Η αγάπη, η επανάσταση και η πολιτική συναντιούνται στο εύφορο έδαφος της ποίησης της Νεσιέ Γιασίν, της πιο καταξιωμένης Τουρκοκύπριας ποιήτριας της γενιάς της.
Συνομιλώντας μαζί της με αφορμή το ανθολόγιο ποιημάτων της Απαγορευμένοι κήποι, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Βακχικόν και παρουσιάζεται στις 5 Δεκεμβρίου στην Αθήνα με συμμετοχή της ίδιας.
Γεννήθηκες σε μια οικογένεια ποιητών. Σε ποιο βαθμό έθρεψε το γεγονός αυτό τη δική σου τάση και σε ποιο υπήρξε ένα βαρίδι εναντίον του οποίου ένιωσες την ανάγκη να επαναστατήσεις;
Το να είμαι ποιήτρια δεν ήταν ποτέ απόφαση για μένα. Ήταν σαν μοίρα. Γεννήθηκα μέσα στην ποίηση.
Ο πατέρας μου ήταν ποιητής και η ποίηση ήταν κομμάτι της καθημερινότητας στην παιδική ηλικία μου. Ο πατέρας μου είχε ένα βιβλιoπωλείο στο χωριό Περιστερώνα.
Ζούσαμε εκεί με την γιαγιά και τον παππού κι ο πατέρας μου πήγαινε στη Λευκωσία καθημερινά για το βιβλιοπωλείο του. Με έπαιρνε μαζί του και με άφηνε στο νηπιαγωγείο. Του άρεσε να απαγγέλλει ποιήματα, και ήξερε πολλά απέξω.
Στις αναμνήσεις μου υπάρχει μια καταγραφή του πατέρα μου να διαβάζει ποιήματα στο αυτοκίνητο: τα δικά του, του Ναζίμ Χικμέτ και άλλων Τούρκων ποιητών. Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι με τους ήχους και τις λέξεις.
Ακόμα και πριν μάθω να διαβάζω και να γράφω είχα αρχίσει να γράφω τα δικά μου ποιήματα. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να τα επιμεληθεί, αλλά εγώ το απέρριπτα αυτό. Ήταν τόσο ξεχωριστά για μένα, που δε θα ανεχόμουν να τα αγγίξει ο οποιοσδήποτε.
Μερικές φορές ταξιδεύαμε στην Ισταμπούλ γιατί ο πατέρας μου έπρεπε να επισκέπτεται εκδότες για να αγοράσει βιβλία για το βιβλιοπωλείο του. Κάποιες φορές ήμουν μαζί του και συναντούσα τους Τούρκους ποιητές φίλους του.
Τα πράγματα άλλαξαν μετά τα Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963. Ήμουν τεσσάρων όταν γίναμε πρόσφυγες και αρχίσαμε να ζούμε στους θύλακες της Λευκωσίας. Ο πατέρας μου έθεσε την ποίησή του στην υπηρεσία του εθνικισμού.
Η εθνικιστική ποίηση κυριαρχούσε στη λογοτεχνική σκηνή.
Όταν ο αδερφός μου κι εγώ εκδοθήκαμε από περιοδικά με κύρος στην Τουρκία, γράψαμε ένα άρθρο για το περιοδικό Sanat Emeği, που μπορούσε να θεωρηθεί το μανιφέστο της γενιάς μας, της 74ης.
Σ’ αυτό το άρθρο ασκούσαμε κριτική στην εθνικιστική ποίηση και σε πολλούς ποιητές πριν από μας. Κύριος στόχος μας ήταν ο πατέρας μας. Ήταν ο αποδέκτης του μεγαλύτερου μέρους της κριτικής.
Διατηρούσε μια στήλη σ’ ένα τουρκοκυπριακό περιοδικό και απάντησε θυμωμένα: «Μερικές πιτσιρίκες επιτίθενται σε οποιονδήποτε κρύβεται πίσω από το διάσημο επίθετό τους…»
Αργότερα, όταν εκδώσαμε το περιοδικό μας Karanfil, του ζητήσαμε ένα ποίημα. Αυτό που μας έδωσε ήταν κάπως απολογητικό, έλεγε ότι στην πραγματικότητα δεν ήθελε να γράφει εθνικιστικά ποιήματα. Κατόπιν, επήλθε αλλαγή στην πολιτική στάση του.
Όπως κάποτε είπε ο αδερφός μου, Μεχμέτ Γιασίν: «Είμαστε η γενιά που ήμασταν οι πατέρες των πατέρων μας».
«Από πόσες κολάσεις μέσα φτάνει ένα ποίημα να δημοσιευτεί;», αναρωτιέσαι στην Αρχαιολογία των λέξεων. Είναι, λοιπόν, η ποίηση μια επώδυνη, διαβολεμένη διαδικασία;
Όταν έγραψα αυτές τις γραμμές, εστίαζα κυρίως στον πόνο που υφίστασαι σε μια εμπειρία ζωής και αργότερα επιχειρώντας να τη βάλεις σ’ ένα ποίημα. Η ποίηση γεννιέται από αυτό τον πόνο.
Στην πρωτότυπη τουρκική εκδοχή χρησιμοποιώ την εικόνα της γέννησης. Η γέννα είναι επώδυνη, αλλά όταν έχεις το μωρό αυτό είναι κάτι γεμάτο χαρά. Στην περίπτωσή μου όντως γεννάω τα ποιήματα. Δεν τα κατασκευάζω. Δεν είμαι μηχανικός ποιήτρια.
Η ψυχή μου είναι σαν μήτρα. Το ποίημα μεγαλώνει μέσα μου. Όταν το βάζω στο χαρτί, το δουλεύω βεβαίως, αλλά όχι και τόσο. Μερικές φορές μπορεί να κλειστώ στο σπίτι για τρεις μέρες μόνο και μόνο για να αλλάξω μερικές λέξεις.
Άλλες, μπορεί να αποφύγω να είμαι τέλεια σκόπιμα.
Θέλω το ποίημα να είναι μια αληθινή ύπαρξη. Έτσι το θεωρώ. Γεννιέται και ξεκινά τη ζωή του. Έπειτα φεύγει απ’ τον έλεγχό σου. Δεν ξέρεις πού θα ταξιδέψει και πώς οι άλλοι θα αλληλεπιδράσουν μ’ αυτό.
Δεν ξέρεις σε ποιες καρδιές θα βάλει φωτιά. Ίσως ένας από τους λόγους που οι ποιητές δεν ανέχονται την κριτική πολύ είναι γιατί βλέπουν τα ποιήματά τους ως παιδιά τους.
Οι αναγνώστες, από την άλλη, είναι οι εραστές. Αυτό πιθανόν εξηγεί τη ζήλια μεταξύ των ποιητών. Υπάρχει η ανάγκη να είσαι μοναδικός σ’ αυτή την αγάπη κι η αγάπη του εραστή σου πρέπει να σε αξιολογεί πρώτο. Η σύγχρονη αγάπη έχει άλλο νόημα, βέβαια.
«Γράφω ποίηση μονάχα αν υπάρχει αγάπη, μόνο σαν ποίηση μπορεί να υπάρξει/μονάχα τρελή μπορεί να είναι», γράφεις στο Γράμματα που δεν έχουν σταλεί. Είναι η αγάπη είδος ποιητικής έκφρασης -και αντιστρόφως- για σένα;
Όταν χρησιμοποιώ τον όρο «αγάπη», υπονοώ ένα είδος επαναστατικότητας, αντίστασης, ανυπακοής που βγαίνουν εκτός ορίων. Τα περισσότερα ποιήματά μου μπορούν να διαβαστούν ως ερωτικά, αλλά ίσως και ως πολιτικά.
Στην αρχή δεν είχα επίγνωση αυτού του πράγματος, αλλά οι άνθρωποι διαρκώς μου έλεγαν πως αντιλαμβάνονταν αυτά τα ποιήματα ως πολιτικά. Μιας και γράφω για τη σχέση μεταξύ των δύο, αυτό ισχύει πολύ και για τα πολιτικά ζητήματα.
Πολλά από όσα συμβαίνουν ανάμεσα σε δύο ανθρώπους είναι μια μικρογραφία μακροσκοπικών θεμάτων. Ο ένας επαναστάτης θέλει να κυριαρχήσει στους άλλους. Ο ένας είναι ο δράστης, ο άλλος το θύμα, και μπορεί να εναλλάσσουν τους ρόλους τους.
«Η αγάπη είναι ένας εθνικός προδότης», αναφωνείς στο ίδιο ποίημα, προσθέτοντας μια πολιτική διάσταση και στην αγάπη και στην ποίηση. Γιατί;
Η αγάπη είναι ένας εθνικός προδότης επειδή αδιαφορεί για όλες τις ταυτότητές μας: η τάξη μας, το κοινωνικό status, η φυλή, η θρησκεία, το φύλο μπορεί να γίνουν αόρατα όταν είμαστε ερωτευμένοι.
Το ίδιο ισχύει με τις εθνικές ταυτότητες. Τα έθνη μπορεί να βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά εραστές προερχόμενοι από αυτά τα απλώς θέλουν να κάνουν έρωτα μεταξύ τους.
«Η ποίηση ανθίζει μόνο στο χώμα του θάρρους και της επανάστασης», συμπεραίνεις στο Εσύ δεν μπορείς να γίνεις ποιητής. «Ανθίζεις» κι εσύ στο ίδιο έδαφος;
Πιστεύω ότι είμαι αρκετά θαρραλέα.
Συνεχώς έβαζα τον εαυτό μου σε μπελάδες σ’ όλη μου τη ζωή εξαιτίας αυτής της επαναστατικής στάσης. Στην πραγματικότητα είμαι αρκετά ήπιος χαρακτήρας.
Προσπαθώ να μην κρίνω αμέσως και αναζητώ την αλήθεια κάτω από το καθετί, αλλά όταν βλέπω μια ξεκάθαρη αδικία μπορεί να γίνω τίγρη!
«Για να έχουμε σπουδαίους ποιητές πρέπει να υπάρχουν σπουδαία κοινά», έγραψε κάποτε ο Ουόλτ Ουίτμαν. Πώς επικοινωνεί η ποίησή σου με τα ποικίλα κοινά σου, τόσο στην Κύπρο όσο και αλλού στον κόσμο;
Η ποίησή μου είναι αρκετά επικοινωνιακή. Προέρχεται από πραγματικές εμπειρίες και δεν υπάρχει τίποτα το τεχνητό σ’ αυτή.
Ως άνθρωπος, πάντα προσπαθούσα να διατηρήσω την αθωότητά μου. Μερικές φορές αυτό δεν είναι δυνατό, αλλά είμαι ειλικρινής μ’ αυτό. Δε φοβάμαι να εκφράσω τα λάθη και την ευαλωτότητά μου.
Αυτό το στοιχείο εντοπίζεται επίσης στα ποιήματά μου και μπορείς να βρεις έναν αληθινό άνθρωπο σ’ αυτά. Έναν άνθρωπο που κάνει και λάθη. Νομίζω ότι αυτό το είδος στάσης μιλάει στις καρδιές πολλών αναγνωστών.
Οπουδήποτε στον κόσμο απαγγέλλω τα ποιήματά μου εισπράττω πολύ θετικές αντιδράσεις. Οι μοναδικές αρνητικές προέρχονται από μερικούς ποιητές και νομίζω πως εκεί εμφανίζεται η ζήλια, σ’ αυτό το είδος καταστάσεων.
Όπως, άλλωστε, προανέφερα, τα ποιήματά μας είναι σαν ερωτικές επιστολές προς άγνωστους εραστές. Θέλουμε να είμαστε η μοναδική αγάπη των αναγνωστών ποίησης. Δεν είναι όλοι οι ποιητές έτσι, φυσικά.
Αποκτούμε επίγνωση αυτού του χαρακτηριστικού και προσπαθούμε να το χαλιναγωγήσουμε, μιας κι είναι αρκετά καταστροφικό.
Πρόσφατα εκδόθηκε στα ελληνικά το ανθολόγιο ποιημάτων σου Απαγορευμένοι κήποι και παρουσιάζεται στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου. Σε καιρούς όπου το αντιτουρκικό αίσθημα στην Ελλάδα είναι αυξημένο, μπορεί η ποίησή σου κι εσύ προσωπικά να λειτουργήσετε ως γέφυρα;
Νομίζω ότι η ποίηση είναι το καλύτερο μέσο γι’ αυτό. Οι εθνικές ταυτότητες είναι σαν στολές που εξαναγκαζόμαστε να φοράμε. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς στολή. Η ποίηση έχει ένα μοναδικό τρόπο να καταπιάνεται με μια ανταγωνιστική πολιτική γλώσσα.
Ακόμα κι όταν έρχομαι αντιμέτωπη με πραγματικά πολιτικές ερωτήσεις, προσπαθώ να τις απαντώ με τον τρόπο του ποιητή. Είμαι ευαίσθητη σχετικά μ’ αυτά που συμβαίνουν στις χώρες μας και τον κόσμο, αλλά δεν είμαι πολιτικός, ούτε θέλω να γίνω.
Από την άλλη, ίσως απλώς μιλήσω για την αγάπη, κι αυτό είναι επίσης κάτι πολιτικό από πολλές απόψεις.
«Όταν θα ειπωθεί/από το ποίημα η μεγάλη λέξη/είτε θα εκτελεστούν όλοι οι ποιητές/είτε η ειρήνη θα έρθει στη γη», διακηρύσσεις στη Μεγάλη λέξη. Αναζητάς ακόμα αυτή τη «μεγάλη λέξη»; Υπάρχει καν;
Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν έγραψα αυτό το ποίημα το 1995 πίστευα σε κάτι τέτοιο. Αφού ένα ποίημα που έγραψα όταν ήμουν δεκαοκτώ είχε τόσο αντίκτυπο στην Κύπρο στην αρχή της καριέρας μου ως ποιήτριας, ανέπτυξα αυτή την πεποίθηση.
Πιστεύω στη δύναμη των απλών λέξεων όταν τις συνδυάζεις επιτυχημένα με μια λαμπρή ιδέα, με θάρρος και με οικειότητα.
Ευχαριστώ θερμά τον Νέστορα Πουλάκο και την Έλενα Στόιου από τις Εκδόσεις Βακχικόν για την πολύτιμη συνδρομή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.\
Το ανθολόγιο ποιημάτων της Νεσιέ Γιασίν Απαγορευμένοι κήποι (μετάφραση: Αγγελική Δημουλή) παρουσιάζεται την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου στην αίθουσα της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στη Στοά του Βιβλίου, Πεσμαζόγλου 5, 13:00, με συμμετοχή της Νεσιέ Γιασίν.