Συνέντευξη στη Ζωή Μαυρουδή
Mετάφραση: Χριστιάνα Μόσχου
Τον περασμένο Απρίλιο, η δικαστική απόφαση για την υπόθεση La Manada συγκλόνισε την Ισπανία. Πέντε άντρες απαλλάχθηκαν από την κατηγορία ότι είχαν βιάσει μια 18χρονη κοπέλα τον Ιούλιο του 2016 κατά τη διάρκεια του Σαν Φερμίν, του γνωστού Φεστιβάλ των Ταύρων στην Παμπλόνα.
Η δημοσιότητα που δέχθηκε η υπόθεση τόσο στα Ισπανικά όσο και τα διεθνή ΜΜΕ εστίασε στον αποτρόπαιο χαρακτήρα της επίθεσης. Οι άντρες επικοινωνούσαν μέσω ενός γκρουπ στο whatsapp το οποίο είχαν ονομάσει La Manada (=η αγέλη) και είχαν βιντεοσκοπήσει την επίθεση στα κινητά τους τηλέφωνα. Το δικαστήριο τους απάλλαξε από βιασμό αλλά τους καταδίκασε για σεξουαλική κακοποίηση, ένα λιγότερο σοβαρό αδίκημα με ποινή 9 ετών, αφού απεφάνθη ότι υπήρχε μεν απουσία συναίνεσης όχι όμως φυσική βία και εκφοβισμός. Το θύμα δήλωσε ότι δεν προσπάθησε να αντισταθεί στην επίθεση από φόβο. Οι άντρες, ανάμεσά τους ένας στρατιώτης κι ένα μέλος της ισπανικής πολιτοφυλακής, αφέθηκαν ελεύθεροι εν αναμονή εκδίκασης της έφεσής τους.
Με αφορμή την υπόθεση, μιλήσαμε πρόσφατα με την Ισπανίδα φεμινίστρια Paz Francés Lecumberri, η οποία ζει στην Παμπλόνα, όπου εργάζεται ως καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου και δραστηριοποιείται στο αντιτιμωρητικό κίνημα. Η απόφαση του δικαστηρίου προκάλεσε μαζικές οργισμένες διαδηλώσεις σε όλη την Ισπανία και έφερε στο προσκήνιο μεταξύ άλλων και τη στάση του φεμινιστικού κινήματος απέναντι στην ποινική νομοθεσία για την έμφυλη βία. Συνθήματα έκαναν λόγο για “δικαστική αγέλη” και υποθέσεις δολοφονίας γυναικών που πρόβαλλαν αντίσταση σε επιθέσεις, με πανό όπως “δεν μας πιστεύουν αν δεν μας σκοτώσουν,” ενώ τμήμα του φεμινιστικού κινήματος ζήτησε μεγάλη αύξηση των ποινών για τα σεξουαλικά εγκλήματα.
Η συζήτησή μας με την Paz σχολίασε τις αντιδράσεις αυτές και τη μιντιακή κάλυψή τους και επεκτάθηκε στη διαμόρφωση μιας φεμινιστικής διαλεκτικής για τον αντιφυλακισμό αλλά και τις πρακτικές προκλήσεις μιας αντιτιμωρητικής πολιτικής στάσης στο δυτικό καπιταλιστικό σύστημα.
-Θα ήθελες κατ’ αρχάς να μας συστηθείς; Ποια είναι η εμπειρία και δράση σου στο φεμινιστικό κίνημα; Πώς ξεκίνησε η δραστηριοποίησή σου στο χώρο του αντιτιμωρητισμού;
Είμαι η Paz Francés Lecumberri, γυναίκα, φεμινίστρια, ακτιβίστρια υπέρ της κατάργησης του συστήματος ποινών και φυλάκισης, καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου του Δημόσιου Πανεπιστημίου της Ναβάρα (Universidad Pública de Navarra) και διαμεσολαβήτρια, εφαρμόζοντας επανορθωτική δικαιοσύνη στα δικαστήρια της πόλης μου, της Παμπλόνα.
Ξεκίνησα να συμμετέχω σε ομάδες για την υπεράσπιση των φυλακισμένων στο τελευταίο έτος των σπουδών μου. Ήξερα πολλούς ανθρώπους που ήταν παλιότερα ή βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στη φυλακή, κάποιοι από αυτούς φίλοι ή φίλοι των γονιών μου, για πολλά χρόνια. Ωστόσο, ακόμα δεν ήξερα ότι ήμουν αντιφυλακίστρια, ακτιβίστρια για την κατάργηση των φυλακών. Μπορούσα να το αισθανθώ, αλλά δεν το είχα ανακαλύψει ακόμα. Η περαιτέρω μελέτη της φυλάκισης και της ποινής με ενθάρρυνε να ξεκινήσω διδακτορική έρευνα στο Ποινικό Δίκαιο γεγονός που μου έδωσε τη δυνατότητα να διερευνήσω πιο στενά τις αντιτιμωρητικές θεωρίες. Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την ενεργή ακτιβιστική παρουσία μου στη συλλογικότητα Salhaketa, η οποία μου επέτρεψε να γνωρίσω άμεσα την πραγματικότητα της φυλακής.
Επίσης έχω καταφέρει να έχω πρόσβαση σε διαφορετικές φυλακές, ακόμα και να προγραμματίσω πρότζεκτ με τους φυλακισμένους (επί δύο χρόνια ένα εργαστήρι που απευθυνόταν ειδικά στις γυναίκες μέσω του Θεάτρου του Καταπιεσμένου). Επίσης για ένα χρόνο είχα την επιμέλεια της κόρης μιας μητέρας φυλακισμένης, διότι αν δεν αναλάμβανε την επιμέλεια κάποιος περισσότερο ή λιγότερο γνωστός, τα θεσμικά όργανα θα την έπαιρναν. Αυτή η εμπειρία μου έμαθε επίσης ένα από τα πιο θλιβερά πρόσωπα της φυλακής: τα παιδιά που είναι επίσης φυλακισμένα.
Όλη αυτή η εμπειρία με οδήγησε να καταλάβω ότι η φυλακή δεν μεταρρυθμίζεται και δεν παράγει παρά πόνο. Δεν προσφέρει τίποτα στην ανθρωπότητα.

Από την άλλη πλευρά, δουλεύοντας με τα θύματα εγκλημάτων, ολόκληρο το σύστημα αποδεικνύεται απολύτως απρόσωπο, ανήθικο και ανίκανο να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ανθρώπων που έχουν υποστεί ή εξακολουθούν να υποφέρουν από μια οδυνηρή κατάσταση. Γι’αυτό, χρειάζεται και πρέπει να καταπολεμηθεί το δυτικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.
Νομίζω ότι άρχισα να συνειδητοποιώ την ανάγκη να αυτό-κατασκευαστώ, να αυτό-οικοδομηθώ ως φεμινίστρια στο Πανεπιστήμιο, μελετώντας στη Νομική.
– Η συζήτησή μας γίνεται με αφορμή την υπόθεση των La Manada για την οποία έχεις μιλήσει και αρθρογραφήσει τον τελευταίο καιρό. Η υπόθεση φαίνεται να έχει αποκτήσει μια σχεδόν συμβολική σημασία για το φεμινιστικό κίνημα της Ισπανίας αφού εξαπέλυσε μια διάχυτη οργή για την ατιμωρησία της έμφυλης βίας από την Ισπανική δικαιοσύνη, διαχρονικά. Τι ώθησε αυτήν την υπόθεση να λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις; Πώς βίωσες εσύ τις διαμαρτυρίες στους δρόμους, στις συντροφικές συζητήσεις και τα σόσιαλ μίντια;
Ναι, είχα την ευκαιρία να στοχαστώ ως ένα βαθμό την υπόθεση και να εκφραστώ με φειδώ δημοσίως, καθώς έχω γράψει ένα κείμενο και έχω δώσει μερικές συνεντεύξεις.
Στην πραγματικότητα αυτή η υπόθεση έχει αποκτήσει αυτό το συμβολικό νόημα και πιστεύω ότι είναι δυνατό να γίνει μια προσεκτική ανάλυση του γιατί πήρε τόσο μεγάλη διάσταση εάν ασχοληθεί κάποιος μόνο με αυτό το θέμα. Εγώ δεν το έκανα αυτό και δεν μπορώ να δώσω μία συνεκτική απάντηση. Θεωρώ ωστόσο ότι υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που είχαν μεγάλο αντίκτυπο:
1. Δόθηκε σε έναν εορταστικό χώρο και μάλιστα στα πιο γνωστά πανηγύρια όλων των ισπανικών κρατών το οποίο έχει διεθνή προβολή.
2. Η απάντηση στο δρόμο, καρπός μιας προσπάθειας φεμινιστικών συλλογικοτήτων από πολλά χρόνια πριν, καταγγέλλοντας ότι ακόμα και στις γιορτές οι γυναίκες υφίστανται επιθέσεις.
3. Η σοβαρότητα της υπόθεσης. Είναι το απόλυτο παράδειγμα βιασμού. Δηλαδή, είναι μια από τις χειρότερες καταστάσεις στις οποίες -στο γυναικείο φαντασιακό- μπορούμε να βρεθούμε.
4. Η προσοχή που έδωσαν στο περιστατικό τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το γεγονός ότι συνέβη το καλοκαίρι, όπου οι χώροι πληροφοριών είναι πιο άδειοι από περιεχόμενο και αυτό το θέμα επαναλαμβανόταν συχνά.
5. Μια γενικευμένη τάση για τιμωρητικές ομιλίες στο δρόμο και στην πολιτική ατζέντα. Το 2015 είχαμε την πιο κατασταλτική μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα στην ιστορία του ισπανικού κράτους.
Εγώ δε βρισκόμουν στην Παμπλόνα τις μέρες του πανηγυριού, όταν ο κόσμος βγήκε αμέσως στο δρόμο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μου πολυαρέσουν αυτές οι γιορτές.
Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν δε συμμετείχα. Προτίμησα να συζητήσω σχετικά με το τι συνέβη σε μικρές ομάδες με κοντινούς μου ανθρώπους, σε ήρεμες, προσωπικές και αναστοχαστικές συζητήσεις. Θα πρέπει να σημειώσω ότι κάθε φορά που συμβαίνει κάποιο περιστατικό με αυτό το θέμα, μου κοστίζει να αντιδράσω, σε κάθε περίπτωση έχω χρειαστεί χρόνο για να μπορέσω να πιστέψω την ίδια μου τη γνώμη. Αυτό που όντως έχω αποφασίσει είναι ότι δε θέλω να χρησιμοποιούμαι από τα μέσα επικοινωνίας για να ενδυναμώνω τιμωρητικούς λόγους και φυσικά ποτέ δε θα διαδήλωνα για να στερήσουν την ελευθερία από έναν υπόδικο ώστε να κριθεί προφυλακιστέος, πόσο μάλλον να δηλώσω ότι έξι χρόνια κάθειρξη είναι λίγα.
Σε κάθε περίπτωση, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δε συμμερίζομαι την ιδέα ότι υπάρχει ατιμωρησία για την έμφυλη βία στο ισπανικό κράτος. Βεβαίως, η δικαιοσύνη στερείται εκπαίδευσης σε θέματα φύλου, ενώ οι ίδιοι οι νόμοι έχουν φύλο. Και φυσικά είναι τεράστιος ο αριθμός των επιθέσεων όλων των ειδών στις γυναίκες, που δεν καταγγέλλονται και δεν επιλύονται. Επίσης, το θύμα υπόκειται σε μεγάλες δοκιμασίες ώστε να διαπιστωθεί η ενοχή πέραν πάσης αμφιβολίας. Συνεπώς, η κατάσταση που ζούμε οι γυναίκες στον κόσμο δεν είναι βιώσιμη. Αλλά όταν αναγνωρίζεται ότι ένας άνδρας έχει διαπράξει έγκλημα κατά μίας γυναίκας, τότε δεν υπάρχει ατιμωρησία. Οι κυρώσεις του Ποινικού Κώδικα είναι πολύ υψηλές, ειδικά με τέτοια εγκλήματα. Δεν νομίζω ότι είναι σωστή, χωρίς να διασαφηνιστούν αυτές οι αποχρώσεις, η έκφραση ότι υπάρχει ατιμωρησία, τη στιγμή που έχουμε τις υψηλότερες κυρώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη και αρκετούς στη φυλακή λόγω αυτών των υψηλών ποινών.
-Πώς αντιμετώπισαν τα Ισπανικά ΜΜΕ τις φεμινιστικές διαμαρτυρίες για την υπόθεση; Αντίστροφα, πώς τοποθετήθηκε το φεμινιστικό κίνημα απέναντι στη μιντιακή κάλυψη; Θα με ενδιέφερε να ακούσω κάποιες σκέψεις σου για το πως διαμορφώθηκαν μιντιακά τα προφίλ θύτη-θύματος. Είδα ότι αναρτήθηκαν βίντεο της “αγέλης” στο ίντερνετ καθώς και φωτογραφίες των αντρών σε δημόσιους χώρους ως στόχοι σκοποβολής. Αναρωτιέμαι πώς τα μίντια αλλά και το κοινό επεξεργάστηκαν αυτές τις εικόνες.
Αυτή η ερώτηση είναι πολύ δύσκολη. Καταρχάς, τα φεμινιστικά κινήματα αντέδρασαν με διαφορετικούς τρόπους. Οι φεμινίστριες σαν κι εμένα αποφάσισαν να μην βγουν έξω, άλλες βγήκαν με κάποια συνθήματα και άλλες με διαφορετικά. Αυτό που πιστεύω είναι ότι τα mass media έδωσαν την εικόνα ότι η θέση του φεμινιστικού κινήματος ήταν ενιαία και ότι ζητούσε να αποδοθεί μεγαλύτερη τιμωρία στους αυτουργούς.
Τουλάχιστον από την μεριά μας, όπως έγιναν τα γεγονότα, οι φεμινιστικές δηλώσεις επεδίωξαν -όπως ποτέ άλλοτε- να μην εκπέσουν στην παγίδα της ίδιας της πατριαρχίας προσφεύγοντας στο σύστημα όταν το σύστημα αποτυγχάνει, δηλαδή ζητώντας περισσότερες ποινές κλπ. Νομίζω ότι αυτή ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία σε πολλά επίπεδα και σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος στη σχέση φεμινισμού και αντιτιμωρητισμού.
Ωστόσο, αποδείχθηκε ανεπαρκής, επειδή υπάρχουν πράγματα που ξεπερνούν τις δυνατότητες οποιουδήποτε κινήματος: τη χρησιμοποίηση που γίνεται αυτού. Και αυτό συνέβη, όπως είπα προηγουμένως. Τα κύρια μέσα ενημέρωσης ομογενοποίησαν όλες τις φωνές και ξεχώρισαν μόνο όσες στην πραγματικότητα ήταν πιο ηγεμονικές στο τώρα, δηλαδή ότι “οι γυναίκες χρειαζόμαστε περισσότερο ποινικό δίκαιο και περισσότερη φυλακή.”
Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις, τα μέσα κατά τη γνώμη μου δεν είχαν αναστολές στην προβολή κάθε λογής νοσηρών εικόνων. Αυτό έχει επίσης μεγάλη επίδραση στη δευτερογενή θυματοποίηση του θύματος, η οποία υποβάλλεται όχι μόνο στην πίεση της διαδικασίας, αλλά και στην εισβολή ειδήσεων για το περιστατικό που υπέστη.
Αυτή τη στιγμή δεν έχω εργαλεία για να αποδώσω τα προφίλ θύματος και θυτών που χτίστηκαν, αλλά ήταν πραγματικά εξωτικά. Απ’τη μία πλευρά, επειδή οι επιτιθέμενοι υποτίθεται ότι ήταν άνθρωποι μιας “τάξης,” βασικά αστυνομικοί, και επίσης άντρες όμορφοι, καλής εμφάνισης και προφανώς καλής φήμης. Από την άλλη για εκείνην, το θύμα, αρχικά αναφέρθηκαν κάποια πράγματα και έπειτα άλλα και σε κάθε περίπτωση χωρίς την ελάχιστη προσεκτικότητα που αναλογεί σε κάποιον που έχει πέσει θύμα μιας επίθεσης.
-Ποια είναι η στάση του Ισπανικού φεμινιστικού κινήματος εν αναμονή της επανεξέτασης της υπόθεσης στο εφετείο; Ισχύει ότι μετά την πρωτόδικη απόφαση διαμορφώθηκε ένα αίτημα από ένα κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος για αύξηση των σχετικών ποινών;
Στην πραγματικότητα, περιμένουμε την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της κοινότητάς μας στη Ναβάρα και με αυτήν την απόφαση θα υπάρχει η δυνατότητα να καταφύγουμε σε μια ανώτερη αρχή: το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το νομικό δίλημμα έγκειται στην κατανόηση και την εκτίμηση του αν αντιμετωπίζουμε ένα συνεχές έγκλημα σεξουαλικής κακοποίησης (έλλειψη συγκατάθεσης συν βία και εκφοβισμός, που συνιστά τον αποκαλούμενο βιασμό) ή σεξουαλική κακοποίηση (έλλειψη συγκατάθεσης συν γενίκευση και επικράτηση κατάστασης). Επιπλέον, διακυβεύεται πιθανή αύξηση των κατηγοριών. Στην πραγματικότητα αυτό καθορίζει ότι οι κυρώσεις θα είναι ή 9 χρόνια, όπως επιβλήθηκε από το δικαστήριο, ή έως 30 χρόνια, που ήταν το αίτημα της εισαγγελικής αρχής και της υπεράσπισης.
Εδώ το προβληματικό ζήτημα είναι αν κάποιος αντιμετωπίζει έναν βιασμό ή μία σεξουαλική κακοποίηση και όταν κάποιος από το φεμινιστικό κίνημα προσπαθεί να δώσει έμφαση δεν είναι τόσο στην ποινή (τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς) αλλά στην εξέταση αυτoύ που συνέβη ως πραγματικό βιασμό και όχι μόνο ως κακοποίηση. Αυτό έχει αντίκτυπο όχι μόνο στη γλώσσα και στην αντίστοιχη ποινή, αλλά κυρίως στην επίπτωση στη συλλογική αντίληψη.
-Για το ευρύτερο πολιτικό φάσμα της Ελλάδας, η φυλακή θεωρείται αναπόφευκτο κομμάτι της κοινωνικής δομής. Η συζήτηση για μια ανθρωπιστική στροφή στην ποινική δικαιοσύνη περιορίζεται σε ρεφορμιστικές προσεγγίσεις με βραχυπρόθεσμους στόχους ή για κρατικό έλεγχο αντί για ιδιωτικοποίηση των φυλακών. Ποια είναι κατά τη γνώμη σου τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης των φυλακών και πόσο εφικτή είναι η μετάβαση από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό σε έναν κόσμο χωρίς φυλακές;
Στην Ισπανία η κατάσταση είναι ακριβώς η ίδια.
