαδίκτυο.