Του Léopold Lambert

(Μετάφραση, Ζωή Μαυρουδή)

Πριν μερικές μέρες, ένα περιοδικό design επικοινώνησε μαζί μου για να προτείνω ανθρώπους να συνεισφέρουν στο επόμενο τεύχος του με τίτλο “Σχεδιάζοντας Φυλακές”. Όταν απάντησα ότι οι περισσότεροι αρθρογράφοι που γνωρίζω εμπλέκονται πολιτικά, όπως κι εγώ, στο κίνημα της κατάργησης των φυλακών, και ότι δεν θα συμμετείχαν σε τεύχος που φέρει έναν τέτοιο τίτλο, δέχτηκα την απάντηση ότι είχα παρεξηγήσει και ότι το περιοδικό ήταν πολύ ανοικτό στην ιδέα της κριτικής του status quo. Δεν είχα παρεξηγήσει όμως. Ζούμε σε ένα σύστημα που αποζητά μια δόση αυτοκριτικής η οποία εν τέλει ενισχύει τις βίαιες λογικές του. Οι αρχιτέκτονες, στους οποίους συχνά αναγνωρίζεται το ότι συμμετέχουν σε ένα σχετικά προοδευτικό επάγγελμα, δραστηριοποιούνται πολύ σε αυτήν την ενισχυτική διαδικασία. Από τον σχεδιασμό “καλύτερων φυλακών,” στη συμμετοχή σε διάφορες συνιστώσες αυτού που η Άντζελα Ντέιβις ονομάζει “φυλακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα” (1999), όπως είναι τα αστυνομικά τμήματα και λοιπά φυσικά εξαρτήματα αφιερωμένα στην παρακολούθηση και αστυνόμευση των πόλεών μας, είναι συνένοχοι σε ένα σύστημα που εξειδικεύεται στο να υποπτεύεται, να συλλαμβάνει και να φυλακίζει φτωχοποιημένα και φυλετικοποιημένα σώματα ως μια μορφή διακυβέρνησης.

Πρέπει ωστόσο να μην σκεφτόμαστε ότι οι φυλακές και τα άλλα σαφώς αστυνομευτικά εξαρτήματα είναι η εξαίρεση στον αρχιτεκτονικό κλάδο, το αντίθετο: είναι το παραδοσιακό παράδειγμα. Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να δούμε ότι η αρχιτεκτονική μιας φυλακής ή ενός στρατοπέδου εγκλεισμού δεν διαφέρει επί της ουσίας από άλλες, πιο ήπιες αρχιτεκτονικές. Η διαφορά λειτουργεί περισσότερο μέσω της αναστροφής του συνήθους πρωτοκόλλου ένταξης και εξαίρεσης των σωμάτων στο χώρο. Οι περισσότερες αρχιτεκτονικές εκπροσωπούν, αποκρυσταλλώνουν και υλοποιούν το νομικό καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας: συνιστούν, ως τέτοιες, μια επιβεβλημένη εξαίρεση της πλειοψηφίας των σωμάτων εκτός του εσωτερικού χώρου που οριοθετούν. Οι αρχιτεκτονικές που υλοποιούν το νομικό καθεστώς της δικαστικής τιμωρίας και φυλάκισης απ’την άλλη, συνιστούν την επιβεβλημένη ένταξη κάποιων σωμάτων εντός του εσωτερικού χώρου που οριοθετούν. Εν μέσω αυτής της έντασης, το κλειδί συνιστά ταυτόχρονα το συμβολικό και ενεργό αντικείμενο μέσα απ΄το οποίο αυτά τα πρωτόκολλα τίθενται σε εφαρμογή. Το κλειδί του ιδιοκτήτη ή το κλειδί του φύλακα είναι το ίδιο αντικείμενο και εφαρμόζει αυτά τα πολιτικά καθεστώτα. Μαζί με τον τοίχο και την πόρτα, το κλειδί είναι κομμάτι ενός τρίπτυχου εξαρτημάτων που οργανώνουν τα σώματα στο χώρο. Η πόρτα ενσαρκώνει έναν τοίχο πάνω στον οποίο το πορώδες μπορεί να ρυθμιστεί, το κλειδί εμποδίζει την πόρτα απ’το να ακυρώσει τα πρωτόκολλα της ένταξης και εξαίρεσης, τα οποία ο τοίχος ενισχύει μέσω της φυσικής του αδράνειας.

Αυτό μπορεί να φαίνεται μπερδεμένο όταν λαμβάνει κανείς υπόψη ότι αντικείμενα όπως ο τοίχος, η πόρτα και το κλειδί είναι πανταχού παρόντα, παρόλα αυτά το θεωρώ αποφασιστικής σημασίας όταν κανείς στοχάζεται το πολιτικό εργαλείο που παραποιούν οι αρχιτέκτονες. Ένα κελί φυλακής πρέπει να φαίνεται ως αυτό που είναι: ως ο επιβεβλημένος εγκλωβισμός σωμάτων τα οποία εξαιρούνται ριζικά από την κοινωνία και εντάσσονται ριζικά εντός της αρχιτεκτονικής από τις δικαστικές αρχές. Οι αρχιτέκτονες έχουν το ηθικό δικαίωμα να είναι συνένοχοι σε ένα τέτοιο σύστημα οργανωμένης βίας, αλλά η προοδευτική στάση που στηρίζει τις καλύτερες φυλακές ή την συμμετοχή σε τέτοια προγράμματα με την πρόθεση να ενσωματώσει αλλαγές σε αυτό το σύστημα είναι υπόλογη για τις αντιφάσεις της.

Η ριζοσπαστική άρνηση ως μέρος ενός οράματος κατάργησης των φυλακών είναι η μόνη υπερασπίσιμη πολιτική θέση για αρχιτέκτονες που θέλουν να αντισταθούν στην ακραία βία που εμπεριέχει το παραδοσιακό παράδειγμα της φυλάκισης. Πρωτοβουλίες σαν και αυτή της οποίας ηγείται ο οργανισμός “Αρχιτέκτονες, Σχεδιαστές, Πολεοδόμοι για την Κοινωνική Ευθύνη,” υπό την διεύθυνση του Raphael Sperry, είναι στη σωστή κατεύθυνση όταν ζητούν από τους αρχιτέκτονες να δεσμεύονται ότι δεν θα σχεδιάσουν ποτέ κανένα κελί απομόνωσης, ούτε δωμάτιο εκτέλεσης. Παρ’ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα μπορεί να έχουν επιλεγεί για τα ακραία τους χαρακτηριστικά, και επομένως για τη δημιουργία συναίνεσης που μπορεί να διευκολύνουν εντός της “αρχιτεκτονικής κοινότητας”, η δέσμευση αυτή δημιουργεί ένα προηγούμενο απ’το οποίο μπορούμε να εργαστούμε ανοδικά προς μια ατζέντα κατάργησης.

Παρ’όλ’αυτά, η κατάργηση των φυλακών δεν συνιστά απλώς την απόρριψη των φυλακών. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που η κατάργηση των φυλακών προτείνει ότι θα αλλάξει,” μας βεβαιώνει η γεωγράφος και οπαδός της κατάργησης Ruthie Wilson Gilmore, και αυτό είναι τα πάντα.” Με άλλα λόγια, το ερώτημα μιας “εναλλακτικής” στη φυλάκιση, που φαίνεται να ακολουθεί κάθε υπεράσπιση των πολιτικών υπέρ της κατάργησης των φυλακών, στερείται φιλοδοξίας και επαναστατικού φαντασιακού. Ακριβώς όπως το πρόβλημα δεν είναι να αναρωτιόμαστε πώς το τιμωρητικό φυλακιστικό κράτος θα απαλύνει τη βία του, έτσι ισχύει και με το να μην αναλογιζόμαστε το πώς η εγκληματικότητα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί εντός ενός συστήματος που θα υποκαταστήσει το υπάρχον. Αντ’ αυτού, χρειάζεται να θέσουμε υπό αμφισβήτηση την ιδέα της εγκληματικότητας ως μια από εκείνες που έχουν δομηθεί κυρίως γύρω απ’τη διαιώνιση της λογικής της κυριαρχίας μιας κοινωνικής ομάδας πάνω σε μια άλλη. Όταν αυτή η άποψη υποχωρήσει στην ιδέα ότι οι κοινότητες μπορούν οι ίδιες να δομήσουν τις συνθήκες οι οποίες θα καταργήσουν τη βία από άτομο σε άτομο, τότε μια επαναστατική διαδικασία θα τεθεί εν κινήσει.

Έτσι λοιπόν είναι κάτι περισσότερο από μια “δέσμευση” αυτό που οι αρχιτέκτονες πρέπει να πάρουν, αλλά μια δυνατή πολιτική εμπλοκή εντός και μέσω της εξάσκησης του αντικειμένου τους.

Σε μια εποχή που η αρχιτεκτονική υλοποίηση μιας (κατά κάποιον τρόπο αυθαίρετης) γραμμής διαχωρισμού δυο χωρών μπορεί να γίνει το βασικό αντικείμενο μιας προεδρικής εκλογής, οι αρχιτέκτονες δεν μπορούν πλέον να αναζητούν καταφύγιο στην άνεση μιας ψευδαισθησιακής αθωότητας. Πρέπει αντ’ αυτού να αποδομήσουν την ευθύνη που φέρουν σε ένα σύστημα το οποίο παράγει ρατσιστική, ταξική βία με σκοπό τη διαιώνισή του, και να εμπλακούν σε επαναστατικές διαδικασίες τόσο μέσω της πρακτικής όσο και της μη-πρακτικής του αντικειμένου τους.

Το πρωτότυπο κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Architectural Review, τεύχος Ιουνίου 2018 με τίτλο Power and Justice