Στο πρώτο ερώτημα τα επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης της φυλακής είναι:
-Ότι δεν αποδεικνύεται πραγματικά ότι υπάρχει λιγότερο έγκλημα επειδή υπάρχει η φυλακή ως εκφοβισμός.
-Ότι αποδείχθηκε η αποτυχία του αναμορφωτικού χαρακτήρα της φυλακής.
-Οι φυλακές δεν οδηγούν στο να έχουμε μια ασφαλέστερη κοινωνία.
-Η φυλακή δεν μπορεί ποτέ να περιορίσει μόνο το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων που υποφέρουν από περιορισμό, όπως θα έπρεπε να είναι θεωρητικά. Αντίθετα, η φυλακή επηρεάζει άμεσα πλήθος δικαιωμάτων των κρατουμένων, θεμελιωδών δικαιωμάτων.
-Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της φυλάκισης.
-Επειδή η φυλακή κάνει να διαδίδεται η μυθική ιδέα -με αρνητική έννοια- ότι οι άνθρωποι που είναι στη φυλακή είναι οι εχθροί, μία παραδοχή πάντοτε από την ανεστραμμένη λογική του δίπολου φίλος-εχθρός.
-Επίσης οι επιπτώσεις που έχει η φυλακή στους ίδιους τους κρατούμενους.
-Ο αντίκτυπος των φυλακών από περιβαλλοντική άποψη.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το αν είναι δυνατόν να σκεφτούμε την κατάργηση της φυλακής χωρίς την κατάργηση του καπιταλισμού. Είναι πιθανό ότι δεν είναι. Αυτό που προτίθεται από τις καταργητικές και αντιτιμωρητικές ιδέες είναι ακριβώς να δούμε ποια είναι η σχέση της φυλακής με τον καπιταλισμό και ότι αν επιτεθούμε στο ένα, επιτιθόμαστε και στο άλλο.
-Η βία ως μοχλός έμφυλης καταπίεσης έχει διατηρήσει την τεράστια σημασία της για το φεμινιστικό κίνημα μέσα από την δημόσια συζήτηση για την λεγόμενη κουλτούρα του βιασμού και το #metoo. Υπάρχει ωστόσο ένα κενό στη συζήτηση αυτή προς αναζήτηση μιας μη τιμωρητικής αντιμετώπισης της έμφυλης βίας που θα διαμορφωθεί εκτός των πατριαρχικών θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης και της κρατικής καταστολής. Για μεγάλη μερίδα του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα για παράδειγμα η κατάργηση των φυλακών ισοδυναμεί με ατιμωρησία των βιαστών και όσων παραβιάζουν καθημερινά την αξιοπρέπεια των γυναικείων σωμάτων. Πώς νομίζεις ότι πρέπει να πλαισιωθεί μια συζήτηση για εναλλακτικές στη φυλάκιση και την τιμωρητική αντιμετώπιση που θα λάβει υπόψιν τόσο τις ανησυχίες των φεμινιστριών όσο και την ζοφερή πραγματικότητα της έμφυλης βίας ανά τον κόσμο;
Και στην Ισπανία συμβαίνει επίσης αυτό. Το ισπανικό φεμινιστικό κίνημα, προφανώς η πλειοψηφία (ή τουλάχιστον όσοι ακούγονται στα ΜΜΕ) θεωρεί ότι η κατάργηση της φυλακής είναι το ίδιο με την ατιμωρησία των βιαστών και όλων εκείνων που καθημερινά παραβιάζουν την ακεραιότητα των γυναικείων σωμάτων.
Νομίζω ότι είναι σημαντικό η συνομιλία να αναπλαισιωθεί λαμβάνοντας υπόψιν τα εξής:
-Η φυλακή και το ποινικό σύστημα δημιουργούνται κατ’εικόνα και ομοίωση της πατριαρχίας. Υπάρχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ της κατασταλτικής και της πατριαρχικής εξουσίας.
-Υπάρχουν πολλές γυναίκες που πλήττονται από τη φυλακή. Τόσο οι φυλακισμένες γυναίκες όσο και οι γυναίκες που είναι έξω και υποστηρίζουν τους φυλακισμένους “άνδρες τους.” Η φυλακή λοιπόν καταπιέζει και εμάς.
-Η φυλακή δεν μας κάνει πιο προστατευμένες.
Αυτό δείχνει ότι οι κίνδυνοι είναι σαφείς όχι μόνο επειδή η προσφυγή στο Ποινικό Δίκαιο δεν έχει αποδείξει ποσοστά επιτυχίας αλλά και λόγω του εγγενούς κινδύνου προσφυγής στο Ποινικό όλων όσων θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία.
Κατά συνέπεια, χρειάζεται να εκφραστεί η ανάγκη οι φεμινισμοί να μην καταφεύγουν σε αυτό το Ποινικό Δίκαιο και να αρνηθούμε να μας χρησιμοποιούν -όπως συμβαίνει ήδη- για τη διατήρηση των δικών τους σκοπών, αλλά αντίθετα να είμαστε η κινητήρια δύναμη της αλλαγής πολιτισμού.
Και αυτό δεν είναι ένα απλό εγχείρημα, διότι η κυριαρχία της πατριαρχίας είναι φτιαγμένη ώστε να μοιάζει με ένα χαρακτηριστικό της ζωής. Εν ολίγοις, είμαστε κατασκευασμένοι από πατριαρχική τάξη και αυτό σημαίνει ότι και επίσης είμαστε φτιαγμένοι από τιμωρητική τάξη. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι από ορισμένους φεμινιστικούς τομείς ζητείται η θανατική ποινή, η μόνιμη φυλάκιση, ο χημικός ευνουχισμός κλπ.
Πρέπει να πω ότι όταν προτείνω την παραίτηση από τη χρήση του ποινικού νόμου ή/και του ποινικού συστήματος στις φεμινιστικές απαιτήσεις, το κάνω για τον προφανή κίνδυνο της διαιώνισης και παγίωσης ορισμένων από τα σημαντικότερα υποστηρίγματα της πατριαρχίας: την τιμωρία μέσα από την κυριαρχία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες που υφίστανται άμεση πατριαρχική βία δεν μπορούν και δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και συχνά αυτό περιλαμβάνει νομικές συμβουλές για να κάνουν καταγγελίες, να ζητούν συλλήψεις κλπ. Δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις είναι το μόνο πράγμα που προσφέρει το κράτος και η κοινωνία και μερικές φορές μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα στην προστασία μας.
Όμως όλα αυτά πρέπει να συνοδεύονται από μια απολύτως απαραίτητη συνειδητοποίηση, δηλαδή να γνωρίζουμε ότι αυτό είναι ένα ανεπαρκές μέτρο, συχνά άχρηστο στην πράξη και που δεν πρέπει να μας κάνει να χάσουμε την οπτική για την απονομιμοποίηση της τιμωρίας, τη χρησιμοποίηση της τιμωρίας κυρίως εναντίον των γυναικών και την επείγουσα ανάγκη να οικοδομηθεί μια μη τιμωρητική κοινωνία για την εξάλειψη της πατριαρχίας.
Το κλειδί σε αυτό το διεστραμμένο παιχνίδι δεν είναι εμείς να καταφεύγουμε όλο και περισσότερο στον ποινικό νόμο, αλλά να ενδυναμώσουμε τον εαυτό μας για να οικοδομήσουμε κάτι διαφορετικό, να προκαλέσουμε μια πραγματική αλλαγή στο πολιτιστικό παράδειγμα που δεν θα μπορέσει να υπάρξει αν δεν συνδυαστεί με την εξαφάνιση της φυλακής